Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πώς γράφουν οι Γερμανοί ιστορίες μετά τον Β' Παγκόσμιο;

Για πρώτη φορά κυκλοφορεί στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Gutenberg/Aldina, μια συμπυκνωμένη και πλήρης συλλογή των Γερμανών διηγηματογράφων της Γενιάς των Ερειπίων που έγραψαν μετά τον πόλεμο, με τον τίτλο «Οι λύκοι επιστρέφουν»

Πώς γράφουν οι Γερμανοί ιστορίες μετά τον Β' Παγκόσμιο;

Το βαρύ άρωμα του αέρα που αποπνέει ταυτόχρονα θάνατο και σπάνια λουλούδια, μαζί με ένα νωπό αίσθημα υγρής συνείδησης, διαπερνά όλες σχεδόν τις ιστορίες των Γερμανών συγγραφέων που κράτησαν όρθια τα σκήπτρα της αφήγησης ανάμεσα στα συντρίμμια μετά την εφιαλτική λαίλαπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Όσοι κατάφεραν, κόντρα στο ασφυχτικό κλίμα της εποχής, να χωρέσουν σε λέξεις τους εφιάλτες που επανέρχονταν διαρκώς, είτε ως σαιξπηρική φαντασίωση που μαρτυρά ενοχή είτε ως μνήμες απ' όσα είχαν βιώσει στον πόλεμο, διαμόρφωσαν τη λεγόμενη Γενιά των Ερειπίων.

Οι εκπρόσωποί της έγιναν γνωστοί για τις εικόνες και τις κοφτερές λέξεις που στόλισαν σαν ματωμένα σπαράγματα μικρές σε έκταση ιστορίες ‒άλλες ελαφρώς ποιητικές και ειρωνικές, άλλες έντονες και ρεαλιστικές‒, οι οποίες περιλαμβάνονται στη συλλογή που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg με τον τίτλο «Οι Λύκοι Επιστρέφουν» από την εμβληματική σειρά της Aldina, ξεδιπλώνοντας την αφηγηματική δύναμη δημιουργών από τους πλέον γνωστούς (Μπέρτολτ Μπρεχτ, Χάινερ Μίλερ Μαξ Φρις, Βάλτερ Μπάουερ) έως τους πιο άγνωστους στην Ελλάδα (Πέτερ Ροζίνσκι, Χανς Μπέντερ).

Και παρ' ότι στη γερμανόφωνη λογοτεχνία είναι αδιαμφισβήτητη η αντίσταση των συγγραφέων της στον κανόνα, από τον Γκαίτε και τον Νοβάλις μέχρι τον Μπέρνχαρντ και τον Κάφκα, ωστόσο υπήρξαν στιγμές που τα κοινά βιώματα και η ιστορική αναγκαιότητα προκάλεσαν δυνατές αλληλεπιδράσεις και κατ' επέκταση ομάδες.

Γνωστή γι' αυτή την κοινή συγγραφική δραστηριότητα είναι η ομάδα 47, μέρος της Γενιάς των Ερειπίων, που χώρεσε κάτω από τη στέγη της συγγραφείς με διαφορετικές απαρχές και λογοτεχνικούς τρόπους αλλά με ένα κοινό αίτημα: να παλέψουν δυνατά τις σκιές σαν μια ατελείωτη σκηνή από τη ομηρική Νέκυια, περιπλανώμενοι ανάμεσα στα φαντάσματα με μοναδικό τους οδηγό τις λέξεις.

Γνωστή γι' αυτή την κοινή συγγραφική δραστηριότητα είναι η ομάδα 47, μέρος της Γενιάς των Ερειπίων, που χώρεσε κάτω από τη στέγη της συγγραφείς με διαφορετικές απαρχές και λογοτεχνικούς τρόπους αλλά με ένα κοινό αίτημα: να παλέψουν δυνατά τις σκιές σαν μια ατελείωτη σκηνή από τη ομηρική Νέκυια, περιπλανώμενοι ανάμεσα στα φαντάσματα με μοναδικό τους οδηγό τις λέξεις.

Όπως γράφει πολύ καίρια ο μεταφραστής Φοίβος Ι. Πιομπίνος στον κατατοπιστικό του πρόλογο, μεταφέροντας τον χαρακτηρισμό «Γενιάς των Ερειπίων» από τους τόσο ετερόκλητους συγγραφείς στους αναγνώστες: «Στη Λογοτεχνία των Ερειπίων, οι αναγνώστες στους οποίους απευθύνονταν οι εκπρόσωποί της ζούσαν όντως μέσα σε ερείπια μετά τον καταστροφικό πόλεμο που τους είχε αφήσει όλους τους, άνδρες και γυναίκες στον ίδιο βαθμό, ακόμα και τα παιδιά, με τραύματα.

Ωστόσο, έβλεπαν καθαρά πλέον. Τίποτα γύρω τους, τίποτα μέσα τους δεν ήταν πια ειδυλλιακό, όπως το ήθελε η ναζιστική προπαγάνδα».

Άλλοι κυνηγημένοι από το ναζιστικό καθεστώς και πολλοί από αυτούς αριθμώντας νεκρούς ανάμεσα στα πολύ κοντινά μέλη της οικογένειάς τους γράφουν με σκοπό να αφυπνίσουν και να καταγγείλουν: χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ίλζε Άιχινγκερ που έσωσε την Εβραία μητέρα της, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο με τη γιαγιά και τα αδέλφια της.

Οι ιστορίες της, γραμμένες με έντονα συμβολικό και μεταφορικό χαρακτήρα, μαρτυρούν το παράλογο της απανθρωποποίησης και της συνενοχικής αποδοχής: η σταδιακή κατάπτωση ενός ενοίκου προς τα κατώτερα διαμερίσματα, από αυτό του ισογείου στο υπόγειο, μαρτυρά, για παράδειγμα, την ολοκληρωτική κατάπτωση του χιτλερικού καθεστώτος προς την κόλαση.

Αντίστοιχη είναι η περίπτωση της συγγραφέως Άννα Ζέγκερς ‒με το διδακτορικό της να αναφέρεται στην εβραϊκότητα στο έργο του Ρέμπραντ‒, η οποία με απλό και προφορικό τρόπο προσπαθεί να αναπαραστήσει τη σταδιακή και ύπουλη ροπή της γερμανικής κοινωνίας προς τον φασισμό (το Καταφύγι και οι Καλαμιές).

Υπόγεια ανατριχιαστικό είναι επίσης το διήγημα της Μαρί Λουίζε Κάσνιτς με εκείνο το Χοντρό Παιδί που δεν έχει καν θηλυκή ιδιότητα, καθ' ότι Εβραία και ως απεχθής βουλιμική αξίζει τον θάνατο, τον οποίο παρακολουθεί με σαδιστική χαρά η κατά τα άλλα καλλιεργημένη βιβλιοθηκονόμος καθώς τη βλέπει να βουλιάζει με τα πέδιλά της στην παγωμένη λίμνη.

Σε νερά κρύα και αφιλόξενα, όπου χάνονται ταυτόχρονα άνθρωποι, μνήμες και ενοχές, όπως στο Μαρτιάτικο Άνεμο, και πάλι της Μαρί Λουίζε Κάσνιτς, με την καταδότρια Ίντα να «αρχίζει να κλαίει και βρίσκει κάποια ανακούφιση στο κλάμα. Δεν ξέρει πως, όχι και πολύ παλιά, σε τούτη εδώ την κοιλάδα, είχαν πνίξει σαν μάγισσα στη νεροτριβή, με μια πέτρα δεμένη στον λαιμό, μια γυναίκα που δεν ήθελε να γεράσει».

Το παρελθόν επανέρχεται με πολλούς τρόπους στις ιστορίες της Γενιάς των Ερειπίων: άλλοτε ως προσωποποιημένη ενοχή άλλοτε ως «τσαλακωμένα χάρτινα λουλούδια» από νεκρώσιμα στεφάνια, τα οποία, αντί να βλέπουν τον ήλιο, μυρίζουν θάνατο, άλλοτε σαν μια παλιά αγαπημένη, στην οποία τίποτα δεν είναι αναγνωρίσιμο και οικείο.

Γιατί ακόμα και στην εικόνα αυτού του πρώην έρωτα τον οποία ξανασυναντά τυχαία ο πρωταγωνιστής από την Ταχύτερα αναπτυσσόμενη πόλη, μια πανέμορφα γραμμένη ιστορία από τον Βαλτερ Μπάουερ, υπάρχουν αφορμές για να αναστοχαστεί κανείς το παρελθόν και την ηθική του στάση: «Τώρα ήξερε περισσότερα απ' όσα είχε μάθει ποτέ στη ζωή του και η γνώση αυτή τον έκανε να νιώθει άθλια: η γνώση έρχεται πάντα τότε ακριβώς που χάνουμε κάτι. Τώρα καταλάβαινε ότι θα έπρεπε μια μέρα να ξέρουμε τι θέλουμε».

Δεν πρέπει ποτέ, για παράδειγμα, να ξεχνάς όχι μόνο την εικόνα του θανάτου αλλά και τη στιγμή που τα πιο υψηλά συναισθήματα εκχυδαΐζονται με τον χειρότερο τρόπο στο ανατριχαστικό «ερωτικό πείραμα» του Αλεξάντερ Κλούγκε, με τον έρωτα να γίνεται, εν προκειμένω, αντικείμενο καταγραφής αντιδράσεων, ποσοστοποίησης, και τελικά εξόντωσης.

Στην ιστορία του Κλούγκε, αυτού του πολυπράγμονα δημιουργού και διάσημου βραβευμένου σκηνοθέτη, αντικατοπτρίζεται η ανάγκη των συγγραφέων της Γενιάς των Ερειπίων να κεντρίσουν, σαν άλλες μελαγχολικές εκδοχές του Σωκράτη, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα-εικαστικά, σινεμά, εικόνες, εγκαταστάσεις, πειραματικές μεθόδους, τον κόσμο ώστε να σκεφτεί και να αναλογιστεί το μεγάλο σφάλμα, να δει κατάματα τον θάνατο.

Το έκανε με τον μοναδικά συμβολικό του τρόπο ο Βάλτερ Μπάουερ, με το δηκτικό του χιούμορ του ο Μαξ Φρις, με την αδυσώπητη ειρωνεία του ο Βόλφντιτριχ Σνούρε.

Είναι ανατριχιαστικό να σκεφτείς πως η Ιστορία στέρησε από τους Γερμανούς, μετά το πέρας του πολέμου, το δικαίωμα στο όνειρο «σαν σκιάχτρο που, καθώς είχε πιαστεί να κλέβει, θα 'πρεπε να εγκαταλείψει τον τόπο των ονείρων του στην άκρη του χωραφιού»

Από τις περισσότερες από τις ιστορίες, για να μην πούμε σχεδόν σε όλες, απουσιάζει κάθε διάθεση εξωραϊσμού ή λυρικής παρέκβασης, σάμπως αυτό να σήμαινε παρεκβολή προς το ρομαντικό παρελθόν της χιτλερικής περιόδου.

Ακόμα, όμως, και με αυτά τα κατά κάποιον τρόπο νεορεαλιστικά δεδομένα οι συγγραφείς δημιουργούν ποιητικά σύμπαντα άγριας ωραιότητας, σαν τους ανατριχιαστικά όμορφους εξπρεσιονιστικούς πίνακες των εικαστικών της «παρηκμασμένης τέχνης».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συγκλονιστική ιστορία «Ο θάνατος του στρατιώτη Νικίτα» του Πέτερ Ροζίνσκι ‒ο οποίος, όπως πληροφορούμαστε, κάποιο διάστημα έζησε στα μέρη μας‒, όπου ένας πληγωμένος στρατιώτης δίνει μια άνιση μάχη τόσο με τη φύση όσο και με έναν λύκο που παραμονεύει πάνω από το θήραμά του, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη αντίστασης στην πιο εξευτελιστική και απάνθρωπη εκδοχή του θανάτου (ακόμα και ο τρόπος θανάτωσης έχει αξιακή ισχύ, καθώς ο βαριά τραυματίας προτιμά να πεθάνει από το τραύμα του παρά να φαγωθεί από τον λύκο).

Είναι ανατριχιαστικό να σκεφτείς πως η Ιστορία στέρησε από τους Γερμανούς, μετά το πέρας του πολέμου, το δικαίωμα στο όνειρο «σαν σκιάχτρο που, καθώς είχε πιαστεί να κλέβει, θα 'πρεπε να εγκαταλείψει τον τόπο των ονείρων του στην άκρη του χωραφιού».

Γι' αυτό και οι συγγραφείς δεν τολμούν να γράψουν μυθιστορήματα, σαν να μην μπορούν πια να αποπειραθούν την επαφή με οποιαδήποτε φαντασίωση, παρά μόνο μικρές, κοφτές ιστορίες που διαβάζονται ως τελευταία εξομολόγηση ή ως οριστική προσευχή.

Διαλέγει κανείς και παίρνει από αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παραλλαγή της ομολογίας ότι τίποτα ανθρώπινο δεν είναι ξένο και τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο ξένο από τον άνθρωπο.

Σημείωση: Ο μεταφραστής Φοίβος Ι. Πιομπίνος έφερε εις πέρας ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, καταφέρνοντας να στήσει σε όμορφα ελληνικά ένα παζλ φτιαγμένο από διαφορετικά υφολογικά περιβάλλοντα ‒ και ας φαντάζει παράδοξη η ανάγκη του, σε κάποιες περιπτώσεις, να ερμηνεύσει τις ιστορίες με τη μορφή μεταφραστικού σχολίου, κάτι που δεν συνάδει με τον κρυπτογραφικό και άκρως συμβολικό χαρακτήρα τους. Γιατί τελικά το ανεξήγητο και το μυστήριο δεν είναι μικρότερο από εκείνο της ανείπωτης έκφρασης για ζωή. Και η δύναμή της ακριβώς έγκειται στον τρόπο που κάποιοι καταπολέμησαν το μίσος και την ανθρώπινη απώλεια μέσα στο αδιαφοροποίητο μηδέν, στην κατάρα του τίποτα, με μοναδικό οδηγό την ομορφιά της γλώσσας και τις λέξεις.