Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Το χάδι»: Τα πάθη των παιδιών που μεγαλώνουν σε ιδρύματα

Τα δώδεκα μικρά αυτοβιογραφικά διηγήματα του Αλέξανδρου Στεφανίδη ζωντανεύουν στιγμιότυπα από την παιδική κι εφηβική ηλικία ενός αγοριού πολλαπλώς διαψευσμένου.

ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ

Σχεδόν δεν το πιάνει το μάτι σου – διακριτικό εξώφυλλο, οι σελίδες του ελάχιστες, μη αναγνωρίσιμο το όνομα του συγγραφέα. Κι όμως, η συλλογή «Το Χάδι» του Αλέξανδρου Στεφανίδη (Άγρα, 2013), με τα δώδεκα μικροσκοπικά διηγήματα, κρίκοι όλα της ίδιας αλυσίδας, είναι από τα βιβλία που αφήνουν γερό αποτύπωμα. Κι όποτε ανασύρονται στην επιφάνεια πάθη παιδιών που μεγαλώνουν σε ιδρύματα, νιώθεις την ανάγκη να το ξαναδιαβάσεις.

Γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς μελοδραματικές κορώνες, με γλώσσα λιτή και ευθύβολη, το «Χάδι» ζωντανεύει στιγμιότυπα από την παιδική κι εφηβική ηλικία ενός αγοριού πολλαπλώς διαψευσμένου και στερημένου από τρυφερότητα, αναθρεμμένου σε ορφανοτροφείο.

Ό,τι διαβάζεις έχει συμβεί δεκαετίες νωρίτερα. Αντιλαμβάνεσαι πως πίσω από το αγόρι, πίσω από την ενήλικα αφηγητή και πίσω από τον ίδιο τον συγγραφέα, βρίσκεται ο ίδιος άνθρωπος. Λογοτεχνικά, ωστόσο, η απόσταση που έχει μεσολαβήσει αποδεικνύεται σωτήρια.

Όλα ξεκινούν από μια παρ’ ολίγον ανθρωποκτονία: «Το κακό συνέβη ένα πρωί, όταν εκείνος -μόλις τεσσάρων χρονών- έλειπε στον παιδικό σταθμό. Η μάνα του έπινε τον πρωινό καφέ στο τραπέζι της κουζίνας φορώντας την καθημερινή της ρόμπα. Συνήθιζε να βουτά ένα παξιμάδι. Ο πατέρας ήταν ακόμα στο κρεβάτι. Όπως περιέγραψε εκ των υστέρων η μάνα του, αισθάνθηκε μια ζέστα στην πρώτη πισώπλατη μαχαιριά. Στη δεύτερη σηκώθηκε σφαδάζοντας. Ο πατέρας συνέχισε να τη μαχαιρώνει. Εκείνη έτρεχε να γλιτώσει. Τρεις- τέσσερις- πέντε. Έτρεχε, έπεφτε, σηκωνόταν, φώναζε και το αίμα σχημάτιζε ρυάκι ως την αυλόπορτα, όπου λιποθύμησε έπειτα από δεκατρείς μαχαιριές»

Οι τίτλοι των διηγημάτων είναι εύγλωττοι: «Το νούμερο», «Το ραδιοφωνάκι», «Το καψώνι», «Η μελέτη», «Ο σινεμάς», «Το επισκεπτήριο»… Όλη η βία, όλη η μοναξιά, όλο το έλλειμμα στοργής συμπυκνώνονται από τον Στεφανίδη σε εικόνες που δεν ξεχνιούνται εύκολα.

Ο θύτης –ψαράς, χωρίς δουλειά και με προβλήματα υγείας– θα παραδοθεί στις αρχές και θα πεθάνει στη φυλακή. Το θύμα –ξυλοφορτωμένο κατ’ επανάληψη παλιότερα– θα χρειαστεί πολύμηνη νοσηλεία και ποτέ δεν θα μιλήσει για το τι πήγε στραβά.

Τα παιδιά τους φιλοξενούνται από συγγενείς. Κι ένα απ’ αυτά, όταν έρχεται η ώρα να πάει σχολείο, στέλνεται σε ορφανοτροφείο, κάπου στα βόρεια προάστια της Αττικής. Στις αλλαξιές που κουβαλάει μαζί του θα ραφτεί με χρωματική κλωστή ο αριθμός που του αντιστοιχεί. Κανείς εκεί δεν αποκαλεί τα παιδιά με τ’ όνομά τους: «Να έρθει το 67 στην τραπεζαρία. 122 τι σου έχω πει;»

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Αλέξανδρος Στεφανίδης, Το Χάδι, εκδόσεις Άγρα

Οι τίτλοι των διηγημάτων είναι εύγλωττοι: «Το νούμερο», «Το ραδιοφωνάκι», «Το καψώνι», «Η μελέτη», «Ο σινεμάς», «Το επισκεπτήριο»… Όλη η βία, όλη η μοναξιά, όλο το έλλειμμα στοργής συμπυκνώνονται από τον Στεφανίδη σε εικόνες που δεν ξεχνιούνται εύκολα.

Βλέπεις το αγόρι να σέρνεται κάτω από τα κρεβάτια του θαλάμου, ψάχνοντας τα κομμάτια του τρανζίστορ που του κατάσχεσαν και νιώθεις στο ακέραιο την έντασή του όταν, κρεμασμένο στην εξωτερική καγκελόπορτα, με τα μάτια καρφωμένα στη στάση του λεωφορείου, περιμένει να φανούν οι κοντές γάμπες και τα τετράγωνα τακούνια της μάνας του. Αναγουλιάζεις με τις τιμωρίες που υφίσταται για ψύλλου πήδημα, μοιράζεσαι την απογοήτευσή του όταν στο «σινεμά» λογοκρίνεται πάραυτα κάθε σκηνή που δείχνει φιλί και, φυσικά, το καμαρώνεις όταν, παλικαράκι πια, ορθώνει ανάστημα στον σκληροτράχηλο επιμελητή του.

Δύο από τα πιο δυνατά διηγήματα της συλλογής, το «Τάμα» και ο «Φίλος», εκτυλίσσονται εκτός ιδρύματος. Το πρώτο, στην καμπίνα ενός πλοίου που μοιράζονται ο ήρωας, η μάνα του κι ένας μεσήλικας ασυρματιστής, κι όπου τον τόνο δίνουν οι συγκεχυμένοι ήχοι από ρούχα, στρωσίδια και κοφτές, ασθματικές ανάσες, φέρνοντας το αγόρι σε απόγνωση.

Το δεύτερο, στο σπίτι του μοναδικού κολλητού που έχει αποκτήσει στην εφηβεία του, στη διάρκεια μιας εκδρομής που θα τελειώσει πριν την ώρα της. «Μες τον ύπνο του, ένιωσε το χέρι του φίλου του ν’ αγγίζει τη φύση του που ήταν σε στύση. Τινάχτηκε σαν σε κακό όνειρο». Στο λεωφορείο, ωστόσο, της επιστροφής, η συγγνώμη γίνεται δεκτή με μια σπαρακτική αγκαλιά και με περίσσευμα κατανόησης.

Το «Χάδι» ολοκληρώνεται την ημέρα που ο ήρωας, πρωτοετής φοιτητής, κηδεύει τη μητέρα του κι ανακαλεί την τελευταία φορά που είχε νιώσει στο σώμα του τη ζεστασιά της: στα έξι του, σε συγγενική επίσκεψη, όταν εκείνη του δάγκωσε με τα υγρά της χείλη το αυτί του. Ίσως αυτή η ανάμνηση να πυροδότησε τη συγγραφή του βιβλίου.

Άραγε, θα γράψει κι άλλα ο Αλέξανδρος Στεφανίδης; Να η απάντηση του εκδότη του, Σταύρου Πετσόπουλου: «Πράγματι το υλικό των διηγημάτων είναι αυτοβιογραφικό, αλλά η οικονομία, η αποτελεσματικότητα της κάθε φράσης, η έλλειψη εύκολου αναθέματος, είναι στοιχεία που φανερώνουν λογοτέχνη. Ενδεχομένως θα δυσκολευτεί, αλλά θα ξαναγράψει». Μακάρι!

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ