Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

O λεσβιακός κύκλος της Ρομαίν Μπρουκς: τέχνη, τόλμη κι έρωτες στην αυγή του 20ου αιώνα

Κληρονόμος αμύθητης περιουσίας με τραυματική παιδική ηλικία, η Ρομαίν Μπρουκς έζησε μια κοσμοπολίτικη ζωή με τους δικούς της όρους, ζωγραφίζοντας τις γυναίκες που αγαπούσε και θαύμαζε

O λεσβιακός κύκλος της Ρομαίν Μπρουκς: τέχνη, τόλμη κι έρωτες στην αυγή του 20ου αιώνα

Τα παιδικά χρόνια της ζωγράφου Ρομαίν Μπρουκς εύκολα θα μπορούσαν να έχουν ξεπηδήσει από την πένα του Ντίκενς. Η Μπεατρίς Ρομαίν Γκοντάρ γεννήθηκε το 1874 και ήταν κόρη της πλούσιας κληρονόμου Έλλα Γουάτερμαν Γκοντάρ και του Ταγματάρχη Γκοντάρ. Το ζευγάρι είχε ήδη άλλα δύο παιδιά, την Μάγια και τον Στ. Μαρ και χώρισε σύντομα μετά τη γέννηση της μικρότερης κόρης του. Η Ρομαίν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας ταξιδεύοντας ανά την Ευρώπη με τα αδέλφια και την μητέρα της, η οποία ήταν μία δύσκολη και εκκεντρική προσωπικότητα. Ήταν δεσποτική με το υπηρετικό προσωπικό, διατύπωνε διαρκώς παράλογες απαιτήσεις, έγραφε ποίηση με θέμα τους δαίμονες, συμμετείχε σε σεάνς επιθυμώντας διακαώς να επικοινωνήσει με πνεύματα και κακοποιούσε συναισθηματικά και παραμελούσε την μικρότερη κόρη της. Η αλήθεια είναι πως σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά της, το ενδιαφέρον της Έλλα μονοπωλούσε ο μοναχογιός της, ο Στ. Μαρ, ο οποίος ήταν συναισθηματικά ασταθής και βίαιος, ενώ τον ταλαιπωρούσαν σωματικές και ψυχικές νόσοι. Η κατάσταση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα η ζωή της Ρομαίν να σημαδευτεί ανεξίτηλα από τα φρικτά παραληρήματα, τις βίαιες εξάρσεις και τις μακρές περιόδους ασθενείας του αδελφού της. Η μητέρα της λάτρευε και φρόντιζε αυτό το παιδί, παραμελώντας συστηματικά τη Ρομαίν. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι μάλιστα πως δεν αναφέρεται τίποτα και πουθενά για την άλλη αδελφή της, την Μάγια.

Κάποια στιγμή η Έλλα έφτασε στο σημείο να παρατήσει τη Ρομαίν σε μια φτωχιά πλύστρα στη Νέα Υόρκη. Η μικρή έζησε εκεί εγκαταλελειμμένη και σε συνθήκες απόλυτης ανέχειας, μέχρι που την αναζήτησε και την πήρε κοντά του ο παππούς της.

Οι τόνοι στους πίνακες της είναι ψυχροί και κυριαρχούν οι έντονες γραμμές. Τα πρόσωπα που ζωγραφίζει δεν είναι χαρούμενα ή ευτυχισμένα, αλλά δυνατά, ανθεκτικά και στρέφονται προς εκείνον που τα κοιτάζει, επιδιώκοντας να μονοπωλήσουν την προσοχή του και να καταστήσουν σαφές ότι ο πίνακας αυτός δεν είναι διακοσμητικός.

Αναφερόμενη στη ζωή της, η Μπρουκς πάντα έλεγε ότι δεν διατηρεί ούτε μία ευτυχισμένη ανάμνηση από την παιδική της ηλικία. Είτε ταξίδευε ανά τις ηπείρους με την καθόλου στοργική μητέρα και τον ολωσδιόλου απρόβλεπτο αδελφό της, είτε ήταν εσωτερική σε εξαιρετικά αυστηρά θρησκευτικά οικοτροφεία, όπου και πρωτοεκδηλώθηκε η σεξουαλική της έλξη προς τις γυναίκες. Στην εφηβεία μάλιστα αναγκάστηκε να περάσει ένα χρονικό διάστημα έγκλειστη σε ένα μοναστήρι στην Ιταλία.

“Una, Lady Troubridge” (1924), λάδι σε καμβά, Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.

Καθώς ήταν συναισθηματικά αποστασιοποιημένη από την οικογένεια της και υπερβολικά ανεξάρτητη, η Μπρουκς επιδίωξε πολύ νωρίς να κόψει τους δεσμούς με τη μητέρα της και να ζήσει την ζωή της, όπως η ίδια επιθυμούσε. Με την ενηλικίωση της απομακρύνεται μεν από τους Γκοντάρ, απορρίπτοντας τα σχέδια της μητέρας της για έναν πλούσιο γάμο, αλλά εξακολουθεί να εξαρτάται από εκείνη καθώς η Έλλα της παρείχε ένα περιορισμένο εισόδημα. Ξεκίνησε να σπουδάζει τραγούδι στο Παρίσι, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε και αποφάσισε να αφοσιωθεί στο ταλέντο της στο σχέδιο, στο οποίο είχε έφεση από μικρή. 

Το 1896 ξεκινάει τις σπουδές της στη Ρώμη, όπου ούσα η μοναδική φοιτήτρια υφίσταται σεξουαλική παρενόχληση από τους συμφοιτητές της. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στην Académie Colarossi στο Παρίσι. Τα έβγαζε πέρα ίσα ίσα με τα χρήματα που της έστελνε η οικογένεια της και κάποιους πίνακες που πουλούσε. Αποφάσισε να περνάει τα καλοκαίρια στο Κάπρι, όπου το κόστος ζωής ήταν σημαντικά χαμηλότερο και μπορούσε να βασίζεται στην αρωγή της κοινότητας καλλιτεχνών, συγγραφέων και ομοφυλοφίλων που είχε δημιουργηθεί. Το 1901 πεθαίνει ο αδελφός της και έπειτα από ένα χρόνο ακολουθεί η μητέρα της. Ξαφνικά το παραμελημένο κοριτσάκι που ζούσε στη σκιά των ασταθών συγγενών του μεταμορφώνεται εν μία νυκτί σε κληρονόμο αμύθητης κινητής και ακίνητης περιουσίας.

  

Η Ρομαίν, πλέον πραγματικά ανεξάρτητη και οικονομικά εξασφαλισμένη, αποφασίζει τότε να δημιουργήσει τις βέλτιστες συνθήκες για να ξεδιπλώσει το ταλέντο της. Προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα υποστεί ποτέ ξανά παρενοχλήσεις από άνδρες, αλλά και για να διατηρήσει μια κάποια εικόνα κοινωνικής "κανονικότητας" παντρεύεται τον Τζον Μπρουκς, έναν ομοφυλόφιλο λόγιο που είχε γνωρίσει στο Κάπρι. Διαψεύδεται όμως πικρά στην επιλογή της αυτή, καθώς εντελώς απροσδόκητα ο Τζον αρχίζει να απαιτεί από εκείνη να μετατραπεί σε μία καθώς πρέπει σύζυγο. Έπειτα από μόλις έναν χρόνο γάμου εγκαταλείπει κι εκείνον και την μονογαμία, και αρχίζει ξανά μια ζωή περιπλάνησης, αυτή τη φορά όμως με τους δικούς της όρους.

Δείτε 5 ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΗΣ ΡΟΜΑΙΝ ΜΠΡΟΥΚΣ

"Ida Rubinstein" (1923), λάδι σε καμβά, Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
"Γυναίκα με άνθη" περ. 1912, λάδι σε καμβά, Συλλογή Lucile Audouy, Παρίσι.
"H Eσταυρωμένη Γαλλία" 1914, λάδι σε καμβά, Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
“Peter (Μια Νεαρή Αγγλίδα)” (1923–24), λάδι σε καμβά, Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
Η Βαρώνη Emile D'Erlanger, 1924, λάδι σε καμβά, Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.

Η διαμονή της στην Βρετανία εξελίσσει την ζωγράφο, η οποία αναπτύσσει την παλέτα των γκρίζων και διακριτικών τόνων που τη χαρακτηρίζει κατά την παραμονή της στο St. Ives. Η πρώτη της ατομική έκθεση πραγματοποιείται το 1910 στις Galeries Durand-Ruel και για τις επόμενες δεκαετίες η Μπρουκς εδραιώνεται για τα καλά στον κύκλο των πλούσιων ομοφυλόφιλων, διανοούμενων και καλλιτεχνών του Παρισιού.  

Kαθώς δεν βιοποριζόταν από τα έργα της, η Ρομαίν Μπρουκς (φωτογραφημένη επάνω) περνάει την υπόλοιπη ζωή της ζωγραφίζοντας κατά βούληση. Επέλεγε με αυστηρά κριτήρια ποιον θα ζωγραφίσει και μάλιστα σπάνια χάριζε στα μοντέλα της τους πίνακές της. Δεξιά: “Αυτοπροσωπογραφία” (1923), λάδι σε καμβά, Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.

Καθώς δεν βιοποριζόταν από τα έργα της, η Ρομαίν Μπρουκς περνάει την υπόλοιπη ζωή της ζωγραφίζοντας κατά βούληση. Επέλεγε με αυστηρά κριτήρια ποιον θα ζωγραφίσει και μάλιστα σπάνια χάριζε στα μοντέλα της τους πίνακες της. Τα πορτραίτα που φιλοτεχνούσε συνθέτουν μία πινακοθήκη του ενδιαφέροντος κοινωνικού της κύκλου στο Παρίσι. Η Μπρουκς απαθανάτισε την διάσημη μπαλαρίνα Άϊντα Ρούμπινσταϊν, την πιανίστρια Ρενάττα Μποργκάτι, τον Ζαν Κοκτώ, και τον Ιταλό ποιητή Ντ' Ανούντσιο, με τον οποίο μάλιστα είχε και μία σύντομη σχέση, κατά παρέκκλιση της ομοφυλοφιλικής της κατεύθυνσης.

Έπειτα από πολλές σχέσεις με διάφορες γυναίκες, στην ηλικία των 41 ετών η Μπρουκς γνωρίζει την Αμερικανίδα συγγραφέα και μέλος της υψηλής κοινωνίας Νάταλι Μπάρνεϋ. Η σχέση τους ήταν έντονη, μη μονογαμική και διήρκεσε μέχρι τον θάνατο της Μπρουκς στο ιδιαίτερο σπίτι που έχτισαν με τέτοιον τρόπο ώστε να κατοικούν μεν μαζί, αλλά η Μπρουκς να διατηρεί την ανεξαρτησία, για την οποία πάσχισε τόσο πολύ. Η Νάταλι υπήρξε υποστηρικτική σύντροφός τόσο στο κομμάτι της ζωγραφικής (σ.σ.: βοήθησε με τις γνωριμίες της την Ρομαίν, ώστε να εκτεθούν έργα της σε μουσεία στην Αμερική), όσο και στην καθημερινή ζωή ανεχόμενη τον δύσκολο χαρακτήρα και την υποχονδρία της που αυξανόταν με τα χρόνια.

Η Ρομαίν Μπρουκς άφησε πίσω της ένα στιβαρό έργο, σχεδόν μονοθεματικό και εύκολα αναγνωρίσιμο. Η χρωματική της παλέτα θυμίζει πίνακες του Τζέιμς Μακνίλ Γουίσλερ. Οι τόνοι στους πίνακες της είναι ψυχροί και κυριαρχούν οι έντονες γραμμές. Τα πρόσωπα που ζωγραφίζει δεν είναι χαρούμενα ή ευτυχισμένα, αλλά δυνατά, ανθεκτικά και στρέφονται προς εκείνον που τα κοιτάζει, επιδιώκοντας να μονοπωλήσουν την προσοχή του και να καταστήσουν σαφές ότι ο πίνακας αυτός δεν είναι διακοσμητικός. Ούτε πρόκειται απλά για το πορτραίτο μιας οποιασδήποτε γυναίκας, αλλά για το πορτραίτο μιας προσωπικότητας. Οι γυναίκες της Μπρουκς δεν συμμορφώνονται με τις παραδοσιακές αντιλήψεις της εποχής περί θηλυκότητας και ομορφιάς, δεν υπάρχουν ως διακοσμητικά στοιχεία. Δέχονταν να ποζάρουν για εκείνη, γιατί γνώριζε τη δύναμη τους και δεν την έκρυβε, αλλά την ανέσυρε στην επιφάνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πορτραίτο της στενής της φίλης Γκλυκ, η οποία επιθυμούσε ο κύκλος της να την αποκαλεί Πήτερ. Πρόκειται για έναν υπέροχο πίνακα που αιχμαλωτίζει την αρρενωπότητα του στυλ της Γκλυκ και την υπόγεια θηλυκότητα της. Θα μπορούσε κανείς αρχικά να μπερδευτεί από την αυτοπεποίθηση και την ένταση, αλλά κοιτάζοντας προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του προσώπου ανακαλύπτει την λεπτότητα τους και την γυναικεία της φύση. Ακριβώς αυτή η περίπλοκη φύση, που απαιτεί να την ανακαλύψει κανείς, καθοδηγούσε την Μπρουκς τόσο στην ζωή όσο και στην τέχνη, επιτρέποντας στο έργο της να φωτίσει με τρυφερότητα και σαφήνεια μια ομάδα που βρισκόταν μεν στο περιθώριο της κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού. 

6 ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΡΟΜΑΙΝ ΜΠΡΟΥΚΣ 

Ο Θάνατος και η χωρική (La Mort et la Paysanne), 1930, μολύβι σε χαρτί. Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
Αναχώρηση, ca. 1930, μολύβι σε χαρτί. Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
Λήθη, 1930, μολύβι σε χαρτί. Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
Ένωση του Καλού και του Κακού (Unite du Bien et du Mal), 1930-1934, μολύβι σε χαρτί. Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
Άσκηση δακτύλων, ca. 1930 μολύβι σε χαρτί. Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.
Κεφαλόδεσμος, 1930, μολύβι σε χαρτί. Smithsonian American Art Museum, δωρεά της καλλιτέχνιδος.

Η έκθεση The Art of Romaine Brooks συνεχίζεται στο Smithsonian American Art Museum της Ουάσινγκτον ως τις 2 Οκτωβρίου 2016.