Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Γιάννης Βαρελάς ιντερνάσιοναλ!

Με αφορμή τo MONSTER, την έκθεση που ερευνά τα τέρατα που πραγματικά είμαστε, ο εικαστικός μιλά στο LIFO.gr για το ζαλιστικό του σλάλομ καριέρας από το L.A. στη Βιέννη, το Όσλο και την Αθήνα

Γιάννης Βαρελάς ιντερνάσιοναλ!

Ένα αεροπλανάκι, ένας κάκτος, μια καρδούλα, ένα σπιτάκι, πεταλούδες διάφορες, ο ιστός μιας αράχνης. Τα τατουάζ που έχει ο Γιάννης Βαρελάς είναι πολλά, αλλά τα χτυπάει μόνο στα χέρια και τα περισσότερα τα σχεδιάζει μόνος. Το πιο πρόσφατο είναι ένας βομβιστής. Είναι αδύνατος, αλλά αποφασισμένος και το φιτίλι στην βόμβα δίπλα του έχει ήδη ανάψει. Έχουν κάτι από την απλότητα και την αιχμή του αλλά ούτε σταγόνα από τα έντονα χρώματα των έργων του. Ο διεθνής Έλληνας εικαστικός, περιζήτητος σε όλον τον κόσμο για τον τρόπο που μπλέκει στον καμβά προσωπικές ιστορίες, αφηρημένα σύμβολα, ρεαλιστικά στοιχεία, μορφές και πλάσματα, άλυτα ζητήματα και κοινωνικές ανησυχίες επιστρέφει στην Αθήνα και παρουσιάζει στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση τα νέα του έργα, σε μια έκθεση που έχει τίτλο "Monster" κι εξερευνά πόσο τέρατα στην πραγματικότητα είμαστε κάτω από αυτό που υποδυόμαστε.

Ο Γιάννης Βαρελάς μεγάλωσε στην Πεύκη, αλλά σήμερα ζει μεταξύ Αθήνας, Βιέννης και Λος Άντζελες. "Ήμουν μοναχοπαίδι και τους βγήκα δυσλεκτικός κι έτσι η μητέρα μου έφτιαξε όλο τον τοίχο του δωματίου μαυροπίνακα. Ήταν το τρόπος μας να συνεννοούμαστε. Έτσι ξεκίνησα το σχέδιο, το οποίο ακόμα αποτελεί για 'μένα τον πιο άμεσο τρόπο επικοινωνίας. Με βοήθησε τρομερά. Εκφραζόμουν, σχεδίαζα, έφτιαχνα μια δική μου επικοινωνία, έβλεπα εκεί τις εικονογραφημένες ιστορίες που έκανε η μητέρα μου". Και πώς από τον παιδικό μαυροπίνακα κατέληξε στην Καλών Τεχνών; "Όχι από ταλέντο αλλά από αδυναμία να επιτύχω -λόγω δυσλεξίας- σε άλλες σχολές. Ακόμα κι εκεί δυσκολεύτηκα πολύ. Πέρασα στην Θεσσαλονίκη με την δεύτερη φορά. Η Καλών Τεχνών της Αθήνας είναι μια σχολή στην οποία δεν πέρασα, ποτέ αλλά ήρθα ως μεταγραφή".


Έκανε μεταπτυχιακό στο φημισμένο Royal College of Art του Λονδίνου, αλλά τα χρόνια του εκεί περνούσαν άθλια. Σε μια έκθεση στο εξωτερικό τον εντόπισε η σημερινή του γκαλερίστα στην Aυστρία και τον προκάλεσε να συμμετάσχει σε ένα συγκεκριμένο project. "Τελικά έμεινα δέκα χρόνια. Η Βιέννη έχει μια underground σκηνή για την οποία εμείς εδώ δεν είχαμε πάρει μυρωδιά. Βούτηξα σε αυτή και ανακάλυψα μια γοητευτική δυναμική που δεν ήταν trendy σαν του Βερολίνου, ούτε γκράντε σαν του Λονδίνου. Εχει σημασία για μένα η πόλη γι' αυτό δεν μπορώ ποτέ να πάψω να ταξιδεύω. Αναζητώ τις εναλλαγές, θέλω τις νέες προσλαμβάνουσες. Δεν πάω κάπου για να μου δώσει κάτι, το βρίσκω εκεί", λέει.

Μου αρέσει να αισθάνομαι ότι είναι απλωμένη στον πλανήτη η δουλειά μου. Η σχέση που διαμορφώνεις με τους ανθρώπους της τέχνης και τους συλλέκτες μέσα στο χρόνο επίσης είναι σπουδαία υπόθεση. Είναι μια συγγένεια που έχεις επιλέξει.

Ένα στούντιο και μια φωτεινή, αλλά ερημική ζωή στο Λος Άντζελες. Ένας δεύτερος χώρος δημιουργίας μαζί με ένα ακόμα σπίτι στην Βιέννη. Μια αποθήκη στην Αθήνα και ημερολόγιο γεμάτο πτήσεις. Η καθημερινότητα του Γιάννη Βαρελά είναι ζαλιστική, το πρόγραμμά του κλεισμένο για πολλούς μήνες τον δεσμεύει να δουλεύει συγχρόνως σε διάφορα project. Με το ένα χέρι μιλά στο τηλέφωνο και ρυθμίζει τις τελευταίες λεπτομέρειες της έκθεσης στην Στέγη, με το άλλο τυλίγει με τους συνεργάτες του έργα που μόλις πωλήθηκαν και σε δύο ώρες "πετούν" για Ελβετία. Στο πίσω μέρος του μυαλού υπάρχουν το επόμενο project που ετοιμάζει για το Ελσίνκι, μια έκθεση στην Νέα Υόρκη πριν από τα Χριστούγεννα, μια ανοιξιάτικη στο Όσλο, μια καλοκαιρινή στην Ρωσία (με σύγχρονους καλλιτέχνες που με κάποιο τρόπο έχουν εμπνευστεί από τον Ματίς) και οι λίγες μέρες ξεκούρασης που παραδοσιακά περνάει στις Κυκλάδες. Αλλά αν κρίνω από τον τρόπο που φωτίζεται το πρόσωπό του όταν περιγράφει τα έργα του, τότε είμαι σίγουρη: ο Γιάννης Βαρελάς βαθιά μέσα του ξέρει πως είναι πια υπολογίσιμη δύναμη μιας διεθνούς εικαστικής κοινότητας από την οποία δεν μπορεί και δεν θέλει να αποχωρίσει.

— Πότε καταλάβατε ότι όντως θέλετε να γίνετε καλλιτέχνης.

Στο τρίτο έτος της σχολής που ξεκίνησα να οργανώνω την δική μου γλώσσα. Γενικά οι φοιτητές της Καλών Τεχνών παίρνουν σχετικά νωρίς έναν χώρο, φτιάχνουν το ατελιέ τους κι αρχίζουν να δημιουργούν. Εγώ επί τρία χρόνια κατέβαινα σπανίως στο ατελιέ αφού την έβρισκα να κάθομαι στην βιβλιοθήκη και να παρατηρώ τα πάντα. Ήταν όλα λίγο θολά για μένα. Εξού και στην δουλειά που παρουσιάζαμε κάθε 6μηνο εγώ είχα τα λιγότερα έργα. Η καθηγήτριά μου, η Παπασπύρου πάντα με ρωτούσε: "Τι θα γίνει; Θα δουλέψεις ποτέ;". Εγώ βέβαια, συνέχιζα το βιολί μου: έψαχνα στην βιβλιοθήκη τα κινήματα και τσαλαβουτούσα εδώ κι εκεί. Στο τρίτο έτος αποφάσισα ότι θα κάνω μόνο σχέδιο και έφτιαξα τις πρώτες μου ασπρόμαυρες φιγούρες με τα μούσια που αποτέλεσαν το υλικό για την πρώτη μου έκθεση".

H έκθεση που έχει τίτλο "Monster" εξερευνά πόσο τέρατα στην πραγματικότητα είμαστε κάτω από αυτό που υποδυόμαστε.

— Δεν είναι πολύ κόντρα οι δύο πόλεις στις οποίες ζείτε;

Αυτό που κατ' αρχήν είναι διαφορετικό στις δύο πόλεις δεν είναι ο καιρός, αλλά η καθημερινότητα. Στην Βιέννη θα ξυπνήσεις, θα πας στο καφενείο για δυο- τρεις ώρες, θα συναντήσεις και θα συνομιλήσεις με ανθρώπους που ανήκετε στην ίδια κοινότητα. Επίσης όταν είσαι στο στούντιο, σίγουρα θα χτυπήσει το κουδούνι και κάποιος θα περάσει να σε δει να πιείτε καμιά μπύρα. Στο Λος Άντζελες αυτό δεν γίνεται για κανέναν λόγο διότι για να σε επισκεφθεί κάποιος πρέπει να οδηγήσει μιάμιση ώρα. Είναι σίγουρα η πόλη στην οποία έβαλα χρώμα στην δουλειά μου, εκεί όπου δουλεύω περισσότερο. Εκεί βγάζω την μεγαλύτερη παραγωγή της χρονιάς.

— Το ταξίδι στο Λος Άντζελες έγινε με κάποιο σκοπό;

Έγινε μια περίοδο που είχα πια στομώσει στη Βιέννη κι αναζητούσα τρόπο να αλλάξω την δουλειά μου. Τότε ακόμα έκανα σχέδια και μεγάλα κολάζ με ελάχιστο χρώμα. Μόνο στα βίντεό μου έβαζα χρώμα. Ήθελα να είναι η Αμερική ο τόπος που θα πάω αλλά την Νέα Υόρκη την θεωρούσα τόσο δραστήρια που σχεδόν με τρέλαινε. Έχω πάντα την αίσθηση ότι κάτι χάνω σε αυτήν την πόλη. Κάθεσαι να πιεις έναν καφέ και σε πνίγουν οι τύψεις γιατί κάπου αλλού γίνεται κάτι που έχει τρομακτικό ενδιαφέρον και θα έπρεπε να είσαι εκεί. Η πληροφορία που διαχέεται εκεί μέσα είναι ατελείωτη. Έτσι πήγα στο ακριβώς αντίθετο: το Λος Άντζελες. Είναι μια αχανής περιοχή, γεμάτη μικρά χωριά. Ο καθένας αράζει στο δικό του. Για να συναντηθείς με κάποιον πρέπει να το κανονίσεις από μέρες. Κι έτσι αυτούς που αγαπάς τους βλέπεις το πολύ μια φορά την εβδομάδα.

— Οι αλλαγές έγιναν γρήγορα με το που φτάσατε εκεί;

Ναι και ήταν δραστικές. Ήταν για μένα καιρός να μπω στον κόσμο της ζωγραφικής και μέσα από αυτήν να δω πια την δουλειά μου. Έκανα στροφή 180 μοιρών. Αναζήτησα πράγματα πιο άμεσα, πιο ζωντανά. Βρήκα άλλους συσχετισμούς, άλλους τρόπους, άλλες ώρες στο στούντιο. Ο τρόπος που η τέχνη ήταν από τη δεκαετία του '50 συνδεδεμένη με το κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά και η παράδοση που έχει η πόλη με την ζωγραφική, με τα κινήματα, τον ακτιβισμό, τα θέατρα δρόμου με ιντρίγκαραν πολύ. Ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω κάτι γιατί στο κοινό εκεί θα αρέσει μια πιο φωτεινή πλευρά μου. Ο κόσμος δεν έχει προδιαγραφές, ο κόσμος μπαίνει σε έναν διάλογο μαζί σου και αν του κάνεις σε ακολουθεί.

— Έχετε σκεφτεί πως θα ήταν όλα αυτά σήμερα αν δεν είχατε φύγει ποτέ από την Ελλάδα;

Όχι. Η Ελλάδα είχε πάντοτε δυσκολίες. Ποτέ δεν μπορούσε να επικοινωνήσει εύκολα με τη διεθνή εικαστική σκηνή. Όταν τελείωνα την σχολή ήταν η εποχή που στην εγχώρια αγορά τέχνης έσκαγε μια ολόκληρη νέα γενιά. Τότε για παράδειγμα το Κολωνάκι έχανε τη δυναμική του και αναπτύσσονταν οι γειτονιές του Μεταξουργείου, του Ψυρρή. Τότε οι επιμελητές στην Ελλάδα τόλμησαν να χρησιμοποιούν ως υλικό στις εκθέσεις τους όχι μόνο δημιουργίες των καθιερωμένων, αλλά και των νέων καλλιτεχνών. Ολη αυτή την φόρα την χάσαμε γιατί δεν υπήρξαν υποδομές να την στηρίξουν. Δεν είχαμε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης να καθιερώσει αυτή τη νέα σκηνή και να φέρει εκθέσεις για να πάει το πράγμα παρακάτω. Σκέψου πως οι καλλιτέχνες της γενιάς μου για να δουν σύγχρονη τέχνη ή ταξίδευαν στο εξωτερικό ή περίμεναν από τις εκθέσεις της Bernier.

Η δουλειά μου πάντα είχε να κάνει με κοινωνικά ζητήματα. Αυτή τη φορά διαπραγματεύομαι έννοιες όπως αυτή της προσπάθειας, της αναμονής, του εμμονικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά και την κουλτούρα της διόγκωσης της ταυτότητας του ανθρώπου στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Η documenta μπορεί να ξαναδώσει ώθηση στην εγχώρια σκηνή;

Η documenta μόνο καλό θα κάνει απ 'όπου κι αν το δεις. Αφενός προέκυψε μια συζήτηση για το τί είναι ένας μεγάλος εικαστικός θεσμός και πώς μπορούμε να διοργανώσουμε εμείς κάτι ανάλογο. Αφετέρου είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπαίνει η Αθήνα σε ένα διεθνή χάρτη. Το ίδιο συνέβη και με την Μπιενάλε της Αθήνας. Ποτέ σε τόσο μεγάλους θεσμούς δεν κοιτάς αν ενεπλάκησαν πολύ ή λιγότερο από όσο θα θέλαμε οι Έλληνες καλλιτέχνες. Κοιτάς ότι στη συνείδηση του ευρέος κοινού αυτά τα πράγματα λειτουργούν ως "αποσυντηρηκοποιητές". Η άμεση σχέση του κόσμου με την σύγχρονη τέχνη σε δεκάδες σημεία της πόλης είναι πολύτιμο κέρδος. Ούτε μπορώ να ακούω αν έπρεπε να είναι τόσο πολιτικοποιημένη η διοργάνωση διότι από μόνη της η documenta είναι πολιτική καθώς αναδεικνύει την αισθητική μιας εποχής. Η αισθητική, ως αμιγώς συνδεδεμένη με το ηθικό πεδίο, μοιραία συνδέεται με την πολιτική.
Από εκεί και πέρα το πώς αισθητικοποιείς ένα πολιτικό ζήτημα και το αν πέτυχες εκεί χωράει πολλή κουβέντα.

— Φεύγοντας από την Ελλάδα γλιτώσατε από την "υποχρέωση" να μιλάτε πολιτικά με τα έργα σας;

Κατά μία έννοια όλα τα έργα είναι πολιτικά. Είναι σημείο των καιρών αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. Αλλά επιμένω ότι το πλαίσιο είναι που δίνει πολιτική διάσταση στα πράγματα. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη Μπιενάλε στο Μουσείο Γουίτνεϊ, η Ντάνα Σουλτς παρουσίασε τον πίνακα "Open Casket", ένα ζωγραφικό πορτρέτο -σε ανοικτό φέρετρο- του Εμετ Τιλ. Ως γνωστόν ο 14χρονος Αφροαμερικανός , σύμβολο του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων, δολοφονήθηκε από δύο λευκούς άνδρες στο Μισισιπή το 1955 διότι τόλμησε να φλερτάρει με λευκή υπάλληλο καταστήματος. Σας πληροφορώ ότι με το που είδε το έργο, η μαύρη κοινότητα της Αμερικής ξεσηκώθηκε και απαίτησε να κατέβει διότι θεωρούσε πως μια "λευκή ζωγράφος δεν μπορεί να διαχειριστεί τα δικά της ζητήματα. Βλέπεις πως πάντα υπάρχει λόγος να δεις κάτι πολιτικά αλλά και λόγος να αφήσεις την πολιτική απ' έξω. Κατά τα άλλα η πολιτική στα πλαίσια του εφήμερου είναι διαχειριστικό και βαρετό θέμα. Στο ιστορικό της πλαίσιο έχει για μένα ενδιαφέρον.

— Στην Αμερική βέβαια ο Τραμπ είχε απέναντί του ένα ολόκληρο καλλιτεχνικό μέτωπο.

Όντως. Κατάφερε να πολιτικοποιήσει ξανά ακόμα κι όσους Αμερικάνους δεν είχαν καμία επαφή με την πολιτική. Τώρα πια έχουν αφυπνιστεί όλοι. Στο Λος Άντζελες για παράδειγμα είχαμε τέσσερις τεράστιες διαδηλώσεις, το οποίο δεν είναι κάτι σύνηθες. Ο Τραμπ είναι τυπικό παράδειγμα του πώς μπορεί κανείς να βρει θετικές προεκτάσεις σε ένα πράγμα αντικειμενικά κακό.

— Φαντάζομαι είδατε τα έργα-σχόλια του Αϊ Ουέι Ουέι για το προσφυγικό. Εσάς σας κινητοποιούν αυτά τα θέματα;

Εγώ δεν θυμάμαι ποτέ την Ελλάδα να μην βάλλεται από τέτοια σοβαρά ζητήματα. Πάντα υπάρχει κάτι τρομακτικό να "πατήσεις". Αλλά δεν θα το κάνω γιατί μου φαίνονται εύκολες κι υπερβολικές αυτές οι αντιδράσεις.

— Στην δική σας έκθεση της Στέγης τι θα δούμε;

Η δουλειά μου πάντα είχε να κάνει με κοινωνικά ζητήματα. Αυτή τη φορά διαπραγματεύομαι έννοιες όπως αυτή της προσπάθειας, της αναμονής, του εμμονικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά και την κουλτούρα της διόγκωσης της ταυτότητας του ανθρώπου στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας. Με ενδιαφέρει πολύ να δω τι υπάρχει κάτω από την προσπάθεια κάποιου να γίνει κάτι. Ποιος είναι τελικά ο εαυτός μας χωρίς τους μηχανισμούς που στηρίζουν την ταυτότητά μας. Έτσι προέκυψε και ο τίτλος το Monster.

Post Workout, ​Γιάννης Βαρελάς

— Έργα και πάλι μεγάλου μεγέθους. Τα προτιμάτε νομίζω.

Ο τύπος της δουλειάς που κάνω είναι ευκολότερο να αποδοθεί σε μεγάλες επιφάνειες. Τα μικρά έργα, από την σχολή ήδη, για κάποιο λόγο πάντα τα απέφευγα. Είναι η σχέση που έχεις με το αντικείμενο. Μου αρέσει η σχέση ένα προς ένα. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Είμαι εγώ. Όπως περπατάω γρήγορα σαν τον μουρλό, όπως αφαιρούμαι, έτσι ζωγραφίζω σε μεγάλο καμβά.

— Για την αφηρημάδα σας έχω ακούσει πολλές ιστορίες.

Ναι είναι μνημειώδεις πια. Μια φορά στην Βασιλεία, έμενα λίγο πιο μακριά από το χώρο της έκθεσης και μπαίνοντας στο αμάξι για να επιστρέψω στο ξενοδοχείο αρχίζω να σκέφτομαι διάφορα. Αρκετά μετά βλέπω μια ταμπέλα που έλεγε "Παρίσι 200χλμ". Έτσι συνειδητοποίησα πως πέρασαν δυο ώρες κι εγώ πήγαινα στο πουθενά. Στην Αθήνα πάλι προχθές ξέχασα ότι πήγαινα σπίτι και το διαπίστωσα όταν είχα φτάσει πάλι στο πουθενά. Γενικά έχω πληρώσει την αφηρημάδα σε βενζίνη.

— Έργα σας υπάρχουν πια σε διάφορες συλλογές σε όλον τον κόσμο; Έχεις αγωνία για το πού καταλήγουν;

Όχι υπαρξιακή, ούτε και συναισθηματική. Με ενδιαφέρει να είναι σε μια καλή συλλογή, να είναι προσβάσιμα, να μπορώ να τα ανακαλέσω για έκθεση αν χρειαστεί. Μου αρέσει να αισθάνομαι ότι είναι απλωμένη στον πλανήτη η δουλειά μου. Η σχέση που διαμορφώνεις με τους ανθρώπους της τέχνης και τους συλλέκτες μέσα στο χρόνο επίσης είναι σπουδαία υπόθεση. Είναι μια συγγένεια που έχεις επιλέξει.

Info:

Monster, Γιάννης Βαρελάς

7 Ιουνίου –16 Ιουλίου 2017

Εκθεσιακός Χώρος: 12:00-21:00

Είσοδος ελεύθερη