Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

10 εικαστικές εκθέσεις θα θυμόμαστε από το 2020

Παρά τη γενική απορρύθμιση που προκάλεσε η πανδημία, το 2020 υπήρξε μία χρονιά πλούσια σε ενδιαφέροντα εικαστικά ερεθίσματα.

10 εικαστικές εκθέσεις θα θυμόμαστε από το 2020

Η τέχνη αντέδρασε με σβελτάδα και δυναμισμό στη σφοδρή πλαγιομετωπική εμβολή του κορωνοϊού στο αμέριμνο σκάφος της καθημερινότητάς μας. Όμως οι προσαρμοστικές απόπειρές της δεν οδήγησαν σε σπουδαίο αποτέλεσμα.

Από τη μία, η ολική μεταφορά της εικαστικής ζωής στο Ίντερνετ δεν κατόρθωσε να αναπληρώσει το κενό που δημιουργούσαν τα κλειστά μουσεία και οι γκαλερί. Και από την άλλη, η τέχνη που δημιουργήθηκε ως απάντηση στην πανδημία του κορωνοϊού παρουσίαζε τα ίδια προβλήματα με εκείνην που δημιουργήθηκε προ τετραετίας περίπου, κατά την κορύφωση της μεταναστευτικής κρίσης, επειδή το «τραύμα» που η τέχνη επιδίωκε να επουλώσει ήταν και πάλι υπερβολικά νωπό για να μπορέσει να το διαχειριστεί.

Έτσι, η «anti-Covid-19 τέχνη» δεν φιγουράρει στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς. Ωστόσο, οι ίδιες οι λίστες δεν είναι καθόλου φτωχές μία και, στην Αθήνα, που οι περίοδοι του lockdown δεν είχαν μικρή διάρκεια, υπήρξαν τουλάχιστον 10 αξιομνημόνευτες εκθέσεις, οι οποίες παρουσιάζονται παρακάτω, ακολουθώντας την ημερολογιακή σειρά των εγκαινίων τους και κανένα άλλο κριτήριο μεταξύ τους αξιολόγησης.

Η έκθεση «Ubuntu» στο ΕΜΣΤ πρόσφερε στο αθηναϊκό κοινό την απίθανη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με ένα φάσμα της σύγχρονης τέχνης που αυτήν τη στιγμή θεωρείται περιζήτητο.

O Αμερικανός καλλιτέχνης και ακαδημαϊκός Michael Ashkin, προσκεκλημένος του ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού πολιτιστικού οργανισμού Kaktos Project που ιδρύθηκε από την καλλιτέχνιδα Καρολίνα Μέη, παρουσίασε μια εντυπωσιακή σειρά φωτογραφιών ερήμωσης ίσως και ατίμωσης του φυσικού τοπίου, μέσω των οποίων αναγνωρίζει και καταγράφει το αποτύπωμα της βίας που ασκεί σε αυτό ο άνθρωπος, είτε εξαιτίας των δραστηριοτήτων του είτε επειδή απλά περιλαμβάνεται στην ιδιοκτησία του και το προστατεύει.

Michael Ashkin


Ελένη Χριστοδούλου, «Αμφίρροποι χώροι - Αναρχικές ταυτότητες», στην γκαλερί The Breeder: Μία σειρά από υφασμάτινα γλυπτά μας προκαλούσαν να υπερβούμε τους προϊδεασμούς μας σχετικά με τα στερεότυπα που διαχωρίζουν τα φύλα. Για την ακρίβεια εξέθεταν μία διευρυμένη αντίληψη της θηλυκότητας, με στόχο να δείχνει απαλλαγμένη η ίδια από το γενικότερο, αλλά και προσωπικό της, αίτημα να σφυρηλατείται προς όφελος του ανδρικού βλέμματος. Το αποτέλεσμα ήταν να αντικρίζουμε μορφές που, ενώ ήταν τόσο παράξενες, δεν θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε τη θηλυκότητα τους. Και ενώ η εν λόγω εύχυμη queen size θηλυκότητα ήταν εντελώς ανοίκεια ήταν και άλλο τόσο αληθινή, με αποτέλεσμα κανείς από τους θεατές να μη φεύγει ατάραχος (με την καλή έννοια).

Eleni Christodoulou, Ey, 2018, Courtesy Τhe Breeder Αthens


Οι ατομικές εκθέσεις «Μπουφάν» της Μυρτώς Ξανθοπούλου και «Predella» του Κώστα Tζημούλη που παρουσιάστηκαν συγχρόνως στον χώρο ΟΧΤΩ, της ομάδας Nova Melancholia: Η Μυρτώ Ξανθοπούλου δημιούργησε γλυπτικές συνθέσεις με υλικά που θα θεωρούνταν αναλώσιμα ή περισσεύματα υλικών σε ένα καλλιτεχνικό ατελιέ. Ας πούμε: βάτα ραπτικής, ριζόχαρτο, σελοτέιπ, άσπρο καρμπόν, καρφίτσες, πινέζες και άλλα ανάλογα. Επρόκειτο για πρόχειρες, γρήγορες και ευπαθείς κατασκευές, ασύλληπτης λεπτουργικής τελειότητας. Κάθε έργο λοιπόν θα έπρεπε «να είναι» το μπουφάν. Και κάθε «μπουφάν» θα έπρεπε κάπως να στέκεται μόνο του χωρίς υποστήριγμα. Η αίσθηση της πρόσκαιρης σύνθεσης για κάθε ένα από τα «μπουφάν» είχε τη σημασία της.

Γενικότερα, τα «έργα-μπουφάν» στέκονταν ως μία έκφραση της ματαιότητας των πάντων, αλλά και της βίας και της τριβής που η ζωή προκαλεί στα πάντα. Στην καθημερινότητά μας, το μπουφάν είναι ένα ρούχο που κάποιος αφήνει πίσω του. Ως εκ τούτου, μπορεί να λειτουργήσει ως πυκνωτής του θρήνου για μία απώλεια. Είναι ταυτόχρονα ένα αγκάθι και κάτι οικείο και αγαπητό. Επειδή και κάθε «μπουφάν» έχει αυτόν τον διπλό ρόλο, τα έργα προσπαθούν να προτείνουν κάτι, χάρη στο οποίο θα επερχόταν μια συμφιλίωση με το απομεινάρι της απώλειας. Κι ας παραμένει αυτό το απομεινάρι πάντα εκεί, για να κραυγάζει και να οδύρεται για την απώλεια.

Η «Predella» του Κώστα Τζημούλη ήταν μια σειρά έργων με τα οποία κορυφώθηκε μία ενότητα πού ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, με την εξαιρετική έκθεση που είχε τίτλο «Χωρίς αρματούρα». Σε σχέση με εκείνα τα πρώτα έργα, τα φετινά ήταν πιο γεωμετρικά, απόκτησαν χρώμα, συνοδεύονταν από σχέδια, φωτογραφίες και βίντεο. Ο τίτλος «Predella» σημαίνει βάθρο ή σκαλί πάνω στο οποίο στηρίζεται ένας βωμός. Στη ζωγραφική του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, Predella ονομαζόταν και η σειρά πινάκων μικρού μεγέθους που τοποθετούνταν στο κάτω μέρος ενός σημαντικού ζωγραφικού πολύπτυχου μεγάλων διαστάσεων. Τα έργα της έκθεσης λοιπόν προσδιόριζαν έναν βασικό και αναγκαίο όγκο, που όμως ο ίδιος ήταν απών. Στέκονταν στον χώρο ως ίχνη αυτού που λείπει. Και εξωθούσαν τον θεατή να διερωτάται τι είναι το καίριο που δεν βρίσκεται εκεί.

Άποψη της έκθεσης «Μπουφάν» της Μυρτώς Ξανθοπούλου.


Zoë Paul, «Η ζαργάνα μου», στην γκαλερί The Intermission: Η λαϊκότροπη μεταφορική χρήση της λέξης «ζαργάνα» δηλώνει μία κοπέλα με όμορφο σώμα, παράστημα και κίνηση. Διατηρώντας πάντα θετική διάθεση, αλλά προχωρώντας στο αμέσως επόμενο επίπεδο συμπαραδηλώσεων, που είναι κάπως πιο θολό, η χρήση της λέξης σημαίνει επίσης ότι η κοπέλα αυτή είναι το αντικείμενο της επιθυμίας εκείνου που την αποκαλεί έτσι. Σημαίνει ακόμα ότι, a priori και στο μυαλό εκείνου που τη λέει «ζαργάνα του», εκείνη οφείλει ή θέλει να είναι ανοικτή στο λάγνο κάλεσμά του.

Γενικότερα, η μεταφορική χρήση της λέξης «ζαργάνα» περιλαμβάνει ολόκληρη την γκάμα προθέσεων και υπονοούμενων, ξεκινώντας από μία απλή, ενθουσιώδη αλλά συγκρατημένη φιλοφρόνηση και φτάνοντας ως τη φιλήδονη πρόσκληση σε μία ερωτοτροπία. Από αυτήν την ερωτοτροπία, με ευελιξία και σβελτάδα αληθινής θαλάσσιας ζαργάνας, η γυναίκα στην οποία απευθύνεται ο χαρακτηρισμός, θα όφειλε παιχνιδιάρικα να προσποιηθεί ότι θέλει να διαφύγει, για να φανεί ότι αντιστάθηκε ελαφρά, πριν την τελική άλωσή της.

Η Zoë Paul, πού έχει γεννηθεί στην Αγγλία από Νοτιοαφρικανούς γονείς, αλλά έχει μεγαλώσει στα Κύθηρα, απάντησε σε αυτήν τη σεξιστική, παρά την όποια αθωότητά της, παραδοσιακή χρήση της λέξης «ζαργάνα», δημιουργώντας μία σειρά από εντυπωσιακής ομορφιάς και τελειότητας σχέδια, επιτοίχια κεραμικά και μπρούντζινα γλυπτά, όπου κυριαρχεί η μορφή του ψαριού και μία σειρά από κεραμικά δοχεία-γλυπτά, αφηρημένου ανθρωπόμορφου χαρακτήρα, που απαντούν σε όλο το φάσμα συνειδητών και ασυνείδητων προθέσεων που περιλαμβάνει η χρήση της λέξης. Δημιούργησε έτσι ένα πολύ υποβλητικό, αμφίβολο περιβάλλον, από το οποίο αναδυόταν το σκοτεινό φέγγος της επιθυμίας και των φραγμών που μπορεί να την παιδεύουν, απ' όποια κατεύθυνση και αν αυτοί εκπορεύονται εντός του συστήματος της διαφοράς των φύλων.

Zoë Paul, Octopus. © Boris Kirpotin, courtesy The Intermission


«Η σταύρωση του Θανάση Τότσικα» στον νέο χώρο Akwa Ibom, στα Εξάρχεια, και σε επιμέλεια της Μάγιας Τούντα, που είναι η μία εκ των δύο ιδρυτριών του: Μέσα από μία πλούσια σειρά σχεδίων και ζωγραφικής σε χαρτί, που απεικόνιζαν τον ίδιο τον καλλιτέχνη να σταυρώνεται σαν τον Ιησού και να αποκαθηλώνεται ή να ανεβαίνει μια πλαγιά, σηκώνοντας στην πλάτη του ένα αφόρητο βάρος, ο θεατής παρακολουθούσε τη συγκινητική επιμονή του Τότσικα να οδηγηθεί σε μια ποιητική πύκνωση του άχθους – του ψυχικού φορτίου, που εξωθεί στο να τα βλέπεις όλα γύρω σου μάταια. Το ζητούμενο έμοιαζε να είναι η σύγκλιση ολόκληρης της σύνθεσης σε μία μόνο γραμμή –σε μία μονοκοντυλιά– που θα συνόψιζε όλο τον βιωμένο πόνο, χωρίς όμως να περιορίζει την έντασή του.

«Η σταύρωση του Θανάση Τότσικα». © Γιάννης Χατζηασλάνης, courtesy Akwa Ibom


Σταυρούλα Σακκά, «Ντουμπλέν», Αίθουσα Νίκος Κεσσανλής, ΑΣΚΤ: Μία λαμπερή περίπτωση πτυχιακής εργασίας για την αποφοίτηση από το τμήμα χαρακτικής της Σχολής, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ τις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Ήταν ένα έργο ολοκληρωμένο και αξιοθαύμαστο τόσο για την τελειότητα της εκτέλεσης, όσο και για την εννοιολογική βάση των χαρακτικών που προσέγγιζαν ζητήματα της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας, της έμφυλης ταυτότητας και των παιχνιδιών ρόλων που γεννά και εξελίσσει η φαντασίωση. Και όλα αυτά με αναφορές στο περίφημο έργο «Το όνειρο της γυναίκας του ψαρά» του σπουδαίου Ιάπωνα χαράκτη της εποχής Έντο (18ος-19ος αι.) Κατσουσίκα Χοκουσάι.

Σταυρούλα Σακκά, «Ντουμπλέν»


Οι δύο παράλληλες εκθέσεις του Διονύση Καβαλλιεράτου: Η πρώτη στο Ηρώδειο, με συνδιοργάνωση του Οργανισμού Πολιτισμού ΝΕΟΝ και του Φεστιβάλ Αθηνών, και η δεύτερη, που περιλάμβανε κυρίως σχέδια με μολύβια και παστέλ, στην γκαλερί Bernier/Eliades. Ένας συγκλονιστικός «χορός του θανάτου», στον οποίο οι χορευτές εκπροσωπούν τη σύγχρονη ανθρώπινη τραγωδία που στις μέρες μας σκοντάφτει και προσγειώνεται στο σατυρικό δράμα. Μία δουλειά σπάνιας τελειότητας από κάθε άποψη, με θαυμαστή δύναμη και όσο σαρκασμό χρειάζεται για τη σίγουρη μετάβαση μέχρι το τέρμα της πορείας, που είναι η ολοκληρωτική απόγνωση.

Διονύσης Καβαλλιεράτος, Οι Σταμνούλες, 2019. Αποπροσανατολισμένος χορός / Παραπλανημένος πλανήτης © Ναταλία Τσουκαλά / Ευγενική παραχώρηση του ΝΕΟΝ και του καλλιτέχνη


Η έκθεση «Ubuntu» με έργα σύγχρονης αφρικανικής τέχνης από τη συλλογή Χάρη Δαυίδ στο ΕΜΣΤ: Mία πολύ συγκροτημένη έκθεση, με εξαιρετική σκηνογράφηση για την παρουσίαση των εκθεμάτων, πρόσφερε στο αθηναϊκό κοινό την απίθανη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με ένα φάσμα της σύγχρονης τέχνης που αυτήν τη στιγμή θεωρείται περιζήτητο. Ο άλλος λόγος για τον οποίο θα άξιζε να θυμάται κάποιος το «Ubuntu» είναι ότι αποτέλεσε την επιτυχημένη ενεργοποίηση ενός νέου θεσμού εκθέσεων για το ΕΜΣΤ, οι οποίες θα χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου και θα παράγονται από ιδιώτες χορηγούς.

Kemang Wa Lehulere (1984, Κέιπ Τάουν, Νότια Αφρική) Dog Sleeping / Κοιμισμένος Σκύλος, 2015. Από την έκθεση «Ubuntu» στο ΕΜΣΤ.


Brice Marden, «Marbles and Drawings», στην Γκαλερί Gagosian: Μόνο αν δει κάποιος εκ του φυσικού τα ζωγραφισμένα τεμάχια μαρμάρου του Brice Marden μπορεί να αντιληφθεί το πλήρες εύρος της ομορφιάς τους και το πόσο ανεξίτηλη παραμένει η γοητεία τους τα τελευταία σαράντα σχεδόν χρόνια που παρήλθαν από τότε που ο σπουδαίος Αμερικανός καλλιτέχνης ασχολήθηκε για πρώτη φορά (στη Ύδρα, χρησιμοποιώντας τοπικά μάρμαρα) με αυτήν τη σειρά έργων.

Brice Marden, Άτιτλο, μάρμαρο με μαύρες ρίγες, 1987


Γιάννης Γρηγοριάδης & Γιάννης Ισιδώρου, «Καταγωγή», στο Potential Project, (Ανδρ. Μεταξά 25, Εξάρχεια): Ένα μπαλόνι ισορροπίας του πιλάτες παγιδευμένο στα δόντια ενός δόκανου και με ένα μαδέρι να το καταπιέζει, ένα αντίγραφο τσιμεντόλιθου από ορείχαλκο, από το οποίο ξεκινά μία παράξενη μπετόβεργα που ακολουθεί τεθλασμένη πορεία και πετάει σπινθήρες, δύο οικογενειακές φωτογραφίες υπερμεγεθυμένες και μοιρασμένες κατά την εκτύπωσή τους σε δεκάδες κίτρινα χαρτάκια post-it, ένα βίντεο με απρόσμενα ενσταντανέ ποιητικής πύκνωσης και άλλα ανάλογα έργα, κυρίως από το φάσμα της γλυπτικής, προσεγγίζουν το θέμα ταμπού που είναι η καταγωγή και το πώς τελικά ασκεί την επιρροή της και διαμορφώνει το παρόν. Με άλλα λόγια, διερευνούν το πώς η μνήμη επιβάλλει τους όρους της στην αντίληψη του εαυτού, πώς επίσης ανακατασκευάζει την αλήθεια του παρελθόντος, αφομοιώνει και ενστρωματώνει κληρονομημένες, μη βιωμένες εμπειρίες και μέσω αυτών των διαδικασιών παγιδεύει τον άνθρωπο που επιδιώκει να αυτοπροσδιοριστεί.

Γιάννης Γρηγοριάδης & Γιάννης Ισιδώρου, «Καταγωγή»