Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Άντονι Χόπκινς: Και επισήμως the best actor alive

Ο ηθοποιός που ταυτίστηκε με τον απόλυτο κακό της ιστορίας του σινεμά, τον Χάνιμπαλ Λέκτερ, κέρδισε απολύτως δίκαια το δεύτερό Όσκαρ της υπέροχης καριέρας του για την έξοχη ερμηνεία του στον «Πατέρα».

Άντονι Χόπκινς: Και επισήμως the best actor alive

Στα 83 του χρόνια, ο Άντονι Χόπκινς έγινε ο γηραιότερος ηθοποιός που κερδίζει Όσκαρ ερμηνείας σπάζοντας το ρεκόρ του Κρίστοφερ Πλάμερ, που το είχε κερδίσει για τον δεύτερο ρόλο του στο Beginners και ανατρέποντας τα προγνωστικά που ήθελαν τον Τσάντγουικ Μπόουζμαν να επικρατεί για τον ρόλο του Λέβι στη Θρυλική Μα Ρέινι.

Παρά το γεγονός πως η νίκη του δεν ήταν εντελώς εκτός προγράμματος, ο Ουαλός ηθοποιός ομολόγησε πως δεν το περίμενε, στέλνοντας ένα θερμό ευχαριστήριο μήνυμα από την εξοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπου κάνει παρατεταμένες διακοπές με την οικογένειά του. Η ερμηνεία του στον Πατέρα του Φλοριάν Ζελέρ είναι ένα διαμάντι υποκριτικής, έξοχο δείγμα των απεριόριστων δυνατοτήτων του στις αποχρώσεις ακόμη και των πιο ανεπαίσθητων και απροσδόκητων συναισθημάτων και μια πρόκληση για έναν ηθοποιό ακόμη του δικού του διαμετρήματος, αφού καλείται να ενσαρκώσει έναν άνθρωπο με άνοια, σε ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, κλειστοφοβικό και εφιαλτικό, ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα και την προβληματική του μνήμη.

Όσο και να θέλει να υποβαθμίσει το μέγεθος της δυσκολίας, από επιλογή και στάση ζωής περισσότερο, κι όχι εξαιτίας των αισθημάτων του προς την τέχνη του, ο Άντονι από τον Πατέρα του Φλοριάν Ζελέρ ήταν ό,τι πιο απαιτητικό έχει παίξει στην αγαπημένη του μεγάλη οθόνη, και το δεύτερο Όσκαρ ουδόλως του χαρίστηκε.

Δεν παραλείπει να υπογραμμίζει πως η ζωή είναι ωραία μόνο όταν απλοποιείται, και ποτέ δεν δίνει έμφαση στο υποκριτικό του χάρισμα. Τουναντίον. Υποβαθμίζει τη μαγεία και επιμένει στην τεχνική και την πείρα.

Σε πείσμα μιας πλούσιας και μακράς καριέρας, στη σκηνή, την τηλεόραση και το σινεμά, ο πάλαι ποτέ φιλόδοξος, Βρετανός ηθοποιός με το ακατέργαστο ταλέντο και την ασυμμάζευτη συμπεριφορά εντός και εκτός πλατό, θα μείνει για πάντα στη μνήμη των σινεφίλ για το αξέχαστο πορτρέτο του Χάνιμπαλ Λέκτερ στη Σιωπή των Αμνών, στον ρόλο του κανίβαλου ψυχιάτρου που είχε σκοπό να σκοτώσει όλους τους ανίατα αγενείς που είχαν την ατυχία να τον συναντήσουν.

Ο Άντονι από τον «Πατέρα» του Φλοριάν Ζελέρ ήταν ό,τι πιο απαιτητικό έχει παίξει στην αγαπημένη του μεγάλη οθόνη, και το δεύτερο Όσκαρ ουδόλως του χαρίστηκε.
 
 

Το κορυφαίο ψυχολογικό θρίλερ του Τζόναθαν Ντέμι έκλεισε φέτος 30 χρόνια από την πρώτη προβολή του, και ο Χόπκινς θυμάται πως όταν τον προσέγγισε ο σκηνοθέτης, είχε στον νου του τον καλοπροαίρετο γιατρό που είχε υποδυθεί στον Άνθρωπο Ελέφαντα, μια δεκαετία πριν. Μα, αυτός ήταν ευγενικός, δεν είχε καμία φονική προδιάθεση, του είπε ζητώντας εξηγήσεις, και ο Ντέμι του απάντησε πως στο πρώτο εικοσάλεπτο της ταινίας, όλοι συζητούν με τρόμο στα μάτια για το πόσο ειδεχθής και απάνθρωπος είναι ο Λέκτερ, συνεπώς, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να εμφανιστεί πράος και ευθυτενής στο κελί του, μιλώντας απαλά και σωστά αγγλικά με εκζήτηση και αυτοπεποίθηση. Το σεξπιρικό τέρας κατάλαβε το νόημα και χρίστηκε ο νούμερο ένα κακός στην ιστορία του σινεμά.

Η Τζόντι Φόστερ εξομολογήθηκε πρόσφατα πως τον φοβόταν και τον απέφευγε στα γυρίσματα. Ο ίδιος εμπνεύστηκε από τις γάτες του αυτό το ξαφνικό πέρασμα από το βλέμμα που παρατηρεί και καραδοκεί στη δολοφονική έκρηξη, και το αποτέλεσμα του απέφερε ένα Όσκαρ πρώτου ρόλου, αν και ο ρόλος του ήταν χρονικά περιορισμένος σε σχέση με αυτόν της Κλαρίς Στάρλινγκ.

Ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος του Χάνιμπαλ, του εξολοθρευτή των «ανίατα αγενών», τον οποίο επανέλαβε στην ομώνυμη συνέχεια και τον Κόκκινο Δράκο, που κανείς δεν θυμάται με σιγουριά τι έκανε ο Χόπκινς πριν από το 1991.

Ο Λόρενς Ολίβιε τον είχε συμβουλεύσει στα πρώτα του βήματα να αποβάλλει το τρακ με μια απλή σκέψη. Να σταματήσει να ανησυχεί γιατί έτσι τροφοδοτεί τη ματαιοδοξία του και το πώς θέλει να τον βλέπει το κοινό. «Ξέχασέ τους και πάρε το ρίσκο για να το απολαύσεις» του είπε ο sir «Λάρι».

Απελευθερωμένος προσωρινά, ο Χόπκινς διέπρεψε σε ρόλους κλασικού ρεπερτορίου, αλλά ποτέ δεν έπαψε να αγχώνεται από τη ρουτίνα των καθημερινών παραστάσεων και κόντεψε να μαραζώσει στη Μεγάλη Βρετανία, εξαιτίας του αλκοολισμού και του αποτυχημένου γάμου του. 

Ως Χάνιμπαλ Λέκτερ χρίστηκε ο νούμερο ένα κακός στην ιστορία του σινεμά.
 
 

Μετά από το τηλεοπτικό του ντεμπούτο στο BBC, στράφηκε στον κινηματογράφο, με τον ρόλο του μονίμως θυμωμένου Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου στο Λιοντάρι τον Χειμώνα, το 1968, δίπλα στον Πίτερ Ο' Τουλ και την Κάθριν Χέπμπορν. Του άρεσε η πρόκληση και συνέχισε, ωθώντας τον σκηνοθέτη του Γκάντι, Ρίτσαρντ Άτενμπρο, που τον κατηύθυνε στο A Bridge Too Far, να τον χαρακτηρίσει τον καλύτερο ηθοποιό της γενιάς του, χωρίς καμία αμφιβολία.

Μετά τη Σιωπή των Αμνών, αρίστευσε στα ευαίσθητα δράματα εποχής του Τζέιμς Άιβορι, την Επιστροφή στο Χάουαρντς Έντ και κυρίως στα Απομεινάρια μιας Μέρας, στον ρόλο του ερωτευμένου, στερημένου μπάτλερ, που αν δεν έπεφτε πάνω στον Τομ Χανκς και το Philadelphia, θα είχε σίγουρα φύγει από τη βραδιά των Όσκαρ με το δεύτερό του βραβείο. 

Στο Νίξον του Όλιβερ Στόουν αποδόμησε τον χειρότερο Αμερικανό Πρόεδρο και προσπέρασε την έλλειψη φυσικής ομοιότητας με μια βαθιά ψυχική προσέγγιση στον άνθρωπο που πίστευε ακράδαντα πως έπραξε σωστά το καθήκον του, όσο κι αν ο κόσμος γκρεμιζόταν γύρω του. 

Βρέθηκε ξανά στην οσκαρική πεντάδα με το Άμισταντ του Στίβεν Σπίλμπεργκ και διένυσε μια άνυδρη περίοδο, με μερικές κακές επιλογές, ακόμη και για το δικό του διαμέτρημα, όπως τους Θρύλους του Πάθους και το Bad Company.

Ο Θορ τον έφερε κοντά σε ένα νεανικό κοινό και τα τελευταία χρόνια συμφιλιώθηκε έμμεσα με το θεατρικό ιδίωμα, ξαναπαίζοντας τον Βασιλιά Λιρ δίπλα στην Έμα Τόμπσον και τον Αμπιγιέρ, για λογαριασμό της βρετανικής τηλεόρασης. Ως Βενέδικτος στους Δύο Πάπες, ήταν ξανά υποψήφιος για Όσκαρ πέρυσι. 

Στα «Απομεινάρια μιας Μέρας», στον ρόλο του ερωτευμένου, στερημένου μπάτλερ, που αν δεν έπεφτε πάνω στον Τομ Χανκς και το «Philadelphia», θα είχε σίγουρα φύγει από τη βραδιά των Όσκαρ με το δεύτερό του βραβείο. 
 
 

Στο μεταξύ, εδώ και πολλές δεκαετίες, ο Σερ Άντονι, που επιμένει να τον αποκαλούν σκέτο Τόνι, και το εννοεί εγκάρδια, διαμένει στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Λος Άντζελες που λατρεύει για τη λιακάδα και τους καλόδεχτους ανθρώπους του, στο Pacific Palisades, με θέα τον Ειρηνικό ωκεανό, σε ένα σπίτι που βλέπουμε συχνά από τον απολαυστικό λογαριασμό του στο Instagram. Παίζει πιάνο, ζωγραφίζει, μασκαρεύεται και χορεύει, αστειεύεται παρέα με την τρίτη του σύζυγο και τον γάτο του τον Νίμπλο, και αναλαμβάνει μικρές αποστολές σωτηρίας, του περιβάλλοντος ή των αβοήθητων ζώων.

Δεν παραλείπει να υπογραμμίζει πως η ζωή είναι ωραία μόνο όταν απλοποιείται, και ποτέ δεν δίνει έμφαση στο υποκριτικό του χάρισμα. Τουναντίον. Υποβαθμίζει τη μαγεία και επιμένει στην τεχνική και την πείρα.

Ο αγαπημένος του ρόλος είναι αυτός του Νεοζηλανδού οδηγού ταχύτητας Μπερτ Μονρό, στο The World’s fastest Indian. Ο λόγος; Ταυτίστηκε σε πολλά σημεία με την κοσμοθεωρία και το αδέσμευτο πνεύμα του χαρακτήρα.

Όταν ρωτήθηκε για τον Πατέρα και τη δεξιοτεχνία που επιδεικνύει, χαμογέλασε λέγοντας πως δεν έκανε τίποτε σπουδαίο. Ήταν εύκολο, υποστηρίζει, γιατί από μια ηλικία και μετά, το μυαλό λειτουργεί λιγότερο και η παρατήρηση επισημαίνει τις αλλαγές. Δίνει πάντα τα εύσημα στους συνεργάτες του και μακαρίζει την τύχη του.

Όσο για την ανύπαρκτη σχέση με την 53χρονη κόρη του Άμπιγκεϊλ, υποστηρίζει πως μερικοί οικογενειακοί δεσμοί σπάνε και ο καθένας τραβά χωριστούς δρόμους.

Για τον άνθρωπο που πρόλαβε και είχε την τύχη να ενσαρκώσει τον Πικάσο, τον Χίτσκοκ, τον Χίτλερ, τον Ντίκενς, τον Δαντών, τον Κουασιμόδο, τον διώκτη του Δράκουλα, τον απόστολο Παύλο και μάλιστα επί ελληνικού εδάφους, έναν Πάπα, δυο Προέδρους και τρεις πρωθυπουργούς, η ζωή συνεχίζεται, με μπρίο κι ευγνωμοσύνη.