Το Τετράγωνο του Ρούμπεν Όστλουντ ακολουθεί την προπέρσινη επιτυχία του Ανωτέρα Βία και κατακεραυνώνει τον «σουηδισμό» όχι μόνο της ορθής ψυχρότητας αλλά και της πολύπλευρης εκμετάλλευσης σε μια χώρα με βαθιά θέματα και μια επίφαση πολιτισμένης ανωτερότητας, αποσπώντας τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών του 2017. Ο αρνητικός ήρωας είναι επιμελητής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και μια κλοπή τον οδηγεί σε μια πικρότατη συνειδητοποίηση της αμετροέπειάς του, όταν ζητάει με έξυπνο και άκομψο τρόπο το κινητό και το πορτοφόλι του πίσω, τοποθετώντας φυλλάδια καμουφλαρισμένης απειλής στις πόρτες μιας εργατικής πολυκατοικίας στα προάστια, εκεί όπου ο locator τον ειδοποιεί πως βρίσκεται η συσκευή του. Το σύστημά του καταρρέει σαν χάρτινη ψευδαίσθηση, όλα τού πάνε στραβά και ο πραγματικός κόσμος, με την ανέχεια και τα υπαρκτά, σαφώς πιο επείγοντα από τις εικαστικές εγκαταστάσεις προβλήματα, καραδοκεί στις παρυφές της κάλπικης καλλιτεχνικής παρέμβασης, αφού το Τετράγωνο που διαφημίζει ως έργο αιχμής στο μουσείο του δεν είναι παρά μια προσβλητική, εικονική προσομοίωση της κοινωνικής πραγματικότητας.

 

Ο Όστλουντ συγκρούεται με τους αριστερούς του χαβιαριού, που λένε και οι Γάλλοι, και τους «δίνει» κανονικά, ειδικά με μια σκληρή σκηνή ανθολογίας όπου ένας καλλιτέχνης που προσποιείται τον γορίλα ξεφτιλίζει τους συνδαιτυμόνες που πιστεύουν πως θα δουν μια ακόμη παράσταση προχωρημένου στοχασμού

 

Ή, τουλάχιστον, έτσι αποδεικνύεται από τη συγκυρία σε μια σκηνή συνέντευξης Τύπου, όπου ο επιμελητής καλείται να εξηγήσει στους δημοσιογράφους τις προθέσεις της εννοιολογικής του συνεισφοράς, την ίδια ώρα που η αίθουσα βράζει εναντίον του ‒ κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, από τις Κάννες που προβλήθηκε η ταινία μέχρι σήμερα έχουν έλθει τα πάνω κάτω στην κινηματογραφική κοινότητα, με τις αποκαλύψεις για ανάρμοστη συμπεριφορά να θέτουν, αυτήν τη φορά πιο επιτακτικά, επί τάπητος το θέμα του διαχωρισμού της ηθικής του καλλιτέχνη από τη δράση του στη ζωή, απαιτώντας την ενιαία στάση των δύο.

 

Ο Όστλουντ συγκρούεται με τους αριστερούς του χαβιαριού, που λένε και οι Γάλλοι, και τους «δίνει» κανονικά, ειδικά με μια σκληρή σκηνή ανθολογίας όπου ένας καλλιτέχνης που προσποιείται τον γορίλα ξεφτιλίζει τους συνδαιτυμόνες που πιστεύουν πως θα δουν μια ακόμη παράσταση προχωρημένου στοχασμού από ασφαλή απόσταση ‒ και ταυτόχρονα, φέρνει εμάς, τους θεατές, σε παρόμοια αμηχανία, χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη να μας εξηγήσει πώς ολοκληρώνεται όλο αυτό το μαρτύριο.

 

Εκτός από αυτή την επώδυνη, άβολη και εν τέλει σουρεαλιστικά σατιρική μαχαιριά στην προσποίηση της τέχνης, η καθαρά κωμική συνεύρεση του Κρίστιαν με την Αν, μια κοπέλα που του είχε πάρει συνέντευξη μερικές ημέρες πριν και τώρα τον βάζει σε υποψίες γιατί μετά το σεξ προθυμοποιείται (ύποπτα, υπονοεί εκείνος) να πετάξει στα σκουπίδια το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό του, είναι οι δύο καλύτερες σεκάνς μιας έξυπνης ταινίας που ψαλιδίζεται από τον εαυτό της. Συνολικά, ωστόσο, δεν φροντίζει να μαζέψει το μακρύ υλικό και τις καλές ιδέες του που απλώνονται σε δυόμισι ώρες και χάνουν συχνά την ισορροπία τους στο ήδη γνωστό, τεντωμένο σκοινί της αφαιρετικής διανόησης και της ανδρικής υποκρισίας, όπως είχε προαναγγείλει πανηγυρικά και εξίσου παρατεταμένα, δύο χρόνια νωρίτερα, και στο Ανωτέρα Βία.