Κάθε φορά που ο Γιάννης Σμαραγδής κινηματο-βιογραφεί εμβληματικούς Έλληνες, προς τιμήν του, προσαρμόζει το ύφος του στο έργο και την προσωπικότητά τους. Για τον Καβάφη προτίμησε την αφαίρεση, με τον Αλεξανδρινό να διασχίζει σιωπηλός την ψυχή του μέσα από συναντήσεις κι ενδοσκόπηση, και με αφηγηματικό οδηγό τα ποιήματα του. Για τον Γκρέκο επέλεξε έναν πιο δυναμικό καμβά, με αντιθέσεις και ένταση, πολλά πρόσωπα και λυρισμό. Τώρα, στον Καζαντζάκη του, πιάνει το νήμα από την αρχή, την παιδική ηλικία, τη στάμπα του περήφανου και βίαιου Κρητικού πατέρα, για να φτάσει στις τελευταίες στιγμές, στο κρεβάτι του νοσοκομείου στο Φράιμπουργκ, αν και η διαδρομή της ταινίας είναι κάθε άλλο παρά γραμμική.

 

Γενικότερα, την ταινία διατρέχει η αυξομείωση της δημιουργικότητας του Νίκου Καζαντζάκη, η αέναη ανάγκη του να αντιπαραβάλλει τη δική του περπατησιά και τα προσωπικά του βιώματα στις δυνάμεις της φύσης και όσα δεν γνώριζε, τα μεταφυσικά και τα ουράνια.

Οι καλύτερες σκηνές της φιλόδοξης σε εύρος και βάθος ταινίας του Σμαραγδή είναι εκείνες όπου η περιγραφή των γεγονότων υποχωρεί στο έργο, όπως η σεκάνς της παραλίας με τον Ζορμπά, όπου θαρρείς πως ο χρόνος έχει σταματήσει σε μια ηλιόλουστη κάψουλα, ευδιάκριτα ελληνική, άλλοτε ρωμαλέα και αισιόδοξη κι άλλοτε γλυκόπικρη, δηλωτική της κρίσιμης καμπής του συγγραφέα προς την άρση των αυτοπεριορισμών που τόσα χρόνια κρατούσαν τον οίστρο του φυλακισμένο στις αμφιβολίες. Γενικότερα, την ταινία διατρέχει η αυξομείωση της δημιουργικότητας του Νίκου Καζαντζάκη, η αέναη ανάγκη του να αντιπαραβάλλει τη δική του περπατησιά και τα προσωπικά του βιώματα στις δυνάμεις της φύσης και όσα δεν γνώριζε, τα μεταφυσικά και τα ουράνια.

 

Ανάλογη πάλη δίνει και ο Σμαραγδής. Και δεν αναφέρομαι στο εύρος της παραγωγής αλλά στη μάχη με το «θηρίο» του όγκου πληροφοριών, θεμάτων, ανθρώπων και έργου που έχει στα χέρια του και φαίνεται καθαρά πως κατέχει με το μυαλό του και αγαπά με την καρδιά του. Κάποιες στιγμές το καταφέρνει και υψώνει το δικό του παράστημα με σεβασμό στον πρωτεϊκό δημιουργό της Αναφοράς στον Γκρέκο, όπου βασίστηκε και η ταινία. Αλλού του ξεφεύγει η ισορροπία, κυρίως όταν η φιλοσοφία του συγγραφέα περιορίζεται σε μια καλοπροαίρετη παράθεση της θυμοσοφίας του και στριμώχνεται μέσα σε μια βιογραφία που πρέπει να προχωρήσει από τη μία εποχή στην επόμενη, παρότι η μουσική διήγηση του πάντα αποτελεσματικού Μίνωα Μάτσα βοηθάει την αφήγηση. Στα συν, το επιτελείο των ηθοποιών (εκεί όπου βασικά αστόχησε το Ο Θεός αγαπούσε το χαβιάρι).

 

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος βγάζει τον χαρακτήρα ακόμα και στις σιωπηλές του σκηνές, δείγμα μιας βαθύτερης υποκριτικής αντίληψης για τον ήρωα, και η Μαρίνα Καλογήρου στον ρόλο της Ελένης λειτουργεί δραματικά και ευεργετικά.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος βγάζει τον χαρακτήρα ακόμα και στις σιωπηλές του σκηνές, δείγμα μιας βαθύτερης υποκριτικής αντίληψης για τον ήρωα, και η Μαρίνα Καλογήρου στον ρόλο της Ελένης λειτουργεί δραματικά και ευεργετικά. Ο Θοδωρής Αθερίδης φέρνει την απαραίτητη λαϊκή φρεσκάδα στον Ζορμπά του, ο Στάθης Ψάλτης στον τελευταίο του ρόλο μάς θυμίζει τι μπορούσε να κάνει όταν δεν υπερέβαλλε, ενώ ο δύσκολος, δύστροπος, δυσβάσταχτος χαρακτήρας του Άγγελου Σικελιανού υποστηρίζεται εξαιρετικά από τον Νίκο Καρδώνη, ο οποίος αποδίδει εξίσου την αφόρητα εγωκεντρική και την εγκάρδια πλευρά του λυρικού ποιητή.