Ο Αντρέι Σβιάγκιντσεφ ξεκινά με τη γνωστή, ολύμπια υπομονή του και φορτσάρει στην εξέλιξη της ιστορίας ενός ζευγαριού που βρίσκεται στα χωρίσματα, ώσπου το μοναχοπαίδι τους χάνεται μυστηριωδώς. Ο Ρώσος σκηνοθέτης μιλάει πάντα για τη χώρα του, βαθιά και κριτικά, χωρίς να αγορεύει, έχοντας εμπιστοσύνη στους ρυθμούς και τις ιστορίες που επιλέγει να αφηγηθεί. Κι ενώ ο διακεκριμένος Λεβιάθαν, η ακριβώς προηγούμενη ταινία του, μου είχε φανεί βαρύς στον συμβολισμό του, το Χωρίς Αγάπη ξετινάζει τα πάντα, από τον χριστιανισμό και τον νεοπλουτισμό ως τον άρρητο καπιταλισμό και τη σκιά του κομμουνισμού, για να φτάσει σε ένα συμπέρασμα που όλοι υποψιαζόμαστε: πως στη σύγχρονη Ρωσία τίποτε δεν έχει τελεσίδικα ανακηρυχθεί απαγορευμένο ή τελειωμένο, νεκρό ώστε να το θρηνήσουν όσοι το έζησαν, αλλά η ψυχή έχει εξαφανιστεί, χωρίς επίσημη ταφή, άρα και κανονική παραδοχή του τέλους, αιωρούμενη σαν φάντασμα πάνω από πολίτες σαστισμένους, σε lifestyle συστήματα καθόλου αφομοιωμένα. Κυρίως, ο Σβιάγκιντσεφ κάνει τρομερή δουλειά με τους χώρους.

 

Το Χωρίς Αγάπη ξετινάζει τα πάντα, από τον χριστιανισμό και τον νεοπλουτισμό ως τον άρρητο καπιταλισμό και τη σκιά του κομμουνισμού

Το Χωρίς Αγάπη δεν μιλά μόνο για ένα παιδί που δεν βρήκε συναισθηματική ανταπόκριση και πάει άκλαυτο από εγκληματική ανευθυνότητα, αλλά για τη διάκριση ανάμεσα στο σπίτι και στο σπιτικό, σε μια σκηνογραφική βεντάλια που κυμαίνεται από το διαμέρισμα που στέγασε ένα λάθος ταίριασμα και το παράπηγμα της μάνας (της παλιάς, θεοφοβούμενης και μαζί αθεόφοβης, σκοταδιστικής Ρωσίας) στη μέση του πουθενά, μέχρι τα στυλιζαρισμένα, δυτικοπρεπή, αλλά μετά από ζορισμένη μίμηση, σπίτια των νέων εκατέρωθεν συντρόφων του αγρίως τσακωμένου ανδρόγυνου. Είναι τουλάχιστον παράξενο το πολιτικό κρυφτούλι που εδώ και καιρό διεξάγεται ανάμεσα στον Σβιάγκιντσεφ και τις ρωσικές Αρχές. Ενώ υποτίθεται πως το Λεβιάθαν ενόχλησε, το Χωρίς Αγάπη, που ξεπερνά την κριτική εναντίον της διαφθοράς και πραγματεύεται την απογύμνωση από κάθε πνευματική και ψυχική παρακαταθήκη, ταξίδεψε στις Κάννες και το επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ τον περασμένο Μάιο, απέσπασε το βραβείο της Επιτροπής (χωρίς εσωτερικές διαμαρτυρίες και γκρίνιες) και πριν από μερικές εβδομάδας υποβλήθηκε επισήμως για να διεκδικήσει το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Περίπτωση Φαρχαντί, δηλαδή. Μήπως οι αξιωματούχοι του κρατικού πολιτισμού δεν κατάλαβαν την αλληγορία;