Βασισμένος στο best seller του Ντέιβ Έγκερς, ο Κύκλος υιοθετεί το μπαμπέσικο χαμόγελο της virtual ευφορίας που καρφώνεται στα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας της ψηφιακής δικτύωσης. Η ηρωίδα, η Μέι Χόλαντ, αναλαμβάνει εργασία στη Circle, μια εταιρεία που μοιάζει με την Apple και την Google – ουσιαστικά μια κοινότητα χαρούμενων υπαλλήλων που μεγιστοποιούν την παγκόσμια συμμετοχή σε μια σαρωτική πλατφόρμα ανταλλαγής οπτικοακουστικών πληροφοριών και συνεχούς διάδρασης. Μαζεμένη και μάλλον ηττημένη, η Μέι, σε αντίθεση με την υπερκινητική κολλητή της που την προτείνει για τη θέση, κάνει την έκπληξη και εξελίσσεται αλματωδώς, καλπάζοντας προς καινοτόμες παρεμβάσεις, με την ίδια πρωταγωνίστρια σε κανονικό αυτο-reality που θα έχει, αναμενόμενα, πικρό φινάλε. Πριν από το γερό μάθημα ζωής, η Μέι περνάει ταχύρρυθμα όλα τα στάδια εκπαίδευσης σε έναν υπερσύγχρονο οργανισμό που παίρνει οργουελικές διαστάσεις κάτω από το άγρυπνο μάτι του εμπνευστή του, του συνιδρυτή Ίμον Μπέιλι. Κρατώντας μια κούπα με ρόφημα, όπως επιβάλλει ο κανόνας της επικοινωνίας για τους άνετους ρήτορες/γκουρού που απευθύνονται σε νεανικό κοινό (τύπου Στιβ Τζομπς), χαριεντίζονται και πείθουν πως δεν διαφέρουν και πολύ από το εκστασιασμένο κοινό, ο Τομ Χανκς είναι ιδανικός φορέας της ύπουλης απειλής, ένας Μακιαβέλι που χαϊδεύει τα ευήκοα ώτα όσων διψούν για αναπαραγωγή της ζωής των άλλων μέσα από το δικό τους, ερασιτεχνικό και γρήγορο φίλτρο, και προσφέρει το κίνητρο της πρωτοβουλίας για μια τεράστια και εύκολη παρανομία, την παραβίαση της ιδιωτικότητας με την πρόφαση της συμμετοχής.

 

Πριν από το γερό μάθημα ζωής, η Μέι περνάει ταχύρρυθμα όλα τα στάδια εκπαίδευσης σε έναν υπερσύγχρονο οργανισμό που παίρνει οργουελικές διαστάσεις κάτω από το άγρυπνο μάτι του εμπνευστή του, του συνιδρυτή Ίμον Μπέιλι.

 

Το επίκαιρο θέμα της ταινίας, δηλαδή η επιβεβλημένη αποκάλυψη της προσωπικότητας (ως μέτρο για το καλό παράδειγμα ενθάρρυνσης αυτών των διστακτικών και των φοβισμένων), έχει ένα πιασάρικο μότο στον Κύκλο: τα μυστικά είναι ψέματα. Εννοείται πως η παλιότερη γενιά, οι ταλαιπωρημένοι babyboomers γονείς της Μέι, απορρίπτουν το άκριτο outing, αν και θέλουν πολύ να δουν το παιδί τους να ξεμυτίζει από το καβούκι του κι επιτέλους να προκόβει σε έναν εξωστρεφή τομέα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ντροπαλό, παιδικό της φίλο (ο Ίθαν Κολτρέιν από το Boyhood), ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την τεχνολογία και μάταια την προτρέπει να του δώσει σημασία. Κι ενώ ο σκηνοθέτης Τζέιμς Πόνσολντ αναπτύσσει σταθερά μια ατμόσφαιρα ενοχλητικής τελειότητας, ακριβώς στα μέτρα του ανελέητα διογκούμενου «Κύκλου», χωρίς ειρωνεία, μια και τα παιδιά που δουλεύουν σε αυτόν δείχνουν να πιστεύουν αυθεντικά στις απεριόριστες δυνατότητες της ψηφιακής ελαστικότητας, απουσιάζει αισθητά η ουσία ενός θρίλερ που υπονοείται, αλλά δεν υλοποιείται.

 

Ο δημιουργός του End of Tour και του Spectacular Now, μιας ακόμη ταινίας με επίκεντρο τη νεότητα, αλλά σαφώς πιο σκληρής και αληθινής, δείχνει να γοητεύεται από τα όρια της ηθικής εντροπίας, αλλά εδώ σκοντάφτει σε ένα στόρι που χρειάζεται επειγόντως πυγμή, και ύφος, πέρα από τον σωστό, όσο και αναγκαίο, αφηγηματικό χειρισμό των πολλαπλών συνομιλιών μέσα από ηλεκτρονικές συσκευές. Την ίδια στιγμή που υποψιαζόμουν το χιούμορ που κρύβει η παραβολή του Έγκερς, σε πολλά σημεία της ταινίας μου έλειπε ο Ντέιβιντ Φίντσερ, ο σαρδόνιος τρόπος με τον οποίο σίγουρα θα κατακεραύνωνε την λοξή συσχέτιση της δημοκρατίας της πληροφορίας με τη στυγνή εκμετάλλευση των κομπάρσων που τη διακινούν, και προφανώς η μετατροπή της ταινίας σε ένα hi-tech θρίλερ απαιτήσεων. Διότι σκηνοθέτες σαν τον Φίντσερ διαβάζουν την ψυχή της ταινίας τους ταυτόχρονα με την ανέλιξή της, ενώ ο Πόντσολντ φαίνεται να κυνηγάει την ουρά της. Η πάντα σφιγμένη στις εκφράσεις της Έμα Γουότσον δεν βοηθάει...