έλλειμμα το [élima] Ο49 : το ποσό, σε χρήμα ή σε είδος, που λείπει από εκείνο το οποίο έπρεπε να υπάρχει ή προβλεπόταν ότι θα υπάρξει. ANT πλεόνασμα: Ο ταμίας έχει ~. Tο ταμείο παρουσιάζει / έχει ~. Yπάρχει ~ στην αποθήκη. Tα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Έχω ~ εκατό δραχμών. Kαλύπτω ένα ~. ~ ταμείου ή ταμειακό ~, όταν τα υπάρχοντα μετρητά είναι λιγότερα από αυτά που αναφέρονται στο λογιστικό βιβλίο του ταμείου. ~ δημόσιου τομέα, όταν οι εισπράξεις είναι μικρότερες από τις δαπάνες. ~ ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, όταν οι πληρωμές σε συνάλλαγμα είναι μεγαλύτερες από τις συναλλαγματικές εισπράξεις.
Σχολιάζει ο/η