Σε ένα κράτος που ο βασικός μισθός είναι τα τετρακόσια ευρώ ή τα πεντακόσια ή εξακόσια - και αυτά για όσους είναι ακόμα τυχεροί έχοντας εργασία, και τα λοιπά οικονομικά δεδομένα της τρέχουσας καθημερινότητας ρωτάτε που είναι οι σινεφίλ;;! Aλήθεια! Χαμένοι στο μάταιο αγώνα της επιβίωσης και στην απονενοημένη απόπειρα αυτοσυντήρησης είναι. Ήταν τόσο απλή η απάντηση. Τα εφτά ευρώ του εισιτηρίου φαντάζουν σχεδόν αστρονομικό ποσόν για το μέσο Έλληνα τη δεδομένη χρονική στιγμή που θέτετε αυτό το τραγελαφικό ερώτημα, για να τα διαθέτει μάλιστα επί πέντε, έξι ή παραπάνω φορές το μήνα, όπως αρμόζει σε έναν σωστό, αμετανόητο σινεφίλ. Όλα τα άλλα είναι εξηγήσεις, δικαιολογίες και αναλύσεις που δεν προσφέρουν τίποτα. Προσωπικά, μέχρι το 2008 πήγαινα cinema δύο με τρεις φορές την εβδομάδα (τις περισσότερες μόνη μου). Ενημερωνόμουν ενδελεχώς για τις νέες ή όχι ταινίες, ήμουν πάντα επιλεκτική - στη χειρότερη, συνειδητοποιημένη περί του τι βλέπω και γιατί -, κυνηγούσα το καλό cinema, δε φειδόμουν χρημάτων, κόπου, χρόνου γι' αυτό, και όλα αυτά επειδή το αγαπώ πολύ. Ως εκ τούτου ήμουν μία από εκείνους που το cinema-going habit βρισκόταν ψηλά στις προτεραιότητές τους. Έκτοτε (από το 2009 και έπειτα), το κόστος άρχισε να φαίνεται πολύ δύσκολο στην τσέπη μου και σταδιακά έγινε δυσβάσταχτο. Τώρα πλέον πηγαίνω cinema δύο με τρεις φορές το χρόνο. Αυτή είναι η αναλογία! Και να φανταστείτε ότι θεωρώ τον εαυτό μου ευνοημένο (και είμαι) σε σχέση με το μέσον όρο διαβίωσης των συμπολιτών μου, έτσι όπως αυτός διαμορφώνεται τα τελευταία έτη στη χώρα μας. Για την ψυχαγωγία μου πλέον, προσανατολίζομαι πολύ περισσότερο σε αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις, που ευτυχώς ανεβαίνουν στις ελληνικές σκηνές, και ας είναι διπλάσιο, ή και υψηλότερο κάποιες φορές, το εισιτήριό τους από αυτό του κινηματογράφου. Ο λόγος είναι ότι αυτό μπορεί να το κάνω μια φορά το μήνα, ή και σπανιότερα, αλλά με δικαιώνει και αξίζει τον κόπο διότι, σε σύγκριση με τον κινηματογράφο, μπορώ με μεγαλύτερη βεβαιότητα να ελέγχω εκ των προτέρων την υψηλή ποιότητά τους, (αν) είναι γνησιότεροι και αμεσότεροι οι μηχανισμοί του θεάτρου (και τα κίνητρά τους τις περισσότερες φορές), και, ακόμα κι αν δεν έχει κανείς την απαραίτητη εμπειρία για τα παραπάνω, το θεατρικό ρεπερτόριο καθίσταται πιο προσβάσιμο/γνωστό/ασφαλές (πχ. μπορείς, αν μη τι άλλο, να παρακολουθείς κλασικά έργα ή μόνο παραστάσεις του κρατικού κα).Επίσης, δε θα κουραστώ ποτέ να υπερασπίζομαι την πειρατεία σε αυτόν (κινηματογραφικές ταινίες) ή συναφείς τομείς. Όχι βέβαια διότι δε σέβομαι τα δικαιώματα των δημιουργών, τον κόπο τους ή την καλλιτεχνική ή εμπορική αξία των έργων τους, αλλά διότι σέβομαι περισσότερο το δικαίωμα πρόσβασης όλων των ανθρώπων (αν μη τι άλλο, αυτών που διψούν για κάτι τέτοιο σίγουρα!) στα πολιτιστικά αγαθά, ακόμα κι αν οι τελευταίοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν στα κέρδη των πρώτων. Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ δε μιλάμε για μπουζούκια ή οτιδήποτε άλλο δευτερεύον, συμπληρωματικό ή υποδεές ούτε για καμιά υλιστική πολυτέλεια, αλλά για πολιτισμό, τέχνη, για διάχυση λόγου, τροφοδότηση νοημάτων και σύνθεση σημασιών, δηλαδή. Όλα αυτά ανήκουν σε όλους όσοι τα έχουν ανάγκη, και ευτυχώς, ελέω διαδικτύου (μεγάλη η χάρη του, κυριολεκτικά), σε μεγάλο ποσοστό αυτό πλέον καθίσταται εφικτό. Υ.Γ. Συμφωνώ και επαυξάνω με την παρατήρηση προηγούμενου σχολιαστή ότι το επίπεδο των σύγχρονων αμερικάνικων και ευρωπαϊκών τηλεοπτικών παραγωγών έχει γενικά υποσκελίσει το εντυπωσιακά χαμηλότατο επίπεδο των κινηματογραφικών παραγωγών των τελευταίων ετών, το οποίο μοιάζει στην καλύτερη στάσιμο - κι αυτό όταν βασίζεται στις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών. Αναφέρομαι, εννοείται, κατά μέσον όρο, διότι φυσικά δεν εξέλειψαν οριστικά τα μικρά ή μεγάλα διαμάντια που ξεχωρίζουν, ανεξαρτήτως (περίοπτης ή μη) θέσης ή εποχής.
Σχολιάζει ο/η