Αρχικά προφανώς, για να πηγαινοέρχεται ο τύπος Αθήνα στην αρχή και έπειτα η κοπέλα να προτίθεται να μετακομίσει στην επαρχία για να είναι μαζί, μιλάμε για δύο άτομα συναισθηματικά δεμένα εντός μιας αρμονικής σχέσης. Τουλάχιστον η εξομολογήτρια δεν αφήνει να εννοηθεί πως είναι στη σχέση το πρόβλημα, αλλά στην απόσταση. Επομένως, με τη λογική σου και ποιος μπορεί να της εγγυηθεί πως και στην Αθήνα να μείνει θα βρει αυτά που έχει βρει στην παρούσα της σχέση και της αρέσουν; Αν η εξομολογήτρια έχει κάτι να προσθέσει μετά χαράς να συζητήσουμε σε άλλη βάση τότε, αν και, απ' ό,τι γράφει, ούτε η ίδια είχε ποτέ πρόθεση να περάσει τη ζωή της στην Αθήνα (τροφή για σκέψη τι διαπιστώσεις περιλαμβάνει αυτή η δήλωση).
Έπειτα, πού γράφει ότι δε μένει ο άνθρωπος στην Αθήνα γιατί δε μπορεί να είναι μακριά από τους δικούς του; Αυθαίρετο συμπέρασμα δικό σου, με παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης για τους ανθρώπους που όντως ρε παιδί μου, ούτε τους αρέσει η ζωή στη μεγάλη πόλη, ούτε μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της. Όλοι έξω από το χορό πολλά τραγούδια λέμε, αλλά μέσα στο χορό απαιτούνται μεγάλα αποθέματα ενέργειας και ψυχικής δύναμης για να προσαρμόσεις το βιολογικό σου ρολόι και προγραμματισμό σε κάτι που δεν έχεις συνηθίσει και προπαντός, δε σου αρέσει κιόλας.
Και το ένα αυθαίρετο συμπέρασμα να διαδέχεται το άλλο. Επειδή δεν είναι στην Αθήνα σημαίνει πως δεν τη γουστάρει και έχει εξασφαλίσει οικογενειακή ή αγροτική δουλειά στο χωριό; Μπορεί και να μην τη γουστάρει εντέλει, αλλά εσύ πού το ξέρεις; Αφού, απ' ό,τι γράφεται στην εξομολόγηση, η δουλειά που θα έχει αυτός θα είναι σε πόλη, 1 ώρα μακριά από το χωριό του. Άρα περισσότερο για συμβιβασμός μου φαίνεται (μετακομίζω εγώ από Αθήνα στην τάδε πόλη για να βρω εσένα που θα μένεις στην τάδε πόλη για δουλειά). Θες να είναι ανισοβαρής ο συμβιβασμός; Έστω.
Και στην τελευταία παράγραφο μαθαίνουμε ότι όποιοι μένουν σε χωριά "τρώνε τη ζωή τους". Ενώ όσοι μένουν στη μητρόπολη των 4 εκατομμυρίων, κάνουν ζωή ροκστάρς ας πούμε..Γι' αυτό άμα μπεις 7 το πρωί στο μετρό βλέπεις κάτι μουτσούνες λες και τους έχει φάει η γαϊδούρα το ψωμί, από τα "χίλια πράγματα που έχουν να κάνουν", τα χαϊλίκια και την καλοπέραση.
Ακριβώς αυτή η μπουρζουά έπαρση και δηθενιά είναι που οδήγησε 4 εκατομμύρια Έλληνες να μένουμε σε μια μητρόπολή, τη στιγμή που η επαρχία ερημώνει, χωρίς να παράγουμε τίποτα και με ένα αχανές υδροκέφαλο και αργοκίνητο κρατικό μηχανισμό, χρωστώντας σε όλο τον κόσμο, κοινωνικά αποξενωμένοι, ηθικά έκπτωτοι, αλλοτριωμένοι από τους σύγχρονους αδυσώπητους ρυθμούς της ζωής να χαιρόμαστε για το εποικοδόμημα και από μέσα μας να βράζουμε με χίλια-δυο ψυχολογικά ο καθένας.
Συμπερασματικά, όποιος θέλει να μείνει στην πόλη και όποιος θέλει να μείνει στην επαρχία, χωρίς ο ένας να χλευάζει την επιλογή του άλλου. Ο καθένας τα ζυγίζει και κάνει ό,τι θεωρεί καλύτερο για την πάρτη του. Το ότι είναι κάτι καλύτερο για σένα δε σημαίνει πως είναι για όλους.

Σχολιάζει ο/η