Κι ενώ ο κόσμος πάει μπροστά-και φαντάζομαι και η γαστρονομία μαζί του-οι εικόνες των social media φαίνεται να αποτίουν έναν ιδιαίτερο φόρο τιμής στη γιαγιά-μαγείρισσα, κατά προτίμηση εκείνη από το χωριό-με τσεμπέρι ή χωρίς.
Από μόνος του ο Βασίλης Καλλίδης έχει δημιουργήσει στα media μια Σχολή της Ελληνίδας εξήντα-φεύγα νοικυράς, με πρωταγωνίστριες κυριούλες και κυριάκια που όλα τα είχαν δει και φανταστεί, αλλά ποτέ το δικό τους τέταρτο στη δημοσιότητα της εικονικής πασαρέλας.
Φίλος αγαπητός, από κείνους που θα προτιμούσαν στη σελίδα τους να βλέπουν τον τελευταίο παγκόσμιο νεωτερισμό με έντερα συναγρίδας, ποιόν βραζιλιάνο σεφ φώτισε το τελευταίο αστέρι Michelin και ποιό εστιατόριο της πρωτοπορίας έκανε τα περισσότερα κουβέρ στη Βενεζουέλα, αντί για την εκατοστή κυρία Ευανθία που πήζει τυρί στα ορεινά της Πάρου, διατίνεται πώς εμείς, οι εραστές της γιαγιάς, πάσχουμε από γαστρονομικό παλιμπαιδισμό.
Και είναι ν’απορείς, που στο κίνημα «Ζήτω η κατσαρόλα της γιαγιάς!» συμμετέχουν κυρίως τα τρυφερά παιδιά της γεύσης, από κείνα που ποτέ δεν είχαν γιαγιά με τσεμπέρι αλλά γιαγιά με vintage Chanel από την Εκάλη, που δεν έσπασε ποτέ το μανικιούρ της καθαρίζοντας αγκινάρες.
Σ’αυτή εδώ τη χώρα, που επί δεκαετίες έκρυψε επιμελώς την υπαίθρια καταγωγή της, που φρόντισε να ξεχάσει τον τελεμέ, τον τραχανά και πώς μαγειρεύουν τα τσίτσιλα στην Κοζάνη, η γιαγιά είναι η νέα πρωτοπορία. Ο εξωτισμός της κότας με κάστανα, του ροφού με δαμάσκηνα στο φούρνο, του γάβρου με ρύζι στον νταβά. Μια ολόκληρη κληρονομιά, τόσο παλιά και τόσο ολοκαίνουρια που βγαίνει από τον τάφο της ζητώντας εκδίκηση-κι ένα πιάτο στο σύγχρονο τραπέζι. Τα εγγόνια, που μεγάλωσαν με σουφλέ και ξέρουν καλύτερα τα μυστικά της ganache και της ζαχαρόπαστας από το πώς μαγειρεύονται και τi είναι τα κιλντιρίσια, είναι εδώ να της δώσουν ένα χεράκι, να της δώσουν λόγο, να κοινωνήσουν και να επικοινωνήσουν την ασαφή-«με το μάτι» και «όσο αλεύρι πάρει»-στέρεα, ωστόσο, γεύση της.