Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Ζήτω η κατσαρόλα της γιαγιάς!»

Φόρος τιμής στην υπέρτατη μαγείρισσα.

«Ζήτω η κατσαρόλα της γιαγιάς!»
Η γιαγιά είναι στοργή και ταψί με μουσακά, αβγοκομμένη κοτόσουπα και ζεστή σπανακόπιτα...

Κι ενώ ο κόσμος πάει μπροστά-και φαντάζομαι και η γαστρονομία μαζί του-οι εικόνες των social media φαίνεται να αποτίουν έναν ιδιαίτερο φόρο τιμής στη γιαγιά-μαγείρισσα, κατά προτίμηση εκείνη από το χωριό-με τσεμπέρι ή χωρίς.

Από μόνος του ο Βασίλης Καλλίδης έχει δημιουργήσει στα media μια Σχολή της Ελληνίδας εξήντα-φεύγα νοικυράς, με πρωταγωνίστριες κυριούλες και κυριάκια που όλα τα είχαν δει και φανταστεί, αλλά ποτέ το δικό τους τέταρτο στη δημοσιότητα της εικονικής πασαρέλας.

Μαζί του, νεοσύστατες μπλόγκερς, δημοσιογράφοι της γεύσης, ο ανώνυμος Γιάννης γευσιλάτρης που πήγε εκδρομή στο χωριό του μπαμπά, νεαρές wanna be γευσιγνώστριες αλλά και περιώνυμοι σεφ, που στις κουζίνες τους βγάζουν τα νερά της ντομάτας για να τα εξατμίσουν σε αφρούς. Γιαγιάδες πάνω από τις κατσαρόλες, φορτωμένες τυρόπιτες και ταψιά με γεμιστά, γιαγιάδες που καθαρίζουν σαβρίδια και φασολάκια, γιαγιάδες σε τσατ με τις γειτόνισες την ώρα της σχόλης, γιαγιάδες μπροστά από γκαζιέρες και ξυλόφουρνους, γιαγιάδες αλευρωμένες πάνω από προζυμένια ζυμάρια, γιαγιάδες που απαγγέλουν σε βιντεάκια και σε ντοπιολαλιά το μυστικό για να πήξει το κυδωνόπαστο.

Φίλος αγαπητός, από κείνους που θα προτιμούσαν στη σελίδα τους να βλέπουν τον τελευταίο παγκόσμιο νεωτερισμό με έντερα συναγρίδας, ποιόν βραζιλιάνο σεφ φώτισε το τελευταίο αστέρι Michelin και ποιό εστιατόριο της πρωτοπορίας έκανε τα περισσότερα κουβέρ στη Βενεζουέλα, αντί για την εκατοστή κυρία Ευανθία που πήζει τυρί στα ορεινά της Πάρου, διατίνεται πώς εμείς, οι εραστές της γιαγιάς, πάσχουμε από γαστρονομικό παλιμπαιδισμό.

Και είναι ν’απορείς, που στο κίνημα «Ζήτω η κατσαρόλα της γιαγιάς!» συμμετέχουν κυρίως τα τρυφερά παιδιά της γεύσης, από κείνα που ποτέ δεν είχαν γιαγιά με τσεμπέρι αλλά γιαγιά με vintage Chanel από την Εκάλη, που δεν έσπασε ποτέ το μανικιούρ της καθαρίζοντας αγκινάρες.

Ίσως γιατί η γιαγιά είναι ίσκιος-καλός. Είναι στοργή και ταψί με μουσακά, αβγοκομμένη κοτόσουπα και ζεστή σπανακόπιτα. Είναι η στοργή που απουσιάζει τον καιρό της ανασφάλειας, όταν δεν ξέρεις τι θα σου ξημερωθεί στη δουλειά σου, στον πλανήτη, στον τραπεζικό σου λογαριασμό, στο κρεβάτι σου. Είναι τα στέρεα πόδια της ρίζας, ενός δέντρου που χάνει τα φύλλα του στους πέντε ανέμους, του κόσμου που αλλάζει, χωρίς οδηγίες χρήσης για το Μετά και το Αύριο. Είναι το όνειρο μιας νοστιμιάς-αγκαλιάς όταν κυρίως τρέφεσαι με μπέργκερς και κρουασάν πραλίνα σε σελοφάν.

Σ’αυτή εδώ τη χώρα, που επί δεκαετίες έκρυψε επιμελώς την υπαίθρια καταγωγή της, που φρόντισε να ξεχάσει τον τελεμέ, τον τραχανά και πώς μαγειρεύουν τα τσίτσιλα στην Κοζάνη, η γιαγιά είναι η νέα πρωτοπορία. Ο εξωτισμός της κότας με κάστανα, του ροφού με δαμάσκηνα στο φούρνο, του γάβρου με ρύζι στον νταβά. Μια ολόκληρη κληρονομιά, τόσο παλιά και τόσο ολοκαίνουρια που βγαίνει από τον τάφο της ζητώντας εκδίκηση-κι ένα πιάτο στο σύγχρονο τραπέζι. Τα εγγόνια, που μεγάλωσαν με σουφλέ και ξέρουν καλύτερα τα μυστικά της ganache και της ζαχαρόπαστας από το πώς μαγειρεύονται και τi είναι τα κιλντιρίσια, είναι εδώ να της δώσουν ένα χεράκι, να της δώσουν λόγο, να κοινωνήσουν και να επικοινωνήσουν την ασαφή-«με το μάτι» και «όσο αλεύρι πάρει»-στέρεα, ωστόσο, γεύση της.