Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τι θα κάνεις το Πάσχα; Τίποτα, ελπίζω.

Η μαύρη αλήθεια είναι ότι στην εποχή μας «τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να μην κάνεις τίποτα» και η «ψηφιακή» νηστεία απαιτεί θέληση και θυσίες.

Τι θα κάνεις το Πάσχα; Τίποτα, ελπίζω.

Όπως πάντα, όταν πλησιάζει κάποια μεγάλη, τρόπος του λέγειν, αργία, ρωτάμε ο ένας τον άλλον μηχανικά, νωχελικά, καταναγκαστικά σχεδόν, «τι θα κάνει» (το Πάσχα, εν προκειμένω).

Και πολλές φορές, η εξίσου κουρασμένη απάντηση είναι «τίποτα, ελπίζω», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ανάγκη είναι κυρίως περί αποτοξίνωσης από τη μόνιμη εμπλοκή με την (έμμονη) ιδέα μάλλον παρά με την ουσία μιας διαρκούς παραγωγικότητας, αλλά και από την καταπιεστική σχέση με την ενημέρωση, την επικαιρότητα, την επικοινωνία στις οθόνες μας.


Η μαύρη αλήθεια είναι όμως ότι στην εποχή μας «τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να μην κάνεις τίποτα», όπως γράφει η εικαστικός και συγγραφέας Jenny Odell στο νέο βιβλίο-μανιφέστο της με τίτλο How to do nothing: Resisting the attention economy (Πώς να μην κάνεις τίποτα: Τρόποι αντίστασης στην οικονομία της διαρκούς προσοχής).

Το βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε, αναφέρθηκε σε πρόσφατο άρθρο του περιοδικού «New Yorker» με θέμα τις απόπειρες της συντάκτριάς του Jia Tolentino να «ποδηγετήσει» την εξάρτησή της από τη διαρκή ροή πληροφοριών, τους ταχείς κύκλους επικαιρότητας και το διεγερτικό και συγχρόνως παραλυτικό νταραβέρι στα social media.

Δεν είναι η ανεξέλεγκτη τεχνολογία το πρόβλημα, αλλά το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που την κατευθύνει, επιβάλλοντας στον πολίτη-«χρήστη» την ιδέα ότι αν δεν εκφράζεται τακτικά online, ουσιαστικά παύει να υφίσταται ως οντότητα.


Όπως παραδέχεται και η ίδια η δημοσιογράφος στο άρθρο της, τα «βιωματικά» άρθρα συναδέλφων που διακηρύσσουν την ηρωική έξοδό τους από τα social media έχουν γίνει κλισέ σε βαθμό αυτοπαρωδίας.

Τον περασμένο μήνα, μάλιστα, αρθρογράφος της «Wall Street Journal» ξεκίνησε την εβδομαδιαία στήλη του στην εφημερίδα σατιρίζοντας ακριβώς αυτή την τάση:

«Εδώ και δεκαπέντε λεπτά έχω σταματήσει να χρησιμοποιώ το Facebook, το Instagram και το Twitter. Αμέσως σχεδόν διαπίστωσα ότι ήμουν πιο ευτυχισμένος, πιο ήρεμος, πιο ισορροπημένος, πιο στοχαστικός, πιο καλοσυνάτος με τους συνανθρώπους μου, αλλά και με τα κατοικίδια...».


Πέρα από την πλάκα, όμως, είναι πολύ πιθανό, μετά από χρόνιο εθισμό στα πίξελ και στη διαχείριση της πληροφορίας που καλπάζει ασθμαίνοντας στην οθόνη, το απότομο «κόψιμο μαχαίρι» να σε κάνει να νιώσεις ξαφνικά υπερβατικός γκουρού που πλέει χαλαρά και ανέμελα «στο παν και στο τίποτα» μιας αναλογικής νιρβάνας.


Το βιβλίο της Odell, πάντως, μοιάζει σοβαρό και πολιτικά καίριο και σίγουρα δεν έχει σχέση με το πλήθος οδηγών αυτοβοήθειας και απεμπλοκής από την ψηφιακή εξάρτηση και τη σύγχρονη εμμονή περί διαρκούς παραγωγικότητας.

Λέει απλά ότι το εσωτερικό χάος που βιώνουμε είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα ενός αλύπητου επιχειρηματικού μοντέλου που έχει επικρατήσει και καταδικάζει χωρίς αναστολές οποιαδήποτε δραστηριότητα δεν εμπίπτει στο υπόδειγμα της «παραγωγικότητας» αλλά και της συνεχούς τροφοδοσίας των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης.


Λέει, επίσης, ότι δεν είναι η ανεξέλεγκτη τεχνολογία το πρόβλημα, αλλά το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που την κατευθύνει, επιβάλλοντας στον πολίτη-«χρήστη» την ιδέα ότι αν δεν εκφράζεται τακτικά online, ουσιαστικά παύει να υφίσταται ως οντότητα.


Η αρθρογράφος του «New Yorker», πάντως, μοιάζει να δρέπει ήδη τους καρπούς της «ψηφιακής» νηστείας που ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό και την έχει οδηγήσει, όπως δηλώνει γλαφυρά, σε μια «ευχάριστη κενότητα»:

«Ένα απόγευμα, πρόσφατα, βούλιαξα στον καναπέ και ένιωσα να με πλημμυρίζει μια διανοητική σιωπή, συγχρόνως ανησυχητική και απολαυστική. Ήταν σαν να μην είχα άμεσο σχέδιο και στόχο –συναίσθημα που είχα συνδέσει στην ενήλική μου ζωή με τον φόβο της οικονομικής επισφάλειας–, αλλά ένιωθα εντάξει μ' αυτό». Ιδού ένα αναστάσιμο μήνυμα ίσως για τις προσεχείς μέρες.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO