Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Συμπεράσματα μιας μόνιμης κρίσης

Το νέο κοινωνικό ζήτημα αφορά κυρίως την ποιότητα και την αμοιβή της εργασίας αλλά και το είδος της κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας που θέλουμε.

Συμπεράσματα μιας μόνιμης κρίσης

ΝΑ, ΛΟΙΠΟΝ, ΠΟΥ ξαφνικά όλοι μιλούν για το τι κράτος θέλουμε και χρειαζόμαστε. Αυτά τα δύο, όπως είναι φυσικό, δεν συμπίπτουν πάντοτε. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διεκδικεί τώρα, ένα ή δυο μήνες πριν από τις εκλογές, τη «συνειδητοποίηση» όλων των εθνικών παθογενειών από καταβολής.

Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, καταγγέλλει την αποδιάρθρωση του κράτους προς όφελος διεφθαρμένων συμφερόντων. Την ίδια ώρα που η Γαλλία συνταράσσεται από ένα μεγάλο κίνημα θυμού, κάποιοι φαίνονται ενθουσιασμένοι από την επιστροφή της πάλης των τάξεων και άλλοι γκρινιάζουν βλέποντας απλώς την ανατροφοδότηση μιας πολιτικής κουλτούρας σύγκρουσης από «τους κακομαθημένους Γάλλους».

Προφανώς σε καμιά χώρα δεν μπορεί να υπάρξει μια κοινά αποδεκτή προσέγγιση και ερμηνεία των κρίσεων, ούτε καν των μεμονωμένων δυστυχημάτων ή άλλων καταστροφών. Απέναντι στις διάφορες στιγμές κοινωνικής αναταραχής και εθνικής κρίσης παρατηρούμε ότι επιστρέφουν παλιά, δοκιμασμένα αντανακλαστικά: η πολιτική αριστερά βλέπει κλασικά την εξέγερση του λαού κατά της αδικίας, ενώ ο συντηρητικός-φιλελεύθερος χώρος επιμένει κυρίως στις πράξεις βίας ή επαναλαμβάνει την καταδίκη του λαϊκισμού στο όνομα μιας ρεαλιστικής λογικής.

Πίσω από την πολιτική σκηνή, όμως, ο χαοτικός δημόσιος σχολιασμός διαλέγει απλώς στρατόπεδο, φτάνοντας στα άκρα τους αντίστοιχους αφορισμούς.

Τα άτομα – και οι νεότεροι μάλιστα περισσότερο – θέλουν πια να έχουν έναν κάποιον έλεγχο στη ζωή τους και ψάχνουν διεξόδους πέρα από εκδοχές επιβιωτικής μιζέριας.

Ας παραδεχτούμε όμως πως οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων χρόνων οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα που είναι λογικό να μην ικανοποιούν τα πιο φανατικά στρατεύματα. Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως όντως ένας τεχνοκρατικός-διαχειριστικός φιλελευθερισμός, ο οποίος αρχικά επιδιώκει να πολιτευτεί με ασκήσεις ισορροπίας ανάμεσα στις βουλήσεις των επενδυτών και στις ανάγκες των ασθενέστερων στρωμάτων, δεν μπορεί να σταθεί σε συνθήκες κρίσης. Ή πρέπει να «ριζοσπαστικοποιηθεί» (καταφεύγοντας εν ανάγκη σε ολιγαρχικές λογικές και προσπερνώντας το Κοινοβούλιο) ή να υποχωρήσει ομολογώντας κάποια ορατά αδιέξοδα. Ιδίως όταν (όπως στη Γαλλία) βασίζεται στη βούληση ενός Προέδρου που δεν έχει στην ουσία πολιτική παράταξη και κοινωνικές συμμαχίες πίσω του.

Γενικά, πάντως, μπορούμε να πούμε ότι η λογική του τεχνο-διαχειριστικού φιλελευθερισμού φαίνεται πως δυσκολεύεται ή δεν θέλει να συμβιβαστεί με την κοινοβουλευτική πολιτική παράδοση και το κοινωνικό παιχνίδι της δημοκρατίας που έχει ενδιάμεσα σώματα, θεμιτά συμφέροντα και αξιώσεις: μεταφέρει διαρκώς στυλ και μεθόδους διοίκησης από εταιρείες συμβούλων όπως η McKinsey, κατασκευάζοντας ένα μοντέλο πολιτικής διεύθυνσης, αποξενωμένο από κάθε λαϊκότητα.

Η πολιτική δυσκολία του managerial φιλελευθερισμού φανερώνεται στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, όταν οι περισσότεροι πολίτες αναζητούν μορφές ανθεκτικής κοινωνικής προστασίας, ενώ επανεκτιμούν και συναισθηματικά μια αξία που δεν μπορεί να τη σεβαστεί ο κόσμος των start-ups και οι γκουρού που υπόσχονται διαρκώς σοκ «δημιουργικής καταστροφής» και ευέλικτων προσαρμογών: την οικονομική ασφάλεια.

Τα άτομα –και οι νεότεροι μάλιστα περισσότερο‒ θέλουν πια να έχουν έναν κάποιον έλεγχο στη ζωή τους και ψάχνουν διεξόδους πέρα από εκδοχές επιβιωτικής μιζέριας. Όμως αυτό δεν έχει τόσο να κάνει με τη γοητεία του ηδονισμού των παλαιότερων φάσεων της ασφάλειας και της ευημερίας όσο με μια διαφορετική αποτίμηση της ατομικής φιλοδοξίας και των προσδοκιών για τη ζωή και την ευτυχία.

Όπως και να το κάνουμε, μια πλειοψηφία ανθρώπων –και των πιο μοντέρνων σε ύφος ζωής‒ ούτε θέλουν ούτε μπορούν να γίνουν επιχειρηματίες του εαυτού τους σε μια αγορά δεξιοτήτων και προσόντων. Κάποιοι το κάνουν (και μάλιστα μερικοί ριζοσπάστες το κάνουν επιτυχημένα, παρά την ιδεολογική τους απέχθεια για το «σύστημα»), αλλά ένας ευρύτερος κόσμος δεν θέλει να πειθαρχήσει σε έναν τέτοιο στόχο και να δέσει τη ζωή ή την οικογένειά του σε μια αντίστοιχη κοινωνική λογική.

Η πανδημία και στη συνέχεια οι τραπεζικοί τριγμοί, όπως και η μεγάλη, αφόρητη (ακόμα και για μισθούς των 1.500 και 2.000 ευρώ) ακρίβεια έχουν κάνει αισθητό σε περισσότερους ένα σημαντικό κενό κοινωνικής και οικονομικής προστασίας. Όσο και αν ο κόσμος μας διασχίζεται εκ παραλλήλου από διαμάχες ταυτότητας και αντιθέσεις πολιτικών αξιών αλλά και από το σοβαρό ρήγμα που άνοιξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, υπάρχει ένα διακριτό κοινωνικό ζήτημα με υπαρξιακές επιπτώσεις.

Ακριβώς αυτό το νέο κοινωνικό ζήτημα αφορά κυρίως την ποιότητα και την αμοιβή της εργασίας αλλά και το είδος της κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας που θέλουμε. Το γεγονός πως ένας αριθμός νεότερων ανθρώπων προτιμά να ζει με επιδόματα ή οικογενειακές προσόδους παρά να εργάζεται με φτηνούς και θλιβερά πιεστικούς όρους είναι μια διάσταση αυτής της μεγάλης πολιτισμικής μεταβολής που στη δημοσιογραφική ορολογία ονομάστηκε «μεγάλη παραίτηση». Μπορεί, άραγε αυτή η πολιτισμική μεταβολή να γίνει κατανοητή και να βγουν πολιτικά συμπεράσματα;

Αν όμως το ένα δεδομένο δείχνει προς την αδυναμία του τεχνοκρατικού, «μεταπολιτικού» φιλελευθερισμού να συντονιστεί με σημαντικές κοινωνικές ανάγκες, το άλλο συμπέρασμα της συγκυρίας είναι πως ο συναισθηματικός ριζοσπαστισμός της οργής δεν γεννάει πολιτικό σχέδιο ούτε πάντα δημοκρατικές και πολιτικά πολιτισμένες συνειδήσεις. Ούτε η αντιγραφή σοσιαλιστικών προγραμμάτων της δεκαετίας του ’80 ούτε η κολακεία σε κάθε μοριακό ξέσπασμα θυμού μπορούν να απαντήσουν στοιχειωδώς στην ηθική και κοινωνική κρίση της δημοκρατίας.

Η κοινωνική ελευθερία, η οικονομική ασφάλεια και η ρήξη με τον αντικοινωνικό ατομικισμό για χάρη ενός νέου δημοκρατικού ήθους αναζητούν αξιόπιστη πολιτική έκφραση. Και στη συρροή αυτών των κρίσεων που εξασθενίζουν τις κοινωνίες δεν μπορεί να κυβερνήσει ούτε ένας αφ’ υψηλού βοναπαρτισμός ούτε και τα αδρανή συνθήματα ενός ριζοσπαστισμού που στην Ελλάδα επαναλαμβάνει τα λόγια της πρώτης Μεταπολίτευσης.

\Και επειδή γράφω αυτό το κείμενο έχοντας κατά νου και την Ελλάδα και τη Γαλλία, το ζήτημα σε κάθε περίπτωση είναι να βρεθεί μια κατεύθυνση, ένας συνολικός προσανατολισμός, πέρα από τους εκλογικούς υπολογισμούς των εκατέρωθεν στρατοπέδων: τη θαυμάσια αναταραχή των μεν και την επιθυμητή σταθερότητα των άλλων, το κόμμα της αγανάκτησης και το κόμμα της τεχνητής αισιοδοξίας. Αυτός ο προσανατολισμός οφείλει να απαντά στην κρίση εμπιστοσύνης με λίγο πιο σύνθετο τρόπο γιατί ούτε το νέο κοινωνικό ζήτημα ούτε οι πολιτικές του επιπτώσεις έχουν εύκολη απάντηση.  

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.