Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Γυναικοκτονίες: Ο μακρύς δρόμος για την ελληνική Βουλή

Ο ουδέτερος όρος «ανθρωποκτονία», το βρετανικό παράδειγμα και οι αλλαγές στη νομοθεσία.

Γυναικοκτονίες: Ο μακρύς δρόμος για την ελληνική Βουλή

«ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ μετράμε όσους εμβολιάζονται ή λαμβάνουν επιδόματα από το κράτος. Ψηφίζουμε με γνώμονα το μέτρημα και με εμμονική προσήλωση στα δεδομένα. Μας αρέσει, επίσης, να παρακολουθούμε τις μετρήσεις για τη δημοφιλία μας. Δεν μετράμε όμως τις νεκρές γυναίκες. Δεν υπάρχει καμία κυβερνητική έκθεση για τα δεδομένα και τις συμπεριφορές γύρω από την ενδοοικογενειακή βία, τις δολοφονίες, τους ξαφνικούς θανάτους και τις αυτοκτονίες γυναικών μέσα στα σπίτια τους. Έχουμε αποδεχθεί τις νεκρές γυναίκες ως ένα ακόμη κομμάτι στην καθημερινότητά μας».

Αυτός είναι ο πρόλογος με τον οποίο η βουλευτής των Βρετανών Εργατικών Τζες Φίλιπς ξεκίνησε φέτος στη Βουλή την καθιερωμένη ανάγνωση των ονομάτων των γυναικών που δολοφονούνται κάθε χρόνο από άντρες στη Βρετανία.

Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η ελληνική κοινωνία που προσπερνά τις γυναικοκτονίες ως τυχαία εγκλήματα του αστυνομικού δελτίου. Και στη Βρετανία παλεύουν να αναγνωρίσουν το φαινόμενο ως αυτό που πραγματικά είναι: δολοφονίες γυναικών με κίνητρο τον μισογυνισμό. Ούτε είμαστε η μοναδική χώρα που διαφωνεί για τις λέξεις.

Πριν από μερικές μέρες στο ραδιόφωνο του BBC o υπουργός Αστυνόμευσης Κιτ Μάλτχαουζ ρωτήθηκε «γιατί στην Αγγλία δεν αποκαλούμε “γυναικοκτονίες” τις δολοφονίες γυναικών από άντρες, όπως κάνουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Η λέξη «γυναικοκτονία» δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά στο στρατηγικό πλάνο για την αντιμετώπιση της βίας εναντίον των γυναικών που ανακοίνωσε η βρετανική κυβέρνηση το καλοκαίρι.

 Όπως η κοινωνία δεν βρίσκει συλλογικά τις λέξεις για το μαρτύριο των γυναικών, έτσι και τα θύματα δεν καταφέρνουν τελικά να τις πουν εκεί όπου πρέπει. Περίπου μία στις τρεις γυναίκες δεν θα πει ποτέ σε κανέναν ότι έπεσε θύμα βιασμού. Λιγότερες από μία στις έξι θα κάνουν καταγγελία.

Η κυβέρνηση διστάζει να χρησιμοποιήσει τη λέξη, αλλά οι αριθμοί τρομάζουν. Την καταγραφή έχει αναλάβει στη Βρετανία μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία πολιτών. Σύμφωνα με το Δίκτυο Καταγραφής Γυναικοκτονιών, λοιπόν, μέσα σε μία δεκαετία (2008-2018) 1.425 γυναίκες δολοφονήθηκαν από άντρες. Μία δολοφονία κάθε τρεις μέρες. Το 62% των θυμάτων δολοφονήθηκε από τον σύντροφό του. Το 59% των δολοφονιών δεν συνέβη ξαφνικά, αλλά είχε πίσω του ιστορικό εξαναγκασμού και βίαιης μεταχείρισης μέσα στο σπίτι.

Όμως, όπως η κοινωνία δεν βρίσκει συλλογικά τις λέξεις για το μαρτύριο των γυναικών, έτσι και τα θύματα δεν καταφέρνουν τελικά να τις πουν εκεί όπου πρέπει. Περίπου μία στις τρεις γυναίκες δεν θα πει ποτέ σε κανέναν ότι έπεσε θύμα βιασμού. Λιγότερες από μία στις έξι θα κάνουν καταγγελία. Ο κυριότερος λόγος είναι η ντροπή και ο δεύτερος η εδραιωμένη αντίληψη ότι ακόμη και αν μιλήσουν δεν θα τις ακούσει κανείς.

Στη βρετανική αστυνομία καταγγέλθηκαν 59.000 βιασμοί το 2020, αλλά μόνο 1.439 υποθέσεις κατέληξαν σε ποινές. Πώς να μιλήσεις όταν ξέρεις ότι δεν έχεις πάνω από 2% πιθανότητες να δικαιωθείς;

Κι όμως, τα εγκλήματα με κίνητρο το μίσος για το γυναικείο φύλο είναι κόκκινες σημαίες, φωνάζουν από μακριά ότι επίκεινται, επομένως το κράτος έχει την ευκαιρία να τα αποτρέψει. Το 43% των γυναικών που δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους είχε προσπαθήσει να τους εγκαταλείψει. Μία στις τρεις γυναίκες δολοφονήθηκε τον πρώτο μήνα μετά τον χωρισμό, πάνω από το 70% έχασε τη ζωή του μέσα στη χρονιά που έφυγαν από τη σχέση τους.

Το βρετανικό κράτος όμως δεν αναγνωρίζει τις λέξεις, δεν τις ακούει και γι’ αυτό δεν έχει βρει ακόμη αποτελεσματικό τρόπο να αναχαιτίσει τις γυναικοκτονίες. Ο ρυθμός τους δεν έχει μειωθεί από το 2008, οπότε ξεκίνησε η καταγραφή τους. Στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου τριάντα βουλευτές ζήτησαν να συμπεριληφθεί επισήμως ο μισογυνισμός στα εγκλήματα μίσους, ώστε η πρόσληψη των γυναικοκτονιών να αλλάξει στην αστυνομία, στις δικαστικές αρχές και στη βρετανική κοινωνία.

Οι λέξεις

Το κατεξοχήν επιχείρημα όσων αρνούνται να αναγνωρίσουν τη γυναικοκτονία ως ξεχωριστή κατηγορία ανθρωποκτονίας είναι ότι με αυτήν τη λογική θα έπρεπε να υπάρχει και αντίστοιχος όρος για τους άντρες-θύματα: «ανδροκτονία». Κατά συνέπεια, λέει το επιχείρημα, δεν υπάρχει λόγος να κινητοποιηθούμε ειδικά για τις γυναίκες, απλώς η αστυνομία να κάνει τη δουλειά της, χωρίς να κοιτάζει το φύλο του θύματος.

Πώς όμως θα εξηγήσεις ένα έγκλημα, αν δεν διαβάσεις το πραγματικό κίνητρο; Πώς θα αποτρέψεις την επόμενη δολοφονία, αν δεν αναγνωρίσεις εγκαίρως το μοτίβο συμπεριφοράς και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά; Στη Βρετανία τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότερες γυναίκες που δολοφονούνται από τους συντρόφους τους έχουν κακοποιηθεί ήδη.

Αντιθέτως, όταν οι άντρες δολοφονούν τον άντρα σύντροφό τους είναι πιο πιθανό να έχουν υποστεί οι ίδιοι την κακοποίηση. Ούτε ο σεξισμός ως κίνητρο δολοφονίας εξαντλείται ανάμεσα στα ζευγάρια. Ένα από τα πιο τρομακτικά ευρήματα του  Δικτύου για τις Γυναικοκτονίες είναι ότι αν είσαι μητέρα αγοριού, είναι πιθανότερο να σε σκοτώσει ο γιος σου, παρά ένας άγνωστος.

Ο ουδέτερος όρος «ανθρωποκτονία» αποσιωπά όλα αυτά τα κρίσιμα χαρακτηριστικά. Παραβλέπει τη στοχοποίηση του θύματος εξαιτίας του φύλου του. Δεν είναι απλώς θέμα αρχής. Καταλήγουμε να μη διαβάζουμε αυτό που συμβαίνει, ο νομοθέτης να μη νομοθετεί στοχευμένα και η Αστυνομία και τα δικαστήρια να μην μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Έτσι, χάνονται ανθρώπινες ζωές.

Πόσα από αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά με τα οποία ήδη παλεύουν οι Βρετανοί βουλευτές έχουν στα χέρια τους οι Έλληνες συνάδελφοί τους προκειμένου να νομοθετήσουν για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα; Έτσι κι αλλιώς, δεν θα είναι εύκολο, αφού οι νόμοι για τις γυναικοκτονίες, ακόμη και με καλά data διαθέσιμα, πρέπει να απαντήσουν σε πολύ περίπολοκα ζητήματα. Η φύση αυτών των εγκλημάτων τα καθιστά εξαιρετικά δύσκολα ως προς την ανάγνωση και εξιχνίασή τους. Μία στις τρεις γυναικοκτονίες δεν εξιχνιάζεται ποτέ.

O βρετανικός νόμος, για παράδειγμα, δεν υποχρεώνει την αστυνομία να διερευνά αυτομάτως το οικογενειακό περιβάλλον μιας γυναίκας που πεθαίνει ξαφνικά στο σπίτι της. Τώρα διεξάγεται η συζήτηση στη Βουλή για να αλλάξει η σχετική πρόβλεψη.

Ο θάνατος της Κέιτι Γουάλντινγκ από υπερβολική δόση ναρκωτικών στα χέρια του συντρόφου της, τον οποίο η ίδια είχε καταγγείλει για κακοποίηση, δεν καταγράφηκε ως γυναικοκτονία. Η εισαγγελέας Χάνα Σάινταγουεϊ έδωσε αγώνα για να πείσει το δικαστήριο ότι η αυτοκτονία της Τζάστιν Ρις ήταν απόρροια της μακροχρόνιας κακοποίησης την οποία είχε καταγγείλει στην αστυνομία.

Οι βουλευτές συζητάνε τώρα πώς θα καταφέρουν τα θύματα κακοποίησης να μη δίνουν τις συνεντεύξεις τους σε αστυνομικούς αλλά σε εξειδικευμένους νομικούς, ώστε να ξέρουν ότι μιλάνε σε ανθρώπους που έχουν την κατάρτιση να διαβάσουν τις λεπτές γραμμές στις καταγγελίες τους. Πριν από μερικούς μήνες οι βουλευτές κατάφεραν, επίσης, με σχετικό νόμο να ακυρώσουν στην ουσία την υπερασπιστική γραμμή στην οποία κατέφευγαν όλο και περισσότεροι δράστες ότι ο θάνατος της συντρόφου τους υπήρξε ατύχημα στη διάρκεια βίαιου, συναινετικού σεξ. Αυτές είναι αλλαγές στους νόμους που κάνουν τη διαφορά.

Και στην Ελλάδα; Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε τροπολογία ώστε να συμπεριληφθεί ο όρος «γυναικοκτονία» στον ποινικό κώδικα. Ο δρόμος μπροστά μας είναι πάρα πολύ μακρύς. Όχι απλώς για να συμφωνήσουμε στις λέξεις, αλλά, το κυριότερο, για να κάνουμε αυτό που έχουν ξεκινήσει ήδη οι βρετανοί βουλευτές: να μαζέψουμε τα στοιχεία, να τα αξιολογήσουμε και να επιφέρουμε συγκεκριμένες αλλαγές στη νομοθεσία. Δηλαδή να αρχίσουμε να σώζουμε τις ζωές των ανθρώπων.