Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Γιατί (τους) κερδίζει ο Μητσοτάκης

Ανάλογο φαινόμενο, δηλαδή να μην υπάρχει εναλλακτικός φορέας εξουσίας ικανός να απειλήσει το κυβερνών κόμμα, δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Γιατί (τους) κερδίζει ο Μητσοτάκης

ΟΛΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΤΙ θα επιβεβαιωθεί το σενάριο που, έστω καθ’ υπερβολήν, ακούγεται εδώ και καιρό, σύμφωνα με το οποίο η μοναδική περίπτωση να ηττηθεί πολιτικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι να αποφασίσει τελικά κάποια στιγμή να αφήσει πίσω του τη χώρα και να βρεθεί σε κάποια σημαντική θέση στις Βρυξέλλες. Είναι άλλωστε η κρυφή του επιδίωξη, η οποία όμως είναι αρκετά δύσκολη, αφού οι σημαντικές θέσεις στις Βρυξέλλες είναι περιζήτητες.

Ανεξάρτητα από την επιτυχία της, γεγονός είναι πως ο ίδιος και το κόμμα του καταφέρνουν ακόμα να διατηρούν την κυριαρχία τους στην πολιτική σκηνή, ωστόσο έχουν ενδιαφέρον οι λόγοι για τους οποίους αυτό συμβαίνει.

Σίγουρα δεν πρόκειται για έναν χαρισματικό πολιτικό που γοητεύει τα πλήθη, ούτε για κάποιον που είχε εξαιρετικά θετικές επιδόσεις στα ήδη πολλά χρόνια της διακυβέρνησής του. Οι αιτίες δεν βρίσκονται εκεί αλλά στους απέναντι, στην αδυναμία ενός κόμματος της αντιπολίτευσης να δημιουργήσει τη δυναμική που απαιτείται για να μετατραπεί από ένα μικρό κόμμα σε κόμμα εξουσίας.

Ανάλογο φαινόμενο, δηλαδή να μην υπάρχει εναλλακτικός φορέας εξουσίας ικανός να δημιουργήσει μια δυναμική και να απειλήσει το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο και μόνο απρόβλεπτες μπορεί να χαρακτηριστούν οι εξελίξεις.

Η κυβέρνηση ήδη έχει συμπληρώσει αρκετούς μήνες της δεύτερης θητείας της και δείχνει να παραπαίει σε πολλά επίπεδα. Στα μικρά ή μεγάλα σκάνδαλα της πρώτης τετραετίας (π.χ. τηλεφωνικές παρακολουθήσεις), στους εγκληματικούς χειρισμούς που έχουν προηγηθεί (πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, καταστροφικές πυρκαγιές το καλοκαίρι, ναυάγιο στην Πύλο κ.ά.) έχουν ήδη προστεθεί το θέμα της ακρίβειας, η οποία έχει μεγεθυνθεί και συνεχίζει να καλπάζει αμείωτη, οδηγώντας μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες στα όριά τους, οι αγρότες που διαμαρτύρονται, οι φοιτητές που αντιδρούν στη χαμηλή χρηματοδότηση των ΑΕΙ και στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, οι βαθιά συντηρητικοί ψηφοφόροι που είναι ενοχλημένοι από το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Κι όμως, όλα αυτά τα θέματα που αγγίζουν εξαιρετικά μεγάλες ομάδες της κοινωνίας δεν είναι ικανά να προκαλέσουν την αντίστοιχη φθορά στην κυβέρνηση, η οποία βλέπει πως στις καμπύλες των δημοσκοπήσεων μειώνεται λίγο η επιρροή της, αλλά οι ανησυχίες περιορίζονται εκεί. Δεν υπάρχει κάποιο κόμμα που να «απειλεί» τη ΝΔ με επαρκή τρόπο, δεν υπάρχει μια πολιτική δύναμη ικανή να εισπράξει τη μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία είναι δεδομένη και καταγράφεται στις ίδιες μετρήσεις. Ένα μέρος της κοινωνίας στρέφεται στην αποχή, ένα δεύτερο, μικρότερο, σε λύσεις δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, ένα τρίτο απλώς παρατηρεί αμήχανο τις εξελίξεις.

Οι αιτίες για τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρνουν να μετατραπούν πάλι σε κόμματα ικανά να διεκδικήσουν με μεγάλες πιθανότητες, σε εύλογο χρόνο, την εξουσία είναι γνωστές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με μια νέα και σχεδόν αλλοπρόσαλλη ηγεσία σε ό,τι αφορά την πολιτική του ταυτότητα, προσπαθεί χωρίς επιτυχία να μαζέψει τα κομμάτια της διάσπασης και δεν δείχνει να τα καταφέρνει. Είναι εντυπωσιακό ότι καταφέρνει μια μεγάλη αρνητική επίδοση: είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα εξουσίας βρίσκεται στην αντιπολίτευση και η ήδη χαμηλή επιρροή του συνεχίζει να μειώνεται.

Το ΠΑΣΟΚ, για εγγενείς λόγους, και μετά τη συρρίκνωσή του στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, δεν μπορεί να πείσει −τουλάχιστον ακόμα− ότι είναι ικανό να κερδίσει τον πολιτικό χώρο που παραδοσιακά έγερνε προς τα δεξιά ή τα αριστερά και έδινε τις κρίσιμες πλειοψηφίες που ήταν ικανές να οδηγήσουν στην εξουσία. Παράλληλα, υφίσταται και μια γενναία αφαίμαξη πρώην στελεχών του από τη ΝΔ, όπως δείχνει η κινητικότητα του τελευταίου καιρού. Μερικά ενδεικτικά ονόματα: Εύη Χριστοφιλοπούλου, Πύρρος Δήμας, Ναπολέων Μαραβέλιας, Βούλα Πατουλίδου κ.ά.

Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι το ειδικό πολιτικό βάρος των συγκεκριμένων στελεχών, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, αλλά οι εντυπώσεις που δίνονται ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να γίνει πόλος έλξης ακόμα και για τα πρώην στελέχη του. Και παράλληλα οι επικοινωνιακές κινήσεις της ΝΔ, που την παρουσιάζουν ικανή να διευρύνει την επιρροή της πέρα από τον στενό παραδοσιακό της χώρο. Ό,τι χάνει προς τα δεξιά, προσπαθεί να το κερδίσει από τα αριστερά της.

Ανάλογο φαινόμενο, δηλαδή να μην υπάρχει εναλλακτικός φορέας εξουσίας ικανός να δημιουργήσει μια δυναμική και να απειλήσει το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο και μόνο απρόβλεπτες μπορεί να χαρακτηριστούν οι εξελίξεις όταν μεγάλο μέρος της κοινωνίας θα εκφράσει μεγάλη δυσαρέσκεια αλλά δεν θα υπάρχει ο πολιτικός φορέας που θα την υποδεχτεί. Κάποια πρώτα δείγματα είναι ανησυχητικά. Οι δεξιά της ΝΔ πολιτικές δυνάμεις (Βελόπουλος, Σπαρτιάτες, Χριστιανοί) διατηρούν ή και αυξάνουν, όπως ο πρώτος, την επιρροή τους.