Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Κουφοντίνας στο Κολωνάκι

Θέλουμε θεσμοθετημένα κριτήρια ή αρκεί το θυμικό μας και ο θόρυβος των ΜΜΕ;

Ο Κουφοντίνας στο Κολωνάκι

Οι ολιγοήμερες άδειες του Δ. Κουφοντίνα προκαλούν αντιδράσεις και δημόσια συζήτηση. Είναι έγκλειστος από το 2002, καταδικασμένος σε 11 φορές ισόβια για εγκλήματα με μεγάλη ποινική, ηθική και πολιτική απαξία. Οι αντιδράσεις μάς θυμίζουν ότι οι πολιτικές δολοφονίες, όπως κάθε βαρύ έγκλημα, προξενούν οδύνη και οργή. Οι συγγενείς των θυμάτων βίωσαν βίαιη και ανεπίστρεπτη απώλεια από τις πράξεις αυτόκλητων σωτήρων σε καιρό δημοκρατίας.


Ας προσπαθήσουμε να αποπροσωποποιήσουμε, όμως, τη συζήτηση: στο θέμα των αδειών ο Κουφοντίνας δεν στέκεται απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων. Στο κάτω-κάτω, οι οικείοι ενός θύματος μπορεί να μη θέλουν να πάρει ποτέ άδεια ο δολοφόνος. Να μην αποφυλακιστεί, να μη δει το φως του ήλιου, να μη δει τα παιδιά του, να μην πάρει ανάσα. Στον χώρο των ανθρώπινων παθών και της οδύνης η εκδίκηση κατέχει εξέχουσα θέση. Κατανοητή και σεβαστή, λοιπόν, η ανθρώπινη αντίδραση των συγγενών. Όταν, όμως, διατυπώνεται ταυτόχρονα ως πολιτική θέση, κρίνεται ανάλογα.


Απέναντί του, λοιπόν, ο βαρυποινίτης Κουφοντίνας έχει την πολιτεία. Από αυτήν ζητάει άδεια. Εκείνος που με πράξεις τρομοκρατικής βίας επέδειξε βαθιά περιφρόνηση στη δημοκρατία. Και είναι αυτή μια νίκη του κράτους δικαίου.

Ζητάει τις από τον νόμο προβλεπόμενες άδειες εκείνος που στην απολογία του έλεγε: «Αρνούμαι τις κατηγορίες, αρνούμαι το κατηγορητήριο, αρνούμαι να συνεργήσω στο να δικαστεί μια επαναστατική οργάνωση ως εγκληματική (...). Θεωρώ ότι το δικαστήριό σας δεν θέλει ούτε μπορεί να δικάσει τη 17Ν γι' αυτό που πραγματικά ήταν».

Κάθε αίτησή του επιβεβαιώνει την ευρύχωρη δύναμη της ταλαιπωρημένης, συκοφαντημένης δημοκρατίας. Επιβεβαιώνει συνάμα την ήττα των δικών του μεθόδων.

Οι άδειες των κρατουμένων προβλέπονται από τον νόμο. Όποια πολιτική δύναμη θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει ο νόμος, ας τον αλλάξει, εάν έλθει στην εξουσία. Είναι όμως ανεπίτρεπτη η πρόκληση ηθικού πανικού για πολιτικούς σκοπούς.


Γιατί είναι καλό να παίρνει ένας βαρυποινίτης άδεια; Γιατί οι δεσμοί εκτός φυλακής βρίσκονται στην καρδιά του σωφρονισμού, συμβάλλοντας στην ειδική πρόληψη και επανένταξη. Ομαλή επάνοδος σημαίνει οικογενειακούς δεσμούς, υποστηρικτικό περιβάλλον, επαγγελματική επανένταξη.

Κάποιοι από άγνοια ή σκόπιμα μιλούν για αποφυλάκιση. Προσοχή. Ο κρατούμενος δεν παύει να εκτίει την ποινή του. Βγαίνει με τον όρο ότι θα επιστρέψει στη φυλακή. Δεν μιλάμε για διακοπή εκτέλεσης της ποινής, υφ' όρων απόλυση, αναστολή ή κάτι παρόμοιο.

Η άδεια δεν συνδέεται με τη βαρύτητα του αδικήματος, δεν συνιστά αθώωση ή καταδίκη. Ο σωφρονισμός αφορά ανεξαιρέτως όλα τα αδικήματα.

Υπήρχαν παλιότερα εξαιρέσεις; Ναι, αποκλείονταν όσοι κρατούνταν σε φυλακές ασφαλείας τύπου Γ. Όταν καταργήθηκαν οι φυλακές αυτές, καταργήθηκαν και οι εξαιρέσεις.

Υπάρχουν, φυσικά, προϋποθέσεις: πρέπει να έχει εκτίσει το 1/5 της ποινής ή 8 έτη σε περίπτωση ισοβίων, να μην εκκρεμεί ποινική διαδικασία για κακούργημα, να μην εκτιμάται κίνδυνος νέων εγκλημάτων, φυγής ή κακής χρήσης της αδείας. Αυτά εξετάζει το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο με προεδρεύοντα εισαγγελέα. Δεν εξετάζει αν ο κρατούμενος μετάνιωσε, αν έχει αλλάξει βιοθεωρία, αν βλέπει τον κόσμο διαφορετικά, αν αυτομαστιγώνεται στο κελί του. Αυτά πρέπει να εξετάζονται αν ο κρατούμενος ζητήσει αναστολή.


Διαβάζουμε: «Δεν έχει επιδείξει ο Κουφοντίνας την παραμικρή μεταμέλεια». Μπορεί να είναι έτσι. Κάποιοι είδαν αλαζονεία και πρόκληση στη «βόλτα στο Κολωνάκι». Μπορεί να έχουν δίκιο. Ο καθένας ας το κρίνει. Όμως αυτό δεν συνδέεται με τη χορήγηση άδειας.

Ο Συνήγορος του Πολίτη το 2008 χαρακτήρισε παράνομη τόσο ενδεχόμενη ερώτηση προς τον αιτούντα άδεια για το αδίκημά του όσο και την απαίτηση για δήλωση μετάνοιας. Και πάντως, εν προκειμένω, αν η «ένοπλη επαναστατική δράση» κατέληξε «προκλητική βόλτα», δεν το λέει κανείς εύκολα απειλή για την ασφάλεια.

Αν το 2032 ο αδειούχος κρατούμενος Ρουπακιάς κυκλοφορήσει στη Νίκαια πολλοί θα αγανακτήσουν. Όμως σε μια ανοιχτή κοινωνία μαθαίνουμε να ζούμε και με τη δυσφορία μας. Εκεί δοκιμαζόμαστε.


Ας πούμε, λοιπόν, ανοιχτά τι θέλουμε. Θα έπρεπε ο κρατούμενος να ερωτηθεί αν μετάνιωσε; Ειδικά αυτός; Όχι ο έμπορος ναρκωτικών, ο καταδικασμένος για σεξουαλικά εγκλήματα, ο νονός της νύχτας; Κι ακόμα, η δήλωση μετάνοιας τι σημασία θα είχε; Μήπως θέλουμε κάποιες κατηγορίες κρατουμένων να αποκλειστούν συνολικά από τις άδειες, χωρίς εξατομικευμένη κρίση; Ή μήπως θέλουμε συνολική περιστολή, ακόμα και κατάργηση των αδειών; Εν τέλει, θέλουμε θεσμοθετημένα κριτήρια ή αρκεί το θυμικό μας και ο θόρυβος των ΜΜΕ;


Οι άδειες ισχύουν από το 1989 με αποτελέσματα αναμφίβολα θετικά. Όλοι σχεδόν βγαίνουν και επιστρέφουν κανονικά, έχουν κίνητρο καλής διαγωγής στη φυλακή, έχουν κίνητρο να αποφεύγουν παράνομες πράξεις εκτός φυλακής. Μόνο ένα 2% δεν επιστρέφει ή διαπράττει άλλο αδίκημα. Και το αρμόδιο συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί αιτιολογημένα τη χορήγηση άδειας. Το συμβούλιο, όχι η κυβέρνηση ή ο υπουργός.


Δεν είναι, φυσικά, παράλογη η δυσφορία ή η απέχθεια μπροστά σε έναν κρατούμενο, οι πράξεις του οποίου γεννούν φορτίσεις και αποτροπιασμό. Πάντα έτσι συνέβαινε και θα συμβαίνει. Αν το 2032 ο αδειούχος κρατούμενος Ρουπακιάς κυκλοφορήσει στη Νίκαια πολλοί θα αγανακτήσουν. Όμως σε μια ανοιχτή κοινωνία μαθαίνουμε να ζούμε και με τη δυσφορία μας. Εκεί δοκιμαζόμαστε. Η δημοκρατία δείχνει τα δόντια της αλλά και την ευρυχωρία της απέναντι στους εχθρούς της, είτε στη Νίκαια είτε στο Κολωνάκι.

Εν προκειμένω, ο κρατούμενος Κουφοντίνας κρίθηκε για τις πράξεις του και καταδικάστηκε. Αμετάκλητα, ποινικά και ηθικά. Η χορηγούμενη άδεια δεν ισοδυναμεί με συλλογική συγχώρεση, δεν αμφισβητεί ούτε αναιρεί την καταδίκη του.


Οι άδειες των κρατουμένων προβλέπονται από τον νόμο. Όποια πολιτική δύναμη θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει ο νόμος, ας τον αλλάξει, εάν έλθει στην εξουσία. Είναι όμως ανεπίτρεπτη η πρόκληση ηθικού πανικού για πολιτικούς σκοπούς.

Είναι κακόβουλη η απαξίωση συλλήβδην των αδειών, θεσμού με ανυπολόγιστη συμβολή στην ομαλή λειτουργία των φυλακών και στην επανένταξη των κρατουμένων. Όσοι το κάνουν, ευθέως υπονομεύουν τη δημόσια ασφάλεια κι ας ορκίζονται στο όνομά της.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO