Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Βαθιά, ελληνική αδιαφορία

Eκτιμώντας τις ειδήσεις για την έλευση του νέου iPhone και των κινητοποιήσεων για την κλιματική αλλαγή.

Βαθιά, ελληνική αδιαφορία

Μία από τις ειδήσεις των ημερών, από αυτές που γίνονται κατεξοχήν viral σχολιασμού, είναι η επιτυχία των καινούργιων iPhone 11 της Apple, συγκεκριμένα το γεγονός ότι μέσα σε μία ημέρα εξαντλήθηκε το στοκ των παραγγελιών. Οι Έλληνες αγοραστές στόχευσαν, λέει, κυρίως τους πιο ακριβούς τύπους, το iPhone 11 Pro (1.229 ευρώ) και το iPhone 11 Pro Max (1.700 ευρώ). Συμπτωματικά, τις ίδιες πάνω-κάτω μέρες είχαμε την κινητοποίηση των μαθητών για το κλίμα με μικρή ελληνική συμμετοχή συγκριτικά, για παράδειγμα, με τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ιταλών. Στην ελληνική σκηνή των κινητοποιήσεων εμφανίστηκαν γνωστές αριστερές οργανώσεις και τα λευκά μαλλιά των ανθρώπων του κινηματικού ακτιβισμού, παρότι δεν κατέβηκαν μόνον αυτοί, όπως έσπευσαν να γράψουν χαιρέκακα οι διάφοροι «εχθροί της Γκρέτας» στα social media.


Καλό είναι να στεκόμαστε πιο προσεκτικά σε αυτές τις ειδήσεις. Εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων, 10-15.000 εύποροι άνθρωποι έχουν την άνεση για επίζηλα ακριβά gadgets. Μην ξεχνάμε, επίσης, πως σε όλες τις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς η κίνηση των επιθυμιών είναι μαζική και σαρωτική, ενώ οι δυνατότητες για την πραγματοποίηση αυτών των επιθυμιών περιορισμένη. Όποιος, ας πούμε, έχει την παραμικρή επαφή με τις ηλικίες των μαθητών, ξέρει ότι σε κάθε αυθεντικό Vans παπούτσι (ή όποια άλλη μάρκα της μόδας) αντιστοιχούν πέντε και δέκα φτηνότερες και προσιτές απομιμήσεις. Στα ηλεκτρονικά δεν ισχύει το ίδιο, αλλά κι εκεί δεν είναι μεγάλος ο αριθμός αυτών που μπορούν να αγοράσουν στην κλίμακα των χιλίων και των δύο χιλιάδων. Με άλλα λόγια, αν ξύσεις κάτω από το εφέ της είδησης για το «ξεπούλημα των πανάκριβων iPhones», δεν υπάρχει κάποια έκπληξη: λίγες χιλιάδες άνθρωποι μπορούν να κάνουν την επιθυμία τους πραγματικότητα, αν και υπάρχουν πολύ περισσότεροι που τους ακολουθούν ως κατά φαντασίαν followers. Συνέβαινε και παλιότερα με άλλα αντικείμενα κύρους, συμβαίνει και σήμερα.

Αν ξύσεις κάτω από το εφέ της είδησης για το «ξεπούλημα των πανάκριβων iPhones», δεν υπάρχει κάποια έκπληξη: λίγες χιλιάδες άνθρωποι μπορούν να κάνουν την επιθυμία τους πραγματικότητα, αν και υπάρχουν πολύ περισσότεροι που τους ακολουθούν ως κατά φαντασίαν followers. Συνέβαινε και παλιότερα με άλλα αντικείμενα κύρους, συμβαίνει και σήμερα.


Το δεύτερο, όμως, νέο των ημερών μάλλον σημαίνει περισσότερα. Αν και δεν έδωσε σκανδαλισμένους τίτλους, η ισχνή συμμετοχή στην κινητοποίηση για το κλίμα επιβεβαιώνει αυτό που ξέρουμε από καιρό: τη βαθιά αδιαφορία για τα θέματα του περιβάλλοντος. Ας παραδεχτούμε, πάντως, πως τα τελευταία χρόνια κάτι έχει αλλάξει. Τι έχει αλλάξει όμως; Ένα τμήμα των μορφωμένων μεσοαστικών στρωμάτων, ένα –μικρό– μέρος από τα παιδιά τους και ένας τομέας οικονομικών δραστηριοτήτων στην εναλλακτική αγορά αγαθών και υπηρεσιών δείχνουν να κινούνται αντίστροφα απ' το ρεύμα. Κάτι αλλάζει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ιδίως μέσα από ατομικές στροφές και οικογενειακές επιλογές, συχνά για λόγους υγείας ή στη βάση άλλων θεραπευτικών και κοινωνικών αγωνιών. Ωστόσο, αυτές οι ευαισθησίες, όσο αξιοσημείωτες και διευρυμένες και αν είναι σε σχέση με το παρελθόν, δεν ανατρέπουν τη μεγάλη ελληνική αδιαφορία.

Αλλαγές υπάρχουν, είναι όμως αδύναμες σε σχέση με το κύριο ρεύμα. Τι είναι όμως αυτή η αδιαφορία; Από τι συντίθεται; Δεν πρόκειται απλώς για την υποτίμηση του εκτός οικίας δημόσιου χώρου αλλά για εμφανή αδυναμία να εκτιμήσουμε τον χώρο ζωής, τη φύση και τα κτίσματα, τις επιφάνειες και τα αντικείμενα της καθημερινής χρήσης. Είναι μια ορισμένη απάθεια σε σχέση με τον εξωτερικό υλικό κόσμο και ένα είδος αναισθητοποίησης στα παθήματά του. Θυμίζει εκείνες τις μέρες με τα βουνά των σκουπιδιών και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι εξοικειώνονται και συνηθίζουν – καταφεύγοντας, απλώς, σε μια θεατρική δυσαρέσκεια μπροστά στις κάμερες των τηλεοράσεων. Συχνά η αδιαφορία κρύβεται πίσω από τη θεατρικότητα μιας στιγμιαίας εξέγερσης, που όμως δεν είναι πραγματικό ενδιαφέρον, ούτε αληθινή ενεργοποίηση.

Θα μπορούσε κανείς να αστειευτεί, λέγοντας ότι αυτή η αδιαφορία αποδεικνύει επιτέλους ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε έθνος θεωρητικό και μεταφυσικό: είμαστε συνεπείς «ιδεαλιστές». Συζητούμε, ας πούμε, με ιδιαίτερη άνεση για ιδέες ή παγκόσμια γεωπολιτική, για το Τσερνόμπιλ ή τις ΑΟΖ, για τον Τζορτζ Σόρος και τον Μπορίς Τζόνσον. Δεν αντιλαμβανόμαστε όμως ως σημαντικά το πεζοδρόμιο, το τοιχίο, τις καρέκλες στην αίθουσα διδασκαλίας. Ελάχιστα μας συγκινεί το ερειπωμένο, το παρατημένο, το άθλιο. Από χρόνια φαίνεται να έχουμε αναθέσει τη φροντίδα για τον αισθητό κόσμο και τα πλάσματα της φύσης στους ποιητές. Απωθώντας ως πικρό και δύστηνο το αγροτικό μας παρελθόν, περάσαμε σε μια τυφλή αστική συνθήκη. Δεν είναι έτσι τυχαία η ελληνική αποθέωση του αυτοκινήτου και η σχετική περιθωριοποίηση άλλων μέσων, όπως το ποδήλατο.Στο αυτοκίνητο δεν βλέπεις τον κόσμο στις λεπτομέρειες της σύστασής του. Το πέρασμα είναι γρήγορο ή και όταν ακινητοποιείται ή φρακάρει (μέσα στο μποτιλιάρισμα ή στο σημειωτόν της κίνησης) το μάτι του οδηγού πάλι δεν βλέπει κάτι: απλώς καίγεται από την άγρια σπουδή να ξεκολλήσει. Με άλλα λόγια, το Ι.Χ. αντιστοιχεί περίφημα σε μια αίσθηση ατομικής αυτάρκειας και σε μια αφηρημένη και επιδερμική πρόσληψη του εξωτερικού κόσμου. Έχω την εντύπωση πως αυτές οι δύο στάσεις εξακολουθούν να είναι πάντοτε ισχυρές, ακόμα και αν έχει μεσολαβήσει η κρίση που, υποθετικά, συνέτριψε ορισμένες ψευδαισθήσεις μεγαλείου και μας έφερε όλους πιο κοντά στον πυθμένα των «υλικών προβλημάτων».

Μέρος του ίδιου προβλήματος είναι όμως και η ανέξοδη μετάβαση στη γενίκευση, στις ισοπεδωτικές πολιτικές αφαιρέσεις, και η γνωστή κουβέντα που αναλώνεται σε αφορισμούς αλληλοεξόντωσης στα social media. Δεν είναι τυχαίο που, ενώ αλλού η περιβαλλοντική μέριμνα αρχίζει από τα μικρά, από το μερεμέτισμα και την επισκευή, εδώ πολλές «δράσεις» ξεκινούν κατευθείαν και εξαντλούνται στην καταγγελία του συστήματος, του κέρδους κ.λπ. Όπως και με άλλες μορφές, η γενική κλιμάκωση προηγείται της ουσιαστικής γνωριμίας με το πρόβλημα και της προσπάθειας να βρεθούν λύσεις. Οτιδήποτε χαμηλό και δίχως κοσμοθεωρητικές φιλοδοξίες είτε αφήνεται να μαραθεί είτε γίνεται αντικείμενο περιφρόνησης ως «απολίτικο». Έτσι, επικράτησε η αδιαφορία για τα πρακτικά, για το τρέξιμο και την υλοποίηση. Από τα μεγαλύτερα στα μικρότερα έργα κερδίζει κατά κράτος η αιώνια συζήτηση για θέματα αρχών και προθέσεων, ένας τρύπιος ιδεαλισμός. Η εργασία σε ένα «χαμηλότερο» επίπεδο δεν έχει δόξα, ούτε προσφέρεται για πολιτικές καριέρες, όχι τουλάχιστον με γρήγορο και αναγνωρίσιμο τρόπο.


Θα αντιτείνει κανείς πως στις έρευνες κοινής γνώμης τα θέματα της κλιματικής αλλαγής και τα περιβαλλοντικά αξιολογούνται πλέον ως πολύ σημαντικά. Όπως φαίνεται, επίσης, τα οικολογικά θα γίνουν μήλον της έριδος στην κεντρική πολιτική σκηνή ανάμεσα σε μια αριστερά που ψάχνει τρόπους να προσελκύσει ευαίσθητους νέους και σε μια κυβέρνηση που θέλει να εντάξει το περιβάλλον στην αναπτυξιακή ατζέντα μιας σύγχρονης κεντροδεξιάς. Τα όποια πολιτικά παιχνίδια, όμως, δεν μπορεί να κρύψουν την πικρή αλήθεια. Πολύτιμα πράγματα χάνονται μέσα σε μια θάλασσα δεξιάς καχυποψίας και αριστερού πολιτικαντισμού για τα περιβαλλοντικά. Τι χάνεται; Η ατομική ευθύνη, το πνεύμα του πρακτικού πειραματισμού και η πραγματική μέριμνα για τα «μικρά». Θριαμβεύει ο στομφώδης ανθρωπισμός, οι ρητορικές της Αποκάλυψης και μια ξέφρενη συνωμοσιολογία. Και αυτός ο αντιοικολογικός πρωτογονισμός της βαθιάς Ελλάδας αναπόφευκτα θα γεννήσει οικολογικούς ελιτισμούς και όλο και πιο ανεδαφικούς ριζοσπαστισμούς. Ανάμεσα στην ασπόνδυλη θεωρία και σε σκόρπιους ακτιβισμούς, θα σπαταλάμε πολύτιμες δυνατότητες. Πάνω απ' όλα, τη δυνατότητα να ζήσουμε καλύτερα σε αυτήν τη χώρα. Θα έχουμε, βέβαια, πολύ υλικό να αφηγούμαστε τις ήττες μας, σε αυτό μας προδιαθέτει καλά η λυρική μας πατριδογνωσία. Εκτός κι αν κάποιοι νεότεροι και πιο υποψιασμένοι αλλάξουν το παιχνίδι και τους κανόνες του. Και αγαπήσουν τις λεπτομέρειες της χώρας εξίσου με τα πανοραμικά πλάνα και τις βεβαιότητες με τις οποίες πολιτευτήκαμε έως πρόσφατα.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO