Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τατιάνα Μπόλαρη: Οι μεγάλες στιγμές μιας μαχητικής φωτορεπόρτερ

Η φωτορεπόρτερ του πρακτορείου Eurokinissi Τατιάνα Μπόλαρη αφηγείται τη ζωή της στη LiFO.

Τατιάνα Μπόλαρη: Οι μεγάλες στιγμές μιας μαχητικής φωτορεπόρτερ

Ζω στο Παγκράτι από τότε που ο παππούς μου έχτισε σπίτι και εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς στον Προφήτη Ηλία. Εδώ πήγα σχολείο, δημοτικό στο 3ο, γυμνάσιο-λύκειο στο 17ο, όπως η μητέρα και η θεία μου, εδώ κυρίως κινούμαι, εδώ βρίσκονται οι περισσότεροι φίλοι και οι συγγενείς μου και μέρη αγαπημένα, όπως η πλατεία Πλαστήρα, η πλατεία Προσκόπων, η πλατεία Βαρνάβα, ο πεζόδρομος της Εμπεδοκλέους... Δεν έφυγα ποτέ από αυτήν τη συνοικία, ακόμα και όταν ανεξαρτητοποιήθηκα, ούτε και πρόκειται. Τη λατρεύω, παρότι, δυστυχώς, έχει αλωθεί κι αυτή από το Αirbnb. Είναι για μένα σημείο αναφοράς, γεμάτο μνήμες.

Πρόλαβα, μάλιστα, τις εποχές που μαζευόμασταν μετά το σχολείο τα γειτονόπουλα και παίζαμε έξω, στον δρόμο. Η μητέρα μου, θυμάμαι, μου έδειχνε μικρή φωτογραφίες εποχής δικές της και μου διηγούνταν μαζί με τον παππού ιστορίες για το παλιό Παγκράτι, για τους χωματόδρομους που υπήρχαν τότε, για τον Προφήτη Ηλία, που τότε ήταν εξοχικό ξωκλήσι όπου πηγαίνανε τα σχολεία εκδρομές, για τον ποταμό Ιλισό με τα γραφικά γεφυράκια του, απ' όπου περνούσες απέναντι στην Καλλιρρόης. Ήταν μεγάλη αμαρτία το μπάζωμα του Ιλισού, όπως και του Κηφισού. Η πόλη θα ήταν πολύ ομορφότερη αν, αντί να τους θάψουν, τους είχαν αναδείξει και διαμορφώσει κατάλληλα.


• Αποφοιτώντας από το λύκειο, σκόπευα να σπουδάσω Πολιτικές Επιστήμες, όμως τελικά κατάλαβα ότι με τραβούσε περισσότερο η δημοσιογραφία, ειδικά το φωτορεπορτάζ, καθώς σκέφτομαι πολύ με εικόνες. Πήρα το έναυσμα από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον Δημήτρη, που είχε μόλις ξεκινήσει ως δημοσιογράφος. Υπήρχε έπειτα το προηγούμενο του παππού μου, που ήταν παθιασμένος ερασιτέχνης φωτογράφος, κάτι που κληρονόμησε και η μητέρα μου! Είχε φτιάξει μέχρι σκοτεινό θάλαμο – έχουμε ακόμα τη λάμπα του, που άναβε με πετρέλαιο. Η πρώτη μου φωτογραφική μηχανή ήταν εκείνη της μαμάς, μια Kodak Retinette. Η οποία μαμά είχε αρχικά αντιρρήσεις, «πολύ σκληρή δουλειά για γυναίκα διάλεξες», «πώς θα τα καταφέρεις», τέτοια. Δεν είχε κι άδικο.

Ναι, είμαι φεμινίστρια, αλλά με την έννοια της ισότητας, όχι της ισοπέδωσης. Σαφώς και είχα θέματα ως γυναίκα σε έναν χώρο ανδροκρατούμενο, όταν ξεκίνησα. Στην αρχή δεν μου μίλαγε άνθρωπος, παρά μόνο για να μάθει για ποιον δουλεύω. Έπρεπε επίσης να προσπαθήσω πολύ περισσότερο απ' ό,τι ένας άνδρας συνάδελφος ώστε να πείσω. Διπλό ζόρι, διπλός τσαμπουκάς, διπλά κουράγια!

Το '89, όταν ξεκίνησα, υπήρχαν μόλις τρεις γυναίκες φωτορεπόρτερ. Εν τέλει συναίνεσε. Σπούδασα φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, δούλευα παράλληλα βοηθός σε δικηγορικό γραφείο για να βγάλω τα δίδακτρα –εμπειρία που με βοήθησε αργότερα στο δικαστικό ρεπορτάζ– και ξεκίνησα να κάνω κάποια πρώτα θέματα συνεργαζόμενη με το πρακτορείο των αδελφών Φλώρου που βρισκόταν στη στοά της Πανεπιστημίου 64, στο υπόγειο. Ήταν τότε εκεί ο Γιώργος ο Κονταρίνης και ο Βασίλης ο Παπαδόπουλος. Το '91 έφυγα από κει και μαζί με άλλους συναδέλφους στήσαμε δικό μας πρακτορείο, τη Eurokinissi, όπου συνεχίζω μέχρι σήμερα, καλύπτοντας θέματα σε Ελλάδα και εξωτερικό.

• Τα Δεκεμβριανά του '08, το ξέσπασμα της κρίσης, οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις, οι διαδηλώσεις, οι ταραχές, τα δραματικά γεγονότα που έτρεχαν καθημερινά σχεδόν «απογείωσαν» το επάγγελμά μας, το έκαναν όμως και επικίνδυνο. Ειδικά την περίοδο '10-'12, οπότε υπήρχε πολλή βία στους δρόμους και μια καταστολή ωμή, απροκάλυπτη, είχαμε στοχοποιηθεί και οι φωτορεπόρτερ.

Οι περιπτώσεις του Μάριου Λώλου, του προέδρου της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας, που παραλίγο να τον χάσουμε τότε, και η δική μου, επειδή ο αστυνομικός που με κοπάνησε υπήρξε ο μόνος δράστης τέτοιων επιθέσεων που καταδικάστηκε, είναι από τις γνωστότερες, όμως πολλοί ακόμα συνάδελφοι ξυλοκοπήθηκαν τότε άσχημα επειδή απλώς έκαναν τη δουλειά τους.

«Είναι λογικό να φοβούνται οι αστυνομικοί των ΜΑΤ τους φωτογραφικούς φακούς, τους φαίνονται σαν όπλο», ήταν η αμίμητη απάντηση του τότε υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ., Παπουτσή, στις καταγγελίες μας. Και μας καλούσε να φοράμε διακριτικά, ειδικά γιλέκα κ.λπ. ώστε να μας ξεχωρίζουν, λες και πριν κρυβόμασταν ‒ αποδείχτηκε όμως ότι ούτε αυτό τους συγκινούσε. Ήταν τόσο πολλά τα περιστατικά, ώστε το '13 διοργανώσαμε ολόκληρη έκθεση για να τα δείξουμε στον κόσμο, την «Είδηση υπό Διωγμό», η οποία έφτασε μέχρι το Ευρωκοινοβούλιο. Πλέον, βέβαια, αυτά τα ωραία συμβαίνουν κι αλλού: είδαμε ένστολους να χτυπούν φωτορεπόρτερ στην Ισπανία που κάλυπταν εξώσεις, όπως και στη Γαλλία με τα «Κίτρινα Γιλέκα».

Λένε ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις – λάθος, είναι χίλιες σκέψεις. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO


• Είδα και έζησα πολλά κάνοντας φωτορεπορτάζ στους δρόμους. Δεν θα ξεχάσω το πρώτο πτώμα που αντίκρισα και το σοκ που έπαθα. Ήταν ήδη δύο ημερών. Δεν είναι μόνο η εικόνα, είναι και η έντονη οσμή που παραμένει πάνω σου και αφού πλυθείς. Έχω καλύψει σεισμούς και φυσικές καταστροφές, το πολύνεκρο ναυάγιο του Express Samina, εξεγέρσεις σε φυλακές, ταραχές σε προσφυγικά camps, αυτά όμως που είδα στην Ειδομένη με τους πρόσφυγες το '16 με συντάραξαν κυριολεκτικά, όπως και όλους όσοι βρεθήκαμε εκεί. Η απελπισία να ξεχειλίζει, να γίνεται πόλεμος κανονικός...

Συγκλονιστικά ήταν, βέβαια, και όσα διαδραματίζονταν στους δρόμους επί ενάμιση μήνα σχεδόν μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Δεν είχα ξαναδεί να ξεσπά τόση συσσωρευμένη οργή. Εκεί όμως που πραγματικά τρόμαξα και φοβήθηκα ότι θα έχουμε νεκρούς ήταν στο Σύνταγμα, τον Ιούνιο του '11, όταν τα ΜΑΤ, αφού έπνιξαν την πλατεία στα χημικά, έριξαν ασφυξιογόνα και στο μετρό του Συντάγματος. Να τους παρακαλεί από τη μικροφωνική ο ίδιος πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου, ο Λουράντος, να σταματήσουν, αλλά αυτοί τίποτα.

Ούτε με μάσκα δεν άντεχες. Αφήναμε κάθε τόσο τις μηχανές για να φροντίσουμε κάποιον δίπλα μας που κατέρρεε. Οι συνάδελφοι του γαλλικού πρακτορείου μάς είχαν προμηθεύσει κάποια σπρέι Maalox που τα εφαρμόζαμε σε όποιον χρειαζόταν. Από καθαρή τύχη γλιτώσαμε τα χειρότερα. Συγκλονιστικό, βέβαια, ήταν και αυτό που συνέβη στη Marfin, στη Σταδίου, που ποτέ δεν μάθαμε ποιος και γιατί...


• Αν φοβάμαι μήπως ξαναγυρίσουμε σε τέτοιες «άγριες» εποχές; Δεν ξέρω, πάντως, ειδικά μετά την τελευταία πορεία του Πολυτεχνείου, είχαμε πολλά περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας στα Εξάρχεια. Σε δύο τουλάχιστον από αυτά που κατάφερα να φωτογραφίσω, άνδρες των ΜΑΤ ξεγύμνωσαν εξευτελιστικά αρχικά έναν νέο άνδρα, ύστερα μια κοπέλα που άρπαξαν στην τύχη στην πλατεία, ενώ δεν συνέβαιναν επεισόδια, δεν υπήρχε καν οργανωμένη συγκέντρωση. Ανατρίχιασα σαν είδα τι τράβηξα, δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τότε.

Φλόμωσαν στο δακρυγόνο μέχρι και την ταβέρνα, τη Ροζαλία. Με τέτοιες συμπεριφορές δεν θέλει και πολύ να συμβεί κάποιο κακό και να ξεφύγει η κατάσταση. Γιατί ακόμα και δικαίως να γίνεται, άλλο πράγμα είναι η προσαγωγή κάποιου που κατηγορείται για κάτι, άλλο ο ομαδικός εκδικητικός ξυλοδαρμός και ο εξευτελισμός του. Δεν είναι μόνο τα Εξάρχεια, τα ίδια συνέβησαν και στην εισβολή στο σπίτι του Ινδαρέ στο Κουκάκι. Μια αστυνομία απαίδευτη, ανεκπαίδευτη, που συμπεριφέρεσαι σαν συμμορία, σίγουρα δεν είναι το καλύτερο δημοκρατικό εχέγγυο.

Το συναίσθημα που εισπράττεις κάνοντας ένα τέτοιο επάγγελμα είναι πολύ έντονο. Τα ζεις κυριολεκτικά τα γεγονότα, γίνεσαι μέρος τους. Είναι αδύνατο να αποστασιοποιηθείς, να τα δεις διεκπεραιρεωτικά. Χάνεις την ίδια την αίσθηση του χρόνου, συμβάντα του παρελθόντος τα βιώνεις σαν τωρινά.


• Ναι, είναι «βαρέα ανθυγιεινά» το επάγγελμά μας, ασχέτως του ότι δεν συγκαταλέγεται σε αυτά! Δεν είναι μόνο η πιθανότητα να δεχτείς επίθεση ή και να σου αρπάξουν τον εξοπλισμό, είναι επίσης τα άπειρα χημικά που «τρως» όταν καλύπτεις επεισόδια. Από το '08 και μετά ειδικά έπεφταν ένα σωρό «αναβαθμισμένα» χημικά που δεν άντεχαν ούτε οι πιο έμπειροι ‒ αναγκαστήκαμε όλοι να αγοράσουμε αντιασφυξιογόνες μάσκες. Σε συνάδελφο που πήγε για εξετάσεις βρήκαν ραβδώσεις στον πνεύμονα και αιτία ήταν οι υπερβολικές ποσότητες που είχε εισπνεύσει. Ο Μάνος Κυπραίος κουφάθηκε από χειροβομβίδα κρότου-λάμψης – και πόσοι άλλοι με προβλήματα υγείας.

Είναι φορές που παίζεις το κεφάλι σου κανονικά. Αλλά δεν γίνεται να σε αντιμετωπίζει η αστυνομία ή όποιος άλλος ως εχθρό. Είσαι επαγγελματίας, έχεις χρέος να καταγράφεις ό,τι βλέπεις, ακολουθείς κάποια δεοντολογία. Εγώ θα τους έλεγα: «Αν δεν θέλετε να δείχνουμε άσχημα πράγματα, απλώς μην τα κάνετε!».


• Η δουλειά η δική μας απαιτεί από τη φύση της να είμαστε στη «μέση», γι' αυτό και βάλλεται από πολλές πλευρές. Ό,τι συμβαίνει, το τραβάς ‒ δεν νοείται αλλιώς φωτορεπορτάζ. «Για να μην μπορεί κανείς να πει "δεν ήξερα"», όπως έλεγε ο Μπεχράκης, ανεξάρτητα από το τι κομμάτι ψυχικό σού φεύγει εσένα στη διαδικασία αυτή. Θα δώσω την εικόνα με τον τραυματισμένο διαδηλωτή, θα δώσω και την αντίστοιχη με τον αστυνομικό, θα βρεθώ με την κάμερα πίσω και από τις δύο γραμμές, αν χρειαστεί.

Τώρα, αν η δουλειά μου φαίνεται σε κάποιους ετεροβαρής, αυτό συμβαίνει γιατί η βία που ασκείται καθαυτή είναι ετεροβαρής. Φυσικά, δεν καλύπτουμε μόνο επεισόδια, καταγράφουμε οτιδήποτε συμβαίνει εκεί έξω. Για μας είναι όλα ρεπορτάζ, ακόμα και όταν φωτογραφίζουμε ένα ουράνιο τόξο, ένα ηλιοβασίλεμα, ένα χιονισμένο τοπίο, έναν άστεγο, κάποιο αδέσποτο. Ζωντανά ντοκουμέντα είναι κι αυτά.

Δεν θα ξεχάσω το πρώτο πτώμα που αντίκρισα και το σοκ που έπαθα. Ήταν ήδη δύο ημερών. Δεν είναι μόνο η εικόνα, είναι και η έντονη οσμή που παραμένει πάνω σου και αφού πλυθείς. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO


• Το συναίσθημα που εισπράττεις κάνοντας ένα τέτοιο επάγγελμα είναι πολύ έντονο. Τα ζεις κυριολεκτικά τα γεγονότα, γίνεσαι μέρος τους. Είναι αδύνατο να αποστασιοποιηθείς, να τα δεις διεκπεραιρεωτικά. Χάνεις την ίδια την αίσθηση του χρόνου, συμβάντα του παρελθόντος τα βιώνεις σαν τωρινά. Θυμάμαι το '99 έναν Κούρδο διαδηλωτή να αυτοπυρπολείται μπροστά μου έξω από τη Βουλή, σε πορεία μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν. Μπορώ να σ' το περιγράψω ακριβώς, σαν να συνέβη μόλις... Ένας φίλος ψυχίατρος μου έλεγε ότι οι ρεπόρτερ και οι φωτορεπόρτερ πρέπει κανονικά να κάνουμε ψυχανάλυση τουλάχιστον άπαξ τον μήνα!


• Ναι, είμαι φεμινίστρια, αλλά με την έννοια της ισότητας, όχι της ισοπέδωσης. Σαφώς και είχα θέματα ως γυναίκα σε έναν χώρο ανδροκρατούμενο, όταν ξεκίνησα. Στην αρχή δεν μου μίλαγε άνθρωπος, παρά μόνο για να μάθει για ποιον δουλεύω. Έπρεπε επίσης να προσπαθήσω πολύ περισσότερο απ' ό,τι ένας άνδρας συνάδελφος ώστε να πείσω. Διπλό ζόρι, διπλός τσαμπουκάς, διπλά κουράγια!

Ευτυχώς, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί, υπάρχουν πια αρκετές γυναίκες φωτορεπόρτερ, οι προκαταλήψεις υποχώρησαν. Το χαίρομαι πραγματικά αυτό, όπως και το γεγονός ότι, ειδικά μετά το '08, αναπτύχθηκε μια έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ των συναδέλφων. Όλοι προστατεύουμε όλους, είτε βρισκόμαστε σε επεισόδια, είτε σε πλημμύρες, είτε σε φωτιές, είτε οπουδήποτε, ανεξάρτητα από το πρακτορείο για το οποίο εργαζόμαστε – προέχει η ασφάλεια.


• Σίγουρα δεν ευνοεί την προσωπική σου ζωή μια τέτοιου είδους εργασία. Δεν είναι μόνο ότι είσαι διαρκώς στην «πρίζα», ότι χρειάζεσαι γερές αντοχές, σωματικές και ψυχικές. Είναι πολλά τα βράδια που γυρνάς σπίτι συγχυσμένος, τρελαμένος, που μένεις άυπνος ή βλέπεις εφιάλτες εξαιτίας όσων αντίκρισες την προηγούμενη.

Λένε ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις – λάθος, είναι χίλιες σκέψεις. Όχι, δεν συνηθίζεται αυτό, ούτε είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Πρέπει να σε αγαπά πραγματικά ο άλλος για να σε υπομένει! Δικαίως οι Ινδιάνοι πίστευαν ότι αν τους φωτογραφίσεις τους παίρνεις την ψυχή. Οι φωτορεπόρτερ κουβαλάμε πολλές τέτοιες.

Πιστεύω, εντούτοις, ότι δεν κάνουμε όλοι οι άνθρωποι για όλα, έτσι κι αλλιώς. Δεν με φαντάζομαι π.χ. παντρεμένη με παιδιά και όχι λόγω επαγγέλματος – ας πούμε ότι δεν είναι αυτή η δική μου «αποστολή». Σε κάποιο δίλημμα τύπου «ή εμένα ή τη δουλειά σου», θα επέλεγα ασυζητητί το δεύτερο, με όποιο κόστος. Καταλαβαίνεις τώρα, μιλάμε για διαστροφή!


• Φυσικά και δεν πληρώνεται ικανοποιητικά η εργασία αυτή. Καμία δημοσιογραφική εργασία δεν αμείβεται σήμερα όσο αξίζει. Ήταν από τα επαγγέλματα που υπέστησαν τις μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες από την κρίση, κι ας ήταν ακριβώς αυτά που βρέθηκαν στην «πρώτη γραμμή». Παλεύουμε για το καλύτερο, αλλά δεν είναι εύκολο. Και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν οικονομικά προβλήματα, όμως οι δημοσιογράφοι και οι φωτορεπόρτερ δεν είναι «στην πείνα». Ακόμα ένας λόγος που έχουν άλλου επιπέδου δημοσιογραφία.

Ένα επιπλέον πρόβλημα που επιμένει στην Ελλάδα είναι η «κλοπή» φωτογραφιών και η μη αναφορά του δημιουργού τους. Παρά ταύτα, το φωτορεπορτάζ έχει ανέβει πολύ ποιοτικά τα τελευταία χρόνια, έχουν βγει πολλοί καλοί νέοι συνάδελφοι, από τη φρέσκια ματιά των οποίων μαθαίνεις κιόλας πράγματα, όπως και εκείνοι από την εμπειρία σου – είναι μια διαδικασία αμφίδρομη.

Η φωτογραφία της Τατιάνας Μπόλαρη που κέρδισε το βραβείο Press Ρhoto 2019. Φωτο: Τατιάνα Μπόλαρη


• Το βραβείο Press Ρhoto 2019 που είχα την τιμή να λάβω από το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜΘ αφορούσε δυο αθλητές φίλους που τους παρακολουθούσα από την ώρα που μπήκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο για την τελική ευθεία του Μαραθωνίου της Αθήνας. Ο ένας ζοριζόταν φανερά και μόλις περάσανε το φίνις, έπεσε κάτω κι έβαλε τα κλάματα σαν να μην το πίστευε. Τότε ο άλλος ξάπλωσε μπροστά του δακρυσμένος και του έπιασε σφιχτά το χέρι, λέγοντάς του «έλα σήκω, μαζί τα καταφέραμε, μαζί!». Μια εικόνα που μου φάνηκε πολύ δυνατή, πολύ αλληγορική και όχι μόνο αναφορικά με τον αθλητισμό.


• Θα αδικήσω, φοβάμαι, πολλούς μεγάλους φωτορεπόρτερ, αν θα 'πρεπε να ξεχωρίσω κάποιους. Όμως μου έχουν εντυπωθεί βαθιά, πέρα από το έργο τους, οι ρήσεις δύο σπουδαίων ανθρώπων, του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, που μου είχε τονίσει να μην αναρωτηθώ ποτέ αν πρέπει ή όχι να δώσω μια εικόνα που τράβηξα, και του Γιάννη Μπεχράκη, που έλεγε ότι «ο καλός φωτορεπόρτερ είναι ο αόρατος». Προσωπικά, αυτό που πρωτίστως με ενδιαφέρει είναι να είμαι τίμια με τον εαυτό μου, με το ήθος και τις αρχές μου. Αν διατηρώ κάποια «κόκκινη γραμμή», είναι η εικόνα που θα δώσω να μην προσβάλει κάποιον.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.