Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Στέφανος Ψημένος αφηγείται τη ζωή του στη LifO

Συγγραφέας, εκδότης ταξιδιωτικών οδηγών. Γεννήθηκε στου Παπάγου, ζει στη Νέα Πεντέλη.

Ο Στέφανος Ψημένος αφηγείται τη ζωή του στη LifO

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στου Παπάγου. Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου –γιατρός της αεροπορίας– στάλθηκε για μετεκπαίδευση στην Αμερική. Ολόκληρη η οικογένεια μετακόμισε μαζί του και τις πρώτες τάξεις του σχολείου τις έκανα εκεί. Είμαι το μοναδικό αγόρι ανάμεσα σε 5 αδελφές, το τρίτο παιδί.

Ήμουν το μαύρο πρόβατο σε ένα κοπάδι άσπρων προβάτων. Είχα επικοινωνία με τις αδελφές μου, αλλά δεν είχα κάποιον να μοιραστώ τις χαρές, τις λύπες μου, τις ανησυχίες μου. Από την εποχή του σχολείου, επειδή είχα τη μειονεξία του μετανάστη –μίλαγα μόνο αγγλικά όταν επιστρέψαμε– δεν είχα παρέες. Το σχολείο στου Παπάγου ήταν πολύ καλό, αλλά ήμουν ένας κακός μαθητής, περιθωριακός ανάμεσα σε παιδιά αξιωματικών...

• Τελειώνοντας το λύκειο μπήκα στην Πάντειο, σπούδασα Πολιτικές Επιστήμες, αλλά το πραγματικό ταξίδι ξεκίνησε –όχι τόσο στον κόσμο της γνώσης, όσο στον πραγματικό– όταν αγόρασα μια M Yamaha 550. Στο πρώτο έτος έκανα διάφορες δουλειές για να μαζέψω χρήματα και το καλοκαίρι ξεκίνησα το ταξίδι στο Βόρειο Ακρωτήριο, εκεί που τελειώνει η Ευρώπη. Ήταν ένα ταξίδι από αυτά που κάνουν οι εικοσάρηδες: σταματάς εκεί που σταματάει κι ο δρόμος.

Άρχισα να γράφω ημερολόγια επειδή ταξίδευα μόνος. Δεν ήταν επιλογή μου, ήταν οι συνθήκες, η ανάγκη. Δεν βρήκα κάποιον να με ακολουθήσει και, αφού δεν μπορούσα να τα πω σε κανέναν, τα έγραφα για να εκτονώσω την εσωτερική πίεση.

• Άρχισα να γράφω ημερολόγια επειδή ταξίδευα μόνος. Δεν ήταν επιλογή μου, ήταν οι συνθήκες, η ανάγκη. Δεν βρήκα κάποιον να με ακολουθήσει και, αφού δεν μπορούσα να τα πω σε κανέναν, τα έγραφα για να εκτονώσω την εσωτερική πίεση. Συνειδητοποίησα όμως ότι αυτό μου δημιουργούσε μια άλλη ευχαρίστηση που δεν την είχα φανταστεί. Το βασικό πρόβλημα όταν είσαι μόνος είναι ψυχολογικό, όχι πρακτικό. Το τι θα κάνεις με τη μοναξιά σου. Είναι το ίδιο νόμισμα που στην άλλη όψη γράφει ελευθερία.

• Το χρονικό του ταξιδιού δημοσιεύτηκε στην ελληνική έκδοση του Motorad. Ο Αντώνης Πανούτσος μου ζήτησε να γράψω για την περιπέτειά μου, όπως την είχα ζήσει. Ξεφύλλισα μερικά σχετικά περιοδικά, αλλά δεν μου έβγαινε το φορμαρισμένο, το κατά παραγγελία. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω με καλούπι. Ήμουν πολύ κακός στην έκθεση στο σχολείο, μαθητής του 12, και το ότι θα γινόμουν συγγραφέας ήταν πέρα από τη σφαίρα της φαντασίας.

Του ανήγγειλα ότι δεν μπορώ να γράψω. Έμαθε για τα ημερολόγιά μου και τις κάρτες που έστελνα στον φίλο μου το Μανώλη, μία τη μέρα, από κάθε μέρος που περνούσα. Με έπεισε να δημοσιεύσει αυτά. Όχι τα ημερολόγια, δεν ήθελα γιατί ήταν πολύ προσωπικά. Δημοσίευσαν τις κάρτες, ημερολογιακά, όπως τις έστελνα.

• Ένα συγκεκριμένο άρθρο για τη Νορβηγία στο περιοδικό ΜΟΤΟ έπεσε στα χέρια του Γιάννη Ευσταθιάδη της Bold, που με ρώτησε αν θα ήθελα να δουλέψω ως κειμενογράφος στη διαφήμιση. Ήταν κάτι που μου άρεσε επίσης πάρα πολύ και είχα αρκετές επιτυχίες. Πολλές από τις διαφημίσεις μου βραβεύτηκαν και η αμοιβή ήταν πολύ υψηλή, δυσανάλογη με τις υπηρεσίες που προσφέρεις.

Στα ταξίδια μου είχα μια σαφή αντίληψη των πρακτικών δυσκολιών: έπρεπε να παλέψω με το κρύο, τη μοναξιά, να βρω τρόπο να καλύψω τα έξοδά μου. Στη διαφήμιση δεν υπήρχε καμία απολύτως δυσκολία, οπότε η αμοιβή στα μάτια μου φαινόταν υπερβολική. Οι μισθοί που έδιναν τότε ήταν τεράστιοι. Έφτασα να παίρνω 10 φορές πιο πολλά λεφτά απ' τον πατέρα μου! Δεν μπορώ να πω ότι με ενοχλούσε, κανένα δεν ενοχλεί το χρήμα!

• Το 1993 έφυγα από τη διαφήμιση γιατί είχε κάνει κι αυτό τον κύκλο του. Είχε αρχίσει να με ενοχλεί που ήμουν αναγκασμένος να συνεργάζομαι με μετριότητες. Γινόταν κάποιος art director όχι επειδή είχε ταλέντο, αλλά επειδή ήταν ανιψιός του διευθυντή ή επειδή ήταν γιος του μεγαλοπελάτη της εταιρείας. Εκείνη ακριβώς τη χρονιά ίδρυσα τις Εκδόσεις Road, με στόχο να γράψω και να εκδώσω ταξιδιωτικούς οδηγούς για μοτοσικλετιστές.

Τα τελευταία 13 χρόνια είμαι στα δάση και στα βουνά, ταξιδεύω. Μου αρέσει πολύ η πόλη, πάντως· αναζητάω όλα αυτά που μου λείπουν. Φωτο: Charlie Makkos / LIFO

• Ονόμασα την εταιρεία Road, επειδή ακριβώς έδωσα έμφαση στις διαδρομές, αυτό που άρεσε σε εμένα πιο πολύ. Το 90% της ύλης του βιβλίου ήταν πράγματα που παρουσιάζονταν για πρώτη φορά σε ταξιδιωτικό οδηγό. Εκτός από τις διαδρομές, περιέγραφα μέρη που ήταν γνωστά και βαρετά: αρχαιολογικούς χώρους, μοναστήρια, ξωκλήσια, κάστρα, βυζαντινά μνημεία. Προσπάθησα να τα παρουσιάσω δίνοντας τα γοητευτικά τους στοιχεία, την ομορφιά που δεν είναι ορατή στον καθένα.

Χρησιμοποίησα σαν δούρειο ίππο το όχημα που λέγεται μοτοσικλέτα και τη γλώσσα που μιλάνε οι νέοι, κι ας ήταν αντιδεοντολογικό αυτό που έκανα. Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι διαμαρτυρήθηκαν, όμως από επικοινωνιακής πλευράς πέτυχα. Το πρώτο βιβλίο είχε τεράστια επιτυχία, έχει ξεπεράσει τα 70 χιλιάδες αντίτυπα.

• Οι χάρτες ήρθαν να καλύψουν μια ανάγκη. Εκείνη την εποχή –το '93 με '96– δεν υπήρχαν καλοί χάρτες στην Ελλάδα. Για να βγάλεις καλό χάρτη χρειαζόσουν στρατιωτική τεχνογνωσία και στους χάρτες του στρατού είχε πρόσβαση μόνο ειδικό κοινό: ορειβάτες, αναρριχητές.

Οι πρώτοι χάρτες μας μπορεί να ήταν ερασιτεχνική δουλειά, αλλά ήταν πολύ καλύτεροι απ' όσους κυκλοφορούσαν. Στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε την τεχνολογία G.I.S. και οι χάρτες μας έχουν απόλυτη τοπογραφική ακρίβεια, με πολλές πληροφορίες και «τουριστικά» στοιχεία που ενημερώνονται συνεχώς.

• Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει επίσημο ενιαίο χάρτη του ΕΟΤ και η χώρα είναι κομμένη στα δύο. Ετοίμασα με δικά μου έξοδα ένα report και προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τον υπουργό Τουρισμού, ή έστω το γενικό γραμματέα του ΕΟΤ, για να κάνω μια πρόταση, αλλά δεν καταδέχτηκαν ούτε καν να τη συζητήσουν.

Οι πρώτοι χάρτες μας μπορεί να ήταν ερασιτεχνική δουλειά, αλλά ήταν πολύ καλύτεροι απ' όσους κυκλοφορούσαν. Στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε την τεχνολογία G.I.S. και οι χάρτες μας έχουν απόλυτη τοπογραφική ακρίβεια, με πολλές πληροφορίες και «τουριστικά» στοιχεία που ενημερώνονται συνεχώς.

• Έχω βαρεθεί να κλείνω τηλέφωνα σε προσφορές – μου έδιναν 2.000 ευρώ να βάλω τη φωτογραφία από ένα ξενοδοχείο στον οδηγό. Πληρώνω το δωμάτιό μου, το φαγητό μου όταν τρώω στην ταβέρνα, και έχω την άνεση και την αξιοπρέπεια να γράφω τα πράγματα όπως είναι. Στο μυαλό μου έχω πάντα το φίλο μου τον Μανώλη, σε αυτόν απευθύνομαι, δεν είναι δυνατόν να στείλεις το φίλο σου κάπου που δεν είναι το καλύτερο. Οι αστοχίες, ωστόσο, είναι μέσα στο πρόγραμμα, το υλικό είναι ρευστό. Ένα χρόνο μετά, μια ταβέρνα μπορεί να μην είναι η ίδια.

• Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό που ήθελα ήταν να είμαι μέσα στην παρέα, να με καλούνε στα πάρτι, να είμαι επιθυμητός και ελκυστικός· ήταν η επιθυμία μου επειδή ήταν το μόνο που είχα στερηθεί. Η μητέρα μου, όπως όλες οι μαμάδες, μου έλεγε ποια θα είναι αυτή η τυχερή που θα σε παντρευτεί, αλλά κανένα κοριτσάκι δεν με καλούσε στα πάρτι της, και τίποτα απ' όσα μου έλεγε δεν συνέβαινε.

Αυτό ακριβώς το όνειρό μου το είχα σχηματοποιημένο μέσα μου σαν ένα είδος γέφυρας. Ένιωθα ότι όλα τα υπόλοιπα παιδιά, οι συμμαθητές, οι συμμαθήτριες, τα γειτονόπουλα, ήταν στην αντίπερα όχθη και μας χώριζε ένα ποτάμι. Αν δεν γινόμουν συγγραφέας, νομίζω ότι θα γινόμουν κατασκευαστής γεφυρών. Αυτό που ονειρευόμουν μικρός το έκανα με ένα δημιουργικό τρόπο. Ήταν ένας τρόπος να εξοστρακίσω τη μοναξιά μου.

• Τα τελευταία 13 χρόνια είμαι στα δάση και στα βουνά, ταξιδεύω. Μου αρέσει πολύ η πόλη, πάντως· αναζητάω όλα αυτά που μου λείπουν. Μου αρέσει να έχω μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι μου. Αυτό για μένα είναι μαγικό. Η φασαρία, επίσης, η ένταση που υπάρχει σε ένα μπαράκι, σε ένα εστιατόριο ή σε κάποιον πολυσύχναστο δρόμο στο κέντρο της αγοράς. Μετά από τόσες ώρες στην ερημιά, αυτά για μένα είναι ομορφιά, οπότε μπορώ να σου πω ότι μου αρέσει πολύ η Αθήνα. Την αγαπάω γιατί μου έχει λείψει ο κόσμος και η ατμόσφαιρά της.