Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ναταλία Γερμανού: «Δεν είμαι πράκτορας των Τούρκων!»

Με αφορμή την πρόσφατη προσωπική επίθεση που δέχτηκε, από ακροδεξιές οργανώσεις αυτήν τη φορά, εξαιτίας της συνέντευξης που έκανε στην εκπομπή της με τον διασώστη Ιάσονα Αποστολόπουλο, η Ναταλία Γερμανού απαντά σε όσους τη λοιδορούν και μιλά με ειλικρίνεια για τις αλλαγές στην τηλεόραση, στην καθημερινότητα, στη ζωή μας γενικότερα.

Ναταλία Γερμανού: «Δεν είμαι πράκτορας των Τούρκων!»

Θα ήθελες να μου κάνεις μια πρώτη αποτίμηση της τρέχουσας τηλεοπτικής σεζόν. Τι το ξεχωριστό έχει και πώς προσαρμόζεστε στη δική σου εκπομπή;

Εγώ ξεκίνησα στη μεσημεριανή ζώνη έχοντας την εντύπωση ότι θα κάνω μια ψυχαγωγική εκπομπή. Ήρθε η ζωή και με διέψευσε και μου έδειξε ότι πλέον δεν μπορώ να κάνω αποκλειστικά ψυχαγωγία, εκτός κι αν κλειστώ ηθελημένα σε μια ροζ μπάλα, δεν παρακολουθώ τις εξελίξεις, δεν με ενδιαφέρει τι συμβαίνει γύρω μου, παρά μόνο η παρτούκλα μου και να ‘μαι εγώ καλά. Επειδή δεν είναι αυτή η ιδιοσυγκρασία μου, η εκπομπή πήρε τον δικό μου ρυθμό – κι ευτυχώς έχω έναν αρχισυντάκτη (σ.σ. τον Βασίλη Δρυμούση) με τον οποίο ταιριάζουμε πολύ.

Η τηλεοπτική αυτή χρονιά βρίσκει πολλές εκπομπές να ακολουθούν αυτό που στο εξωτερικό λέγεται infotainment – στην Ελλάδα δεν έχει βρεθεί ακόμα λέξη για να το περιγράψει. Ειπώθηκε από sites και από δημοσιογράφους ότι οι ψυχαγωγικές εκπομπές πολλές φορές παίξαμε τον ρόλο των δημοσιογραφικών, σε θέματα όπως το #metoo, οι γυναικοκτονίες…

— … συχνά καλύτερα από τους δημοσιογράφους.

Ίσως ναι. Ίσως γιατί εμείς δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό πουθενά, αν θες. Τουλάχιστον οι περισσότεροι ή πολλοί από εμάς. Έτσι το κάνουμε με περισσότερη ελευθερία και αγνότητα. Είναι λοιπόν μια χρονιά ενδιαφέρουσα, με περισσότερους παίκτες στο παιχνίδι. Εμένα μου αρέσει ο συναγωνισμός γιατί φτιάχνει καλύτερη τηλεόραση. Όταν παίζεις μπάλα και αισθάνεσαι ότι παίζει κι άλλος δίπλα σου και μπορεί να βάλει γκολ, είσαι πιο έτοιμος να κάνεις τη δουλειά σου καλύτερα. Μας κάνει όλους καλύτερους και ο συναγωνισμός και ο ανταγωνισμός, κι από εκεί και πέρα ο τηλεθεατής έχει περισσότερες επιλογές. Συνήθως η μπίλια κάθεται στη ρουλέτα γύρω στον Γενάρη, εκεί φαίνονται τα αποτελέσματα.

— Πες μου δυο-τρία στοιχεία που πιστεύεις ότι ξεχωρίζουν το «Καλύτερα δε γίνεται» από άλλες πρωινές ή μεσημεριανές, καθημερινές ή σαββατοκυριακάτικες εκπομπές.

Νομίζω πως όλοι μας έχουμε μια αμεσότητα που δύσκολα βρίσκεις αλλού. Δεν είναι απαραίτητα προσόν για ανθρώπους της τηλεόρασης να μιλάνε χωρίς να σκέφτονται, να μη φιλτράρουν. Είμαστε μια άφιλτρη παρέα που αγαπιέται πολύ και όταν σβήσουν τα φώτα, οι αγκαλιές μας είναι αληθινές. Θα μου πεις, σιγά, κι αν δεν κάνατε παρέα τι θα γινόταν; Μπορεί και τίποτα, αλλά μπορεί και να μην έβγαινε στον αέρα αυτό που βλέπετε.

Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω με ανθρώπους που δεν αγαπώ. Χρησιμοποιώ αυτό το ρήμα. Δεν σου λέω που δεν εκτιμώ, που δεν συμπαθώ, έχω ανάγκη να τους αγαπάω, να τους βάζω σπίτι μου και να χαίρομαι την παρέα τους. Ως εκ τούτου, μας χαρακτηρίζουν τα αφιλτράριστα συναισθήματα συν το δέσιμο και το ότι εκπέμπουμε στο ίδιο μήκος κύματος, με μικρές διαφορές – μπορεί να μην έχουμε όλοι την ίδια γνώμη, αλλά πάνω κάτω η αισθητική και οι απόψεις μας σε βασικά θέματα είναι ίδιες.

Θα λάμβανα πολύ σοβαρά υπόψη μου ένα tweet αυστηρό, που θα με μάλωνε με σοβαρά επιχειρήματα, από έναν σοβαρό άνθρωπο, με ονοματεπώνυμο, θα έμπαινα ίσως στον κόπο να ανοίξω διάλογο, να μάθω κάτι που ενδεχομένως δεν ξέρω. Αλλά όταν οι επιθέσεις περιορίζονται στο «σου γυάλισε το τεκνό και το έβγαλες και δεν ξέρεις ότι αυτός είναι δουλέμπορας», εκεί πια νομίζω ότι χάνεται κάθε ουσία και κάθε σοβαρότητα. Οπότε πέρασα χωρίς να μου αφήσουν ούτε γρατζουνιά.

— Θέλω να μου πεις όμως και για τις αντικειμενικές ικανότητες της ομάδας σου. Η Ναταλία Αργυράκη, ας πούμε, κάνει συνεντεύξεις που σπανίζουν στην τηλεόραση, που έχουν κάτι να πουν. Πέρα από τα συναισθηματικά κριτήρια, τι περιμένεις να δεις σε κάποιον για να πεις «πάμε»;

Κατ’ αρχάς τεράστια όρεξη για δουλειά. Δεν μπορώ να δουλέψω με ανθρώπους που λειτουργούν με το ωράριο. Θέλω να είναι φιλότιμοι και να έχουν την ίδια λαχτάρα να βγάλουμε το πιο φανταστικό αποτέλεσμα για τα κυβικά μας. Η Ναταλία έχει μια θεατρική παιδεία και μια μόρφωση που την κάνει ιδανική για συνεντεύξεις και για καλλιτεχνικά ρεπορτάζ. Ο (Δημήτρης) Πανόπουλος είναι ένα ρεπορτεράκι μαθημένο στα σκληρά, που μπορεί να καλύψει από διαδηλώσεις στα Εξάρχεια μέχρι πλημμύρες στη Μάνδρα και να ασχοληθεί και με την ακόμα σκληρότερη περίπτωση της ελληνικής σοουμπίζ, που για μένα είναι χειρότερη. Ο (Παναγιώτης) Ραφαηλίδης και η Εβελίνα (Νικόλιζα) είναι δυο παιδιά με γνήσιο χιούμορ, με τα οποία παίζω το πινγκ-πονγκ της ατάκας. Άρα λοιπόν ο καθένας στο χωράφι του για μένα είναι ο καλύτερος. 

— Εξαιρετική επιλογή θέματος, για μένα, ήταν ο Ιάσων Αποστολόπουλος που φιλοξενήσατε την προηγούμενη εβδομάδα – είχαμε κάνει κι εμείς μία συνέντευξη μαζί του το καλοκαίρι. Και σκάνε μετά όλο αυτές οι αντιδράσεις και το πράγμα πήρε ξεκάθαρα πολιτικές διαστάσεις, δεν ήταν απλώς μια προσωπική επίθεση προς εσένα. Θα μου κάνεις αρχικά ένα γενικότερο σχόλιο για την επιλογή των θεμάτων σου; Θεωρητικά ο διασώστης των προσφύγων θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι κάπως «αντιτηλεοπτικό θέμα» για Σάββατο μεσημέρι.

Η εκπομπή, όπως είπαμε, είναι infotainment, αλλά το 80% είναι ψυχαγωγία και το 20% ενημέρωση. Άρα λοιπόν, μέσα στην ευχάριστη τσιχλόφουσκα της χαράς, που δεν την υποτιμώ καθόλου, του gossip, της ελαφράδας, δεν θέλω να ξεχνώ ποτέ τι σημαίνει η λέξη ψυχαγωγία: αγωγή της ψυχής. Δεν είναι μόνο η σαχλαμάρα. Η αγωγή της ψυχής, λοιπόν, για μένα περιλαμβάνει πράγματα που μπορούν να μας διδάσκουν, να μας αφήνουν με έναν προβληματισμό αλλά και με ένα χαμόγελο.

Το πρώτο Σαββατοκύριακο της σεζόν φιλοξένησα την Κατερίνα Ιωαννίδου, την εθελόντρια δασοπυροσβέστη, και όταν τελείωσε εγώ ένιωθα τεράστια χαρά. Πριν από τρεις εβδομάδες φιλοξενήσαμε τον πρόεδρο των εποχικών πυροσβεστών, που μας είπε πόσο πικραμένος ένιωσε όταν, μετά από ένα καλοκαίρι που τους είχανε ήρωες, κάνανε την ειρηνική τους διαμαρτυρία και τους απώθησαν με νερό.

Άρα λοιπόν δεν ήταν ο Ιάσων η πρώτη φορά που προσέγγισα ένα θέμα διαφορετικό. Τον ήθελα γιατί είχα παρακολουθήσει τη δράση του ως διασώστη στη Μεσόγειο, είχα δει φωτογραφίες, είχα μάθει τι έκανε και σε πόσο υψηλή εκτίμηση τον έχουν στο εξωτερικό. Και τον ζήτησα. Αρκετές φορές είχε αρνηθεί, δεν του αρέσει να μιλάει στην τηλεόραση, προτιμά τα έντυπα και το ραδιόφωνο. Με τα πολλά συμφώνησε να κάνουμε ένα Skype. Και μάλιστα του είπα ότι δεν θέλω να το πάμε πολιτικά, ήξερα ποιες είναι οι θέσεις του, δεν με ενδιέφερε αυτό, η εκπομπή μου δεν είναι πολιτική και δεν θέλω να έχει καμία απολύτως πολιτική χροιά. Του είπα ότι θα μιλούσαμε μόνο για τον διασώστη, τον άνθρωπο που σώζει ναυαγούς που πνίγονται στο νερό. Δέχτηκε κι έτσι το πήγαμε. Δεν υπήρχε καμία μομφή εναντίον της κυβέρνησης, καμία πολιτική αιχμή, τίποτα κομματικοποιημένο σε αυτό το 7λεπτο Skype με τον διασώστη Ιάσονα Αποστολόπουλο.

Άρα λοιπόν δεν σου κρύβω ότι πραγματικά παραξενεύτηκα όταν είδα το πρώτο tweet από ένα account που λέγεται «Ομάδα Αλήθειας», που με μάλωνε και ουσιαστικά σχεδόν με κατηγορούσε για πράκτορα των Τούρκων και ότι θέλω το κακό της χώρας μου. Πρώτον δεν είμαι πράκτορας των Τούρκων, δεύτερον θέλω μόνο το καλό της χώρας μου, τρίτον φιλοξένησα έναν διασώστη και όχι έναν άνθρωπο που κάνει αντιπολίτευση. Δεν κάνουμε αντιπολίτευση μέσα από το «Καλύτερα δε γίνεται», φιλοξενούμε ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν.

Η συνέντευξη του Ιάσονα Αποστολόπουλου στη Ναταλία Γερμανού

— Νομίζω ότι με τα χρόνια έχεις γίνει πολύ ανθεκτική στις προσωπικές επιθέσεις. Πώς νιώθεις όμως όταν προκύπτει μια στοχευμένη επίθεση από ακροδεξιές φωνές; Είναι κάτι τελείως διαφορετικό.

Τα διάβασα όλα τα tweets, φυσικά δεν απάντησα σε κανένα, ούτε στα καλά ούτε στα κακά, γιατί δεν μπορείς να απαντάς μόνο στα καλά και ούτε μπορείς να τσακώνεσαι με αυτούς που σε βρίζουν – είναι ματαιοπονία. Παρατήρησα όμως με ενδιαφέρον ότι τα περισσότερα ήταν σεξιστικά και κακοποιητικά. Θα λάμβανα πολύ σοβαρά υπόψη μου ένα tweet αυστηρό, που θα με μάλωνε με σοβαρά επιχειρήματα, από έναν σοβαρό άνθρωπο, με ονοματεπώνυμο, θα έμπαινα ίσως στον κόπο να ανοίξω διάλογο, να μάθω κάτι που ενδεχομένως δεν ξέρω. Αλλά όταν οι επιθέσεις περιορίζονται στο «σου γυάλισε το τεκνό και το έβγαλες και δεν ξέρεις ότι αυτός είναι δουλέμπορας», εκεί πια νομίζω ότι χάνεται κάθε ουσία και κάθε σοβαρότητα. Οπότε πέρασα χωρίς να μου αφήσουν ούτε γρατζουνιά. 

— Ακόμα κι εδώ, λοιπόν, που το ζήτημα έχει διαφορετική χροιά, πολιτική, καταλήγουν να σε λοιδορούν με τον γνωστό, εύκολο τρόπο.

Μα, ο πιο εύκολος τρόπος για να πολεμήσεις κάποιον που θεωρείς ότι έκανε κάτι που σε ενοχλεί, αν δεν έχεις ένα σοβαρό όπλο, είναι να τον κακοποιήσεις σεξιστικά, ηλικιακά, χυδαία. Αυτά τα τρία πράγματα, τη χυδαιότητα, τον σεξισμό και τη δολοφονία χαρακτήρα, όπως λένε, έχω μάθει να τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια και να τα προσπερνάω ως μη γενόμενα.

— Πώς;

Αναγκαστικά. Κοίταξε, μου πήρε πολλά χρόνια, αλλά με βοήθησαν δύο πράγματα: το DNA που έχω στις φλέβες μου, γιατί είχα έναν πατέρα που φρόντισε να με θωρακίσει και που θα καμάρωνε πάρα πολύ, νομίζω, την κόρη του, αυτήν τη στιγμή. Θέλω να μου επιτρέψουν τα trolls που έγραψαν ότι είμαι «η ντροπή του πατέρα μου» να τον γνωρίζω λίγο καλύτερα και να ξέρω αν θα καμάρωνε ή αν θα ντρεπόταν. Και δεύτερον το κύμα συμπαράστασης που ήταν πενταπλάσιο. Όταν έχεις να κάνεις με 30 βρισίδια και 530 «είμαστε μαζί σου», η πλάστιγγα γέρνει υπέρ.

— Θα ήθελα να ακούσω μια δική σου παρότρυνση προς τις γυναίκες που περνάνε δύσκολα, ως γυναίκα που γίνεσαι συχνά στόχος κακοποιητικού λόγου.

Στις γυναίκες αυτές παρατηρώ ότι δίνουμε πάντα κάποιες γενικές συμβουλές: μίλα, φύγε, διώξ’ τον… Διάφορα ρήματα στην προστακτική. Δεν λαμβάνουμε υπόψη μας αν η γυναίκα στην οποία απευθυνόμαστε έχει τη δυνατότητα να τα κάνει αυτά. Αν πάρει το παιδί και φύγει, θα έχει πού να πάει ή θα μείνει σε μια στάση λεωφορείου με ένα ευρώ στην τσέπη;

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχω να πω είναι πως οι γυναίκες έχουμε τεράστια δύναμη και δεν χρειάζεται να φτάσουμε στην κρίσιμη στιγμή για να την αντιληφθούμε. Πρέπει να ξυπνάμε το πρωί και να αισθανόμαστε δυνατές, πολύ πιο δυνατές από κάθε θρασύδειλο ον που χρειάζεται να σηκώσει την μπουνιά ή οτιδήποτε άλλο για να μας χτυπήσει. Όσο πιο πολλά κέντρα στήριξης γυναικών δημιουργηθούν και όσο πιο πολύ ενωθεί αυτή η γροθιά που λέγεται «γυναίκα», τόσο λιγότερες γυναικοκτονίες θα ακούμε, τόσο λιγότερες κακοποιημένες γυναίκες θα βλέπουμε γύρω μας. Ήδη έχουν γίνει πολλά, σελίδες, σωματεία, και χαίρομαι γιατί όταν λέμε στις γυναίκες στην προστακτική, «μίλα», αισθάνομαι ότι κάποιες από αυτές μπορεί να μας βλέπουν και να μας μουντζώνουν, «με ρωτάς εμένα που με έχει κλειδωμένη στο μπάνιο αν μπορώ»; Το μόνο που θέλω λοιπόν να τους πω είναι ότι είμαστε εκατό χιλιάδες φορές πιο δυνατές από αυτό που μας κάνουν να νομίζουμε ότι είμαστε. Αρκεί ένα τσακ για να το καταλάβουμε.

«Μου έδωσε κάποιες αξίες ο πατέρας μου και τις κρατάω ευλαβικά. Την ταπεινότητα, την καλοσύνη, που μου έλεγε ότι είναι μια αρετή εξαιρετικά υποτιμημένη. Κανείς δεν λέει ότι αυτός είναι «καλός άνθρωπος». «Λούκα, κοριτσάκι μου –Λούκα με έλεγε–, θες να κάνεις το “Mega Star”, να γίνεις διάσημη, να βγάλεις λεφτά, θες να τα φτιάξεις με αυτόν, με τον άλλο, δεν με νοιάζει, καλός άνθρωπος μπορείς να γίνεις;» Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
 
 

— Επιστρέφοντας στα τηλεοπτικά, τι σε κάνει να λες, όλα αυτά τα χρόνια, «πάμε για άλλη μια σεζόν»; Δεν έχεις σκεφτεί να κάνεις κάτι εντελώς διαφορετικό;

Η τηλεόραση είναι το μέσο από το οποίο βιοπορίζομαι, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς. Πληρώνω τους λογαριασμούς μου, τη δόση του σπιτιού μου, το φαγητό, τη βενζίνη μου, τα πάντα. Το Σαββατοκύριακο μού ταίριαξε με κάποιο τρόπο. Κάθε φορά λέω «έλα, φτάνει τώρα» και μετά κάτι συμβαίνει, δημιουργείται μια καινούργια ομάδα και λέω «άντε, πάμε γι’ άλλη μια χρονιά». Όμως εμένα ο προσανατολισμός μου και, αν θες, ο διακαής πόθος μου είναι οι συνεντεύξεις, η βραδινή ζώνη και μάλιστα το ζωντανό. Το late night μου αρέσει, αλλά δεν βρίσκω ένα κανάλι που να μου πει «θα πληρώσουμε βάρδια τεχνικών που να δουλεύουν νύχτα». Είναι πολύ δύσκολο. Δεν θέλω να κάνω μαγνητοσκοπημένο late night, κυνηγάω το live. Ιδανικά θα ήθελα να τελειώσω την πορεία μου την τηλεοπτική με κάτι τέτοιο. 

— Και τελικά, αυτό το χαμόγελο που έχεις πάντα, ειδικά στις συνεντεύξεις, πόσο αληθινό είναι;

Όταν χαμογελάω στην τηλεόραση χαμογελάω αληθινά. Ξέρεις πόσες φορές μου έχει πει ο σκηνοθέτης μου στο ακουστικό «χαμογέλα, βρε, λίγο». Αυτό σημαίνει ότι συχνά ξεχνιέμαι και σβήνει το χαμόγελο και είμαι ανέκφραστη ή κατσούφα. Ό,τι νιώθω το βγάζει η μούρη μου. Όλα φαίνονται στην τηλεόραση, είναι μεγεθυντικός φακός, ο κόσμος καταλαβαίνει τα πάντα, διογκωμένα κιόλας.

— Όταν καλείσαι, λόγω της συμμετοχής σου στο δυναμικό ενός καναλιού, να στηρίξεις ή να αναδείξεις ή, τέλος πάντων, να παρουσιάσεις προϊόντα που μπορεί να μη σε αντιπροσωπεύουν καθόλου –μιλώ, για παράδειγμα, για το «The Bachelor»– πώς το χειρίζεσαι;

Έρχομαι σε μια ευγενική συνεννόηση με το κανάλι – ο Alpha είναι ευτυχώς ένα κανάλι με κατανόηση και ανοιχτό σε διάλογο. Ζητώ να μειωθεί όσο γίνεται η δική μου συμμετοχή και ανάμειξη και να μοιραστεί σε κάποιες εκπομπές που ίσως ταιριάζει περισσότερο. Το κανάλι το ακούει αυτό, δεν μου χαλάει χατίρι, και περιοριζόμαστε σε μία χιουμοριστική προσέγγιση μέσω των βίντεο που φτιάχνει ο Ραφαηλίδης – ποτέ όμως προσβλητική. Είναι άλλο να έχεις μια χιουμοριστική προσέγγιση που σου ταιριάζει και άλλο να προσβάλλεις χυδαία είτε τον άνθρωπο που συμμετέχει είτε τις κοπέλες, γιατί έτσι θα έπεφτα στη λούμπα να κάνω αυτό που καταδικάζω, το bullying, το shaming.

— Θα πέρναγες στην ίδια πλευρά.

Ακριβώς. Είναι άλλο το απαλά-απαλά χιουμοριστικό, πειραχτικό, που και μένα να μου το κάνανε δεν θα με πείραζε, και άλλο να κοροϊδέψεις, κάτι που δεν θα το έκανα ποτέ, είτε ήταν στο κανάλι μου είτε αλλού.

Πριν από λίγες μέρες βρεθήκαμε κάποιοι συμμαθητές που κρατάμε ακόμα επαφή και τους θύμισα ένα κορίτσι από το δημοτικό, που ήταν πολύ διαφορετικό, με κόκκινα μαλλιά, και πώς τα σκληρά παιδάκια των έξι ετών είχαμε τη διάθεση να την πειράζουμε, να την τσιμπάμε. Νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να τη βρω, κάπου, στο Facebook, να την πάρω τηλέφωνο και να της πω «συγχώρα με». Κοίτα τώρα που σε αυτή την ηλικία που είμαι, σκαλίζω στο παρελθόν του δημοτικού τέτοιες μνήμες. Αυτό λέγεται αφύπνιση της ενσυναίσθησης και της συνείδησης και είναι πολύ ωραίο που μας συνέβη.

— Ο κόσμος αλλάζει, ευτυχώς προσαρμόζεται κι ο τρόπος που εκφραζόμαστε, έχουμε κινήματα που έχουν αλλάξει τον ρου των πραγμάτων μέσα σε μερικά χρόνια, από το #metoo ως τον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφής κακοποίηση. Πώς έχεις προσαρμοστεί εσύ;

Ξέρεις πόσο εύκολα μου βγαίνει; Ήταν σαν να το περίμενα από καιρό να συμβεί. Νιώθω ευτυχής που γίνεται πια. Πριν από λίγες μέρες βρεθήκαμε κάποιοι συμμαθητές που κρατάμε ακόμα επαφή και τους θύμισα ένα κορίτσι από το δημοτικό, που ήταν πολύ διαφορετικό, με κόκκινα μαλλιά, και πώς τα σκληρά παιδάκια των έξι ετών είχαμε τη διάθεση να την πειράζουμε, να την τσιμπάμε. Νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να τη βρω, κάπου, στο Facebook, να την πάρω τηλέφωνο και να της πω «συγχώρα με». Και μου λένε «μα, θα το θυμάται;». Δεν με ενδιαφέρει, το θυμάμαι εγώ. Είναι αστείο, δεν της κάναμε ποτέ κάτι χοντρό, αλλά και μόνο που τη φωνάζαμε «Πίπη φακιδομύτη» ή που της τραβάγαμε τα κοτσιδάκια… Κοίτα τώρα που σε αυτή την ηλικία που είμαι, σκαλίζω στο παρελθόν του δημοτικού τέτοιες μνήμες. Αυτό λέγεται αφύπνιση της ενσυναίσθησης και της συνείδησης και είναι πολύ ωραίο που μας συνέβη. 

— Άνοιξε πρόσφατα σχετική συζήτηση για τα όρια του χιούμορ και της κοροϊδίας στην τηλεόραση. Αναφέρομαι στις δηλώσεις του αγαπημένου μου Γιώργου Καπουτζίδη, ότι πρέπει να εκλείψει ο κακεντρεχής σχολιασμός στην εμφάνιση ή το ντύσιμο, που μπορεί να γίνεται κακοποιητικός για κάποιους ανθρώπους. Ποια είναι η θέση σου;

Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Χιούμορ είναι οτιδήποτε μπορείς να κάνεις και να γελάσεις κι εσύ και αυτός με τον οποίο ή για τον οποίο κάνεις την πλάκα. Όταν γελάσετε και οι δύο είναι χιούμορ. Όταν αυτός που λαμβάνει την πλάκα δεν γελάσει, εκεί χαλάει η πλάκα. Αν εγώ σου πω «ρε συ, Αλέξανδρε, πώς το έπλυνες αυτό που φοράς και ξέβαψε» κι εσύ σκάσεις στα γέλια, κάνουμε χιούμορ. Αν εσύ ενοχληθείς και δω μια σκιά στα μάτια σου, δεν είναι χιούμορ.

Είχε δίκιο που το έθιξε ο Γιώργος Καπουτζίδης αφενός, αφετέρου ο Μουτσινάς έχει μια τρυφερότητα όταν προσεγγίζει τους ανθρώπους αυτούς, ακόμα κι αν του δείξουν μια φωτογραφία με το πιο αλλοπρόσαλλο ντύσιμο ή χτένισμα, θα βρει κάτι θετικό να πει. Επειδή ο Νίκος είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με γυναίκες, αγαπώντας τις γυναίκες που έχασε, θεωρώ ότι η πρόθεσή του δεν είναι κακή. Αλλά ότι πρέπει να υπάρχουν όρια στο χιούμορ και τη σάτιρα, ναι. Άλλωστε, τι είναι η σάτιρα; Κάτι που κάνουμε στους έχοντες εξουσία. Δεν το κάνουμε στον διπλανό μας επειδή φορά χοντρά γυαλιά ή επειδή δεν του πάνε τα παπούτσια του. Σάτιρα κάνουν οι Αρβύλα.

— Πέρα από το περιστατικό με την εξάχρονη συμμαθήτρια, μπορείς να σκεφτείς κάτι που έχεις πει, που έχεις γράψει, για το οποίο μετανιώνεις;

Όλα αυτά τα χρόνια που εργάζομαι, που υπάρχω, είμαι σίγουρη ότι θα έχω φωνάξει σε ανθρώπους, θα έχω υπάρξει αντιπαθέστατη, γαϊδούρα. Μετανιώνω για όλα και για καθετί ξεχωριστά. Όμως συνειδητό bullying, λεκτική κακοποίηση δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Ίσως γιατί έτσι με μεγάλωσαν. Είναι πράγματα που τα μαθαίνεις από το σπίτι αυτά. Είναι ωραίο που οι νέοι γονείς που θα φέρουν στον κόσμο παιδιά ή έχουν ένα μωρό στο σπίτι, τα βλέπουν όλα αυτά γιατί θα μεγαλώσουν καλύτερα παιδιά και θα παραδώσουν στην κοινωνία καλύτερους ανθρώπους.

Χιούμορ είναι οτιδήποτε μπορείς να κάνεις και να γελάσεις κι εσύ και αυτός με τον οποίο ή για τον οποίο κάνεις την πλάκα. Όταν γελάσετε και οι δύο είναι χιούμορ. Όταν αυτός που λαμβάνει την πλάκα δεν γελάσει, εκεί χαλάει η πλάκα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
 
 

— Έχεις νιώσει ποτέ ότι μπουχτίζεις μέσα στο σύστημα της τηλεόρασης ως ένας ευφυής άνθρωπος –ακόμα κι αν ακούγεται ελιτίστικο και κακή γενίκευση αυτό που λέω– που μπορεί να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους όχι στο ίδιο επίπεδο γνώσεων, παιδείας;

Κοίταξε, υπάρχουν κι άλλοι ευφυείς άνθρωποι στην τηλεόραση. Θα σ’ το πω αλλιώς. Αυτό που ίσως αισθάνομαι είναι ότι η τηλεόραση δεν είναι κάτι που πρέπει να κάνω για πολλά χρόνια ακόμα – αυτό μπορώ να σ’ το πω με σιγουριά. Δεν είναι θέμα ευφυΐας, είναι θέμα προσωπικής ανάγκης. Όλο και πλησιάζει η στιγμή που κάνω εικόνα τον εαυτό μου –το ‘χω πει πολλές φορές, έχω γίνει γραφική– σε ένα σπίτι, ιδανικά στη θάλασσα, πάνω στο νερό, κι ας έχει υγρασία κι ας πονάνε τα κόκαλά μου, να έχω σκυλιά, να γράφω βιβλία και να κάνω ραδιόφωνο από εκεί με κάποιο τρόπο. Κρατάω το ραδιόφωνο και το γράψιμο και αφήνω την τηλεόραση σε νέες φατσούλες. 

— Γιατί είσαι τόσο ταγμένη στο ραδιόφωνο; Τι σου δίνει;

Δεν σου κρύβω ότι είχα σχεδόν απελπιστεί τα τελευταία χρόνια, το βαριόμουν, και ξαφνικά, ω του θαύματος, σκάει το My Radio από το πουθενά και έρχεται ο (Νίκος) Νικολακόπουλος και μου λέει «έλα, θα τα κάνουμε όλα όπως παλιά, χωρίς playlist, θα παίζεις και θα λες ό,τι θέλεις». Ερωτεύτηκα το ραδιόφωνο από την αρχή. Η αίσθηση ότι είσαι εσύ, το μικρόφωνο και τα τραγούδια που σου αρέσουν, είναι διαφορετική. Και το γράψιμο βέβαια, που είναι καταφύγιο, ψυχοθεραπεία.

— Πες μου για τους στίχους. Πώς προέκυψε αυτή η τάση σου να ντύνεις μελωδίες με λέξεις;

Ήμουν πολύ καλή στην έκθεση στο σχολείο. Του 18 και του 19! Μπήκε τελείως τυχαία, κάπου το ’91-’92, με ένα τραγούδι της Μαντώς, και από τότε με πήρε η μπάλα και ξεκίνησα να γράφω. Μετά μου ζήταγαν κι άλλοι, μπλέχτηκα με συνθέτες, με τον Καρβέλα, τον Φοίβο, και ξαφνικά άρχισα ό,τι νιώθω να το κάνω τραγούδι. Γι’ αυτό κι από τα 360 που έχω γράψει τα 330 είναι αυτοβιογραφικά. 

— Τι σε ενοχλεί πραγματικά στην κοινωνία που ζούμε;

Η αδικία μπορεί να με τρελάνει. Απ’ το πιο απλό πράγμα, ότι οι δρόμοι μας είναι σε κατάσταση αφρικανικού χωριού, τίγκα στις λακκούβες, πέφτουν τα μηχανάκια, σαβουριάζονται πέντε άτομα τη μέρα και δεν θα βρουν το δίκιο τους ποτέ, μέχρι τα πιο σοβαρά, ότι εγώ και οι φίλοι μου μπορούμε να έχουμε την πολυτέλεια να λέμε «πάμε ένα διήμερο στα Ζαγοροχώρια» και την ίδια στιγμή που το κανονίζουμε στο τηλέφωνο, να σταματάω στο φανάρι και δίπλα μου να είναι ένας κύριος με κομμένα πόδια στο πεζοδρόμιο και να μου απλώνει το χέρι. Ξέρω ότι μπορεί να ακουστεί τρομερά μελό, αλλά σου το ορκίζομαι στον πατέρα μου ότι είμαι τόσο ενοχικό πλάσμα –εννοείται πως δίνω πάντα και παντού– που εκείνη τη στιγμή παύω να θέλω να πάω διήμερο με τους φίλους μου. Θα μου πεις, παντού δεν υπάρχει ανισότητα και φτώχεια στον κόσμο; Παντού, αλλά δεν θα σταματήσει να με στενοχωρεί.

— Προσπαθείς, δηλαδή, να τιμάς το όποιο προνόμιο σου έχει δοθεί.

Ανά πάσα ώρα και στιγμή και δεν το θεωρώ δεδομένο για κανένα λόγο. Θεωρώ ότι από τη στιγμή που έχω, οφείλω να μοιραστώ.

— Την προσωπική σου ηρεμία πώς την έχεις βρει τελευταία;

Τη βρήκα μετά από πολύ καιρό, τα τελευταία τρία χρόνια, με πολλή κουβέντα με τον εαυτό μου, με ησυχία, ψάξιμο, ψυχανάλυση, προσπαθώντας να συγχωρήσω εκκρεμότητες που έπρεπε να συγχωρεθούν, με μαθήματα που έπρεπε να πάρω και να δώσω στον εαυτό μου, με τους λίγους καλούς μου φίλους, με τα ζώα που δεν λείπουν ποτέ από κοντά μου και με τη δουλειά μου που την αγαπώ πολύ.

— Εγώ, πάντως, από την ώρα που ανακοίνωσε ο Ζούκερμπεργκ το metaverse, σκέφτομαι συνέχεια την εξέλιξη των ανθρώπινων σχέσεων, προς τα πού θα πάει το πράγμα με τα social και την εικονική πραγματικότητα. 

Δεν είναι όμως επιλογή μας; Αν θέλουμε, παίρνουμε το κινητό, τον υπολογιστή, τα αποσυνδέουμε και τα καίμε σε έναν κάδο. Και πάμε να ζήσουμε στο Πουκέτ ή στο Πήλιο, σε ένα βουνό χωρίς ίντερνετ. Δεν γλιτώνεις έτσι από τη metaverse εποχή;

— Μπορούμε; Εσύ θα μπορούσες;

Αυτήν τη στιγμή, με τη δουλειά που κάνω είμαι συνδεδεμένη. Αν κάνω την άλλη δουλειά, το γράψιμο, τη θάλασσα και τα λοιπά, θα αποσυνδεθώ.

— Τα χρόνια του «Mega Star» πώς τα θυμάσαι;

Τρομερά ανέμελα χρόνια. Σαν να ήταν μια άλλη Ναταλία που το παρουσίαζε. Μια τύπισσα ξανθούλα, που πήγαινε σε ένα υπόγειο στη Ζαν Μωρεάς, στην «Άνωση», σε δύο ώρες γράφαμε με τον Καπετανίδη τέσσερα επεισόδια, το top10 όλου του μήνα, τελειώναμε. 

— Και μετά ήρθε το «Fame Story» κι έγινε το switch στη σκληρή πραγματικότητα;

Ακριβώς. Ξεκίνησαν τα live και ήρθα αντιμέτωπη με αυτό που λέγεται ριάλιτι. Από την ανεμελιά του «Mega Star», ξαφνικά η Άσπα, η κριτική επιτροπή, ο Ανδρέας (Μικρούτσικος). Και μου είπαν «αυτό είναι τηλεόραση, ξεκίνα να το συνηθίζεις». 

— Αν τότε, στα 18, είχες φύγει τελικά στην Αμερική για σπουδές, τι θα ήταν διαφορετικό;

Δεν έφυγα ποτέ. Είχα κάνει αίτηση για το Orlando University στη Φλόριντα, με σκοπό να πάω να ζήσω για πέντε χρόνια εκεί, να σπουδάσω δημοσιογραφία, να κάνω ειδίκευση στη συνέντευξη. Η μαμά μου ήθελε πολύ να πάω, με είχαν δεχθεί γιατί είχα καλό απολυτήριο, αλλά ο μπαμπάς μου είπε όχι, «πρέπει να μείνει εδώ, να δουλέψει, η δημοσιογραφία δεν μαθαίνεται στα κολέγια, αλλά στη δουλειά». Του έκανα το χατίρι κι έμεινα. Αν είχα πάει, θα είχα σίγουρα μάθει πολλά πράγματα, δεν ξέρω αν θα είχα γυρίσει. Αν είχα πιάσει δουλειά εκεί, δεν ξέρω πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μου. 

— Τι σε εμπνέει αυτό το διάστημα;

Διαβάζω Αλέν ντε Μποτόν, πολύ αγαπημένος μου. Είμαι σε μια περίοδο όχι μεγάλης έμπνευσης. Για μένα ο Οκτώβριος και ο Νοέμβριος είναι το δίμηνο που ανασυντάσσω τις δυνάμεις μου, ένα δίμηνο λίγο μελαγχολικό, στεγνό. Ξαναπαίρνω μπρος όσο στολίζονται οι δρόμοι και οι βιτρίνες. Τώρα είμαι σε μια φάση που θέλω λίγη ησυχία.

— Αν σου ζητούσα να ξεχωρίσεις καναδυό γραπτά του πατέρα σου που κρατάς βαθιά μέσα σου, ποια θα ήταν αυτά;

Η «Γυναίκα από Βελούδο» είναι ένα βιβλίο του μπαμπά μου που το αγαπώ πολύ, με ταξίδεψε και ανατρέχω σε αυτό πού και πού. Όλα τα βιβλία του τα αγαπώ, αλλά κρατάω πιο πολύ κάποια σημειώματα, κάποιες κάρτες γενεθλίων, πέντε γραμμές, στις οποίες ανατρέχω όταν έχω ζόρι και τον νιώθω να είναι παρών. Μου έδωσε κάποιες αξίες ο πατέρας μου και τις κρατάω ευλαβικά. Την ταπεινότητα, την καλοσύνη, που μου έλεγε ότι είναι μια αρετή εξαιρετικά υποτιμημένη. Κανείς δεν λέει ότι αυτός είναι «καλός άνθρωπος». «Λούκα, κοριτσάκι μου –Λούκα με έλεγε–, θες να κάνεις το “Mega Star”, να γίνεις διάσημη, να βγάλεις λεφτά, θες να τα φτιάξεις με αυτόν, με τον άλλο, δεν με νοιάζει, καλός άνθρωπος μπορείς να γίνεις;». 

«Καλύτερα δε γίνεται», κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 13:50 στον Alpha

Δευτέρα έως Παρασκευή, 11:00-13:00, στο My Radio 104,6