Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Κέλι Μαρί Τραν: «Δεν θα μπω στο περιθώριο εξαιτίας της διαδικτυακής παρενόχλησης»

Η ηθοποιός του Star Wars διέγραψε τον λογαριασμό της στο Instagram αυτό το καλοκαίρι καθώς έγινε θύμα διαδικτυακής παρενόχλησης. Τώρα μιλά για πρώτη φορά στους New York Times.

Κέλι Μαρί Τραν: «Δεν θα μπω στο περιθώριο εξαιτίας της διαδικτυακής παρενόχλησης»

Το θέμα δεν ήταν τα λόγια τους, ήταν ότι είχα αρχίσει να τα πιστεύω. Φαινόταν ότι τα λόγια τους μου επιβεβαίωναν όλα αυτά που είχα μάθει μεγαλώνοντας ως γυναίκα και ως άτομο ασιατικής καταγωγής: ότι ανήκα στο περιθώριο, καλή μόνο ως μικρός χαρακτήρας στις ζωές και τις ιστορίες τους.


Και αυτά τα λόγια ξύπνησαν κάτι βαθύ μέσα μου – ένα αίσθημα που νόμιζα ότι είχα ξεπεράσει. Το ίδιο αίσθημα που είχα όταν ήμουν 9 χρονών, όταν σταμάτησα τελείως να μιλάω βιετναμέζικα γιατί είχα κουραστεί να ακούω τα άλλα παιδιά να με κοροϊδεύουν.

Ή στα 17, όταν είχαμε βγει για φαγητό με το λευκό αγόρι μου και την οικογένειά του, όπου παρήγγειλα ένα γεύμα σε άπταιστα αγγλικά, προς μεγάλη έκπληξη της σερβιτόρας που αναφώνησε, «Ουάου, είναι τόσο χαριτωμένο που έχετε μία μαθήτρια από πρόγραμμα ανταλλαγής!».

Θέλω να ζήσω σε ένα κόσμο όπου τα έγχρωμα παιδιά δεν περνάνε όλη τους την εφηβεία προσευχόμενα να γίνουν λευκά. Θέλω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες δεν υποβάλλονται σε εξονυχιστικό έλεγχο για την εμφάνιση τους, ή τις πράξεις τους, ή την γενική τους ύπαρξη. Θέλω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου άνθρωποι από όλες τις φυλές, θρησκείες, κοινωνικοοικονομικές τάξεις, σεξουαλικούς προσανατολισμούς, ταυτότητες φύλου και ικανότητες βλέπονται για αυτό που ήταν πάντα: ανθρώπινα όντα.


Τα λόγια τους ενίσχυσαν την αφήγηση που άκουγα όλη μου τη ζωή: ότι ήμουν «η άλλη», ότι δεν ανήκα κάπου, ότι δεν ήμουν αρκετά καλή, απλώς επειδή δεν ήμουν σαν κι αυτούς. Και αυτό το αίσθημα, συνειδητοποιώ τώρα, ήταν και είναι ντροπή, μία ντροπή για τα πράγματα που με έκαναν διαφορετική, μία ντροπή για την κουλτούρα από την οποία προερχόμουν. Και για μένα, το πιο απογοητευτικό ήταν ότι τα ένιωσα όλα.

Επειδή η ίδια κοινωνία που έμαθε σε κάποιους ότι είναι ήρωες, σωτήρες, κληρονόμοι του αμερικανικού ιδανικού, με έμαθε να υπάρχω μόνο στο φόντο των ιστοριών τους, να τους φτιάχνω τα νύχια, να κάνω διάγνωση της ασθένειάς τους, να τους υποστηρίζω στα ερωτικά τους, –και ίσως το πιο βλαβερό – να περιμένω να με σώσουν. Και για πολύ καιρό τα πίστευα.

 
Πίστευα αυτά τα λόγια, αυτές τις ιστορίες που είναι προσεκτικά κατασκευασμένες από μία κοινωνία που έχει χτιστεί για να υποστηρίζει τη δύναμη ενός τύπου ανθρώπου: ένα φύλο, ένα χρώμα δέρματος, μία ύπαρξη.


Ενισχύθηκαν μέσα μου κανόνες που είχαν γραφτεί πριν γεννηθώ, κανόνες που έκαναν τους γονείς μου να κρίνουν αναγκαίο να εγκαταλείψουν τα αληθινά τους ονόματα και να υιοθετήσουν αμερικανικά –Tony και Kay–, ώστε να είναι πιο εύκολο για τους άλλους να τα προφέρουν, μία κυριολεκτική διαγραφή κουλτούρας που με πονάει πολύ ακόμα και σήμερα.


Κι όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, άρχισα να κατηγορώ τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν «ω, ίσως αν ήμουν πιο αδύνατη...» ή «ίσως αν μακρύνω τα μαλλιά μου...» και, το χειρότερο απ' όλα, «ίσως αν δεν ήμουν Ασιάτισσα...».

Για μήνες, είχα πέσει σε μία δίνη μίσους για τον εαυτό μου, στις πιο σκοτεινές γωνιές του εαυτού μου, μέρη όπου έκανα τον εαυτό μου κομμάτια, όπου έβαζα τα λόγια τους πάνω από τη δική μου αξία.

Και τότε ήταν που κατάλαβα ότι μου έχουν πει ψέματα.

Είχα ξεγελαστεί ώστε να πιστέψω ότι το σώμα μου δεν είναι δικό μου, ότι είμαι όμορφη μόνο αν το πιστεύει κάποιος άλλος, ανεξάρτητα από τη δική μου άποψη. Φωτο: Alex J. Berliner


Μου είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου για να πιστέψω ότι η ύπαρξή μου ήταν περιορισμένη στα όρια της αποδοχής κάποιου άλλου ατόμου. Είχα ξεγελαστεί ώστε να πιστέψω ότι το σώμα μου δεν είναι δικό μου, ότι είμαι όμορφη μόνο αν το πιστεύει κάποιος άλλος, ανεξάρτητα από τη δική μου άποψη.

Αυτά μου τα είχαν πει και ξαναπεί όλοι: τα Μέσα, το Χόλιγουντ, οι εταιρείες που έβγαζαν κέρδος από τις ανασφάλειές μου, χειραγωγώντας με με τέτοιο τρόπο ώστε να αγοράσω τα ρούχα τους, το μακιγιάζ τους, τα παπούτσια τους, ώστε να γεμίσω ένα κενό που αυτοί οι ίδιοι διαιώνιζαν από την αρχή.


Ναι, μου είπαν ψέματα. Σε όλους μας έχουν πει.


Και με αυτή τη συνειδητοποίηση ένιωσα και μία άλλη, διαφορετική ντροπή, όχι ντροπή για το ποια ήμουν, αλλά μια ντροπή για τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσα. Και μία ντροπή για το πώς αυτός ο κόσμος αντιμετωπίζει όποιον είναι διαφορετικός.

Δεν είμαι ο πρώτος άνθρωπος που έχει μεγαλώσει με αυτόν τον τρόπο. Έτσι είναι να μεγαλώνεις ως έγχρωμο άτομο σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από λευκούς. Έτσι είναι να είσαι γυναίκα σε μία κοινωνία που έχει μάθει τις κόρες της ότι είναι άξιες αγάπης μόνο αν κριθούν ελκυστικές από τους γιους της. Έτσι είναι ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσα, αλλά όχι ο κόσμος που θέλω να αφήσω πίσω μου.

 
Θέλω να ζήσω σε ένα κόσμο όπου τα έγχρωμα παιδιά δεν περνάνε όλη τους την εφηβεία προσευχόμενα να γίνουν λευκά. Θέλω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες δεν υποβάλλονται σε εξονυχιστικό έλεγχο για την εμφάνιση τους, τις πράξεις τους, όλη τους την ύπαρξη. Θέλω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου άνθρωποι από όλες τις φυλές, τις θρησκείες, τις κοινωνικοοικονομικές τάξεις, τους σεξουαλικούς προσανατολισμούς, τις ταυτότητες φύλου και τις ικανότητες να χαρακτηρίζονται για αυτό που ήταν πάντα: ανθρώπινα όντα.


Αυτός είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο θέλω να ζήσω. Και αυτός είναι ο κόσμος για τον οποίο θα συνεχίσω να δουλεύω.


Αυτές είναι οι σκέψεις που τρέχουν στο μυαλό μου κάθε φορά που πιάνω ένα σενάριο ή ένα βιβλίο. Ξέρω ότι η ευκαιρία που μου δίνεται είναι σπάνια. Ξέρω ότι τώρα ανήκω σε μια μικρή ομάδα προνομιούχων ανθρώπων που μπορούν να λένε ιστορίες ως επάγγελμα, ιστορίες που ακούγονται και βλέπονται και χωνεύονται από έναν κόσμο που για πολύ καιρό γευόταν μόνο ένα πράγμα. Ξέρω πόσο σημαντικό είναι. Και δεν τα παρατάω.


Μπορεί να με ξέρετε ως Κέλι.


Είμαι η πρώτη έγχρωμη γυναίκα με πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία ταινία «Star Wars».

Είμαι η πρώτη Ασιάτισσα γυναίκα που εμφανίζεται στο εξώφυλλο του Vanity Fair.

To πραγματικό μου όνομα είναι Loan. Και μόλις ξεκίνησα.

Με πληροφορίες από τους New York Times / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ