Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Υπέρ των selfies απολογία. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Ποιος είναι πιο πολύ ψώνιο; Αυτός που τραβάει τη φάτσα του ή αυτός που δαιμονοποιεί τις selfies των άλλων; (ρητορικό ερώτημα)

Υπέρ των selfies απολογία. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη
Η Κιμ Καρντάσιαν βγάζει selfie

Δεν είχαν περάσει παρά λίγες μόνο ώρες από την ανακοίνωση του τραγικού θανάτου του γιου του Νικ Κέιβ τον περασμένο Ιούλιο, όταν η ετυμηγορία άρχισε να κάνει τον γύρο των κοινωνικών μέσων: ο 15χρονος Άρθουρ έπεσε και σκοτώθηκε από τον βράχο στο Μπράιτον αναζητώντας την τέλεια selfie. Ένα τραγικό ατύχημα έλαβε άμεσα τη μορφή διδακτικής παραβολής, την οποία αφηγούνται οι ψαγμένοι του ψηφιακού σύμπαντος για να καταγγείλουν τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει ο «ναρκισσισμός» της αυτοπροβολής στα κοινωνικά μέσα. Μόνο που, όπως οι περισσότερες από αυτές τις κολοσσιαίες τρολιές που εξαπλώνονται ραγδαία (συνήθως από τους ενημερωμένους και υπεύθυνους, υποτίθεται, τοποτηρητές αυτών των μέσων) και είναι αδύνατον να διαγραφούν ακόμα κι αν διαψευστούν επίσημα, επρόκειτο για εντελώς αυθαίρετη (και κακόβουλη, τελικά) εικασία. Πριν από καμιά εβδομάδα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της τοξικολογικής ανάλυσης του άτυχου παιδιού, σύμφωνα με τα οποία είχε κάνει χρήση LSD πριν από τη μοιραία πτώση, συνεπώς είχε άλλα, πιο πολύπλοκα θέματα διανοητικής σύγχυσης και αστάθειας, τελείως άσχετα με την καρτούν εικόνα του τουρίστα που κάνει το μοιραίο βήμα προς τα πίσω την ώρα που ποζάρει για τον εαυτό του στο χείλος του γκρεμού.

Τίποτα δεν αποσταθεροποιεί την εξουσία όσο ένα μεμονωμένο άτομο που επιχειρεί να αναγνωρίσει την αξία του, και η καμπάνια εναντίον των selfies είναι τελικά μια σταυροφορία ενάντια στην εξάπλωση της αυτοεκτίμησης.


Πέρσι το Πάσχα, στην Ύδρα, είχα την ευκαιρία να περάσω λίγο χρόνο παρέα με τον Λι Ρεϊνάλντο, τον «εμβληματικό» κιθαρίστα των Sonic Youth, και την οικογένειά του μαζί με άλλους φίλους. Εξαιρετικός τύπος ο Λι, ώριμος, πρόσχαρος, προσηνής και ταπεινόφρων, ως οφείλει να είναι κάποιος ειδικά μετά τα 50, ακόμα κι αν οι νεότεροι επιθυμούν να τον βλέπουν ως πανκ ροκ σταρ, έτοιμο να προβεί σε ιδιοσυγκρασιακές ακρότητες, όταν δεν αφηγείται ιστορίες από το μέτωπο. Καμία σχέση, και ευτυχώς, ακόμα κι αν απογοητεύτηκαν λίγο όσοι από την ομήγυρη τρωγόντουσαν να δουν έναν avant ροκ θρύλο εν εξάρσει. Τραβούσε συχνά selfies ο Λι στην Ύδρα, είτε μόνος του είτε με τους δυο γιους και τη γυναίκα του, και σε μια στιγμή, μάλιστα, καθώς βολτάραμε στο λιμάνι, έβγαλε κι αυτό το ματσούκι που επιτρέπει τη λήψη από μια σχετική απόσταση, διευρύνοντας το κάδρο και το φόντο. Ε, ρε, τι καζούρα και μπινελίκι θα άκουγε, σκέφτηκα, αν δεν ήταν ο Λι Ρεϊνάλντο και ήταν κανένας γνωστός ή ακόμα και άγνωστος «μαλακοτουρίστας». Η ξινίλα και η αποδοκιμασία στη μάπα μας θα άξιζε πολλές selfies, έτσι για να δούμε πώς φαινόμαστε ως κριτές που αυτοδιορίστηκαν υπεύθυνοι της τήρησης ενός πρωτοκόλλου «cool» συμπεριφοράς και ορθής χρήσης των ψηφιακών μέσων.

Όταν πρωτομπήκα στο facebook (πρόσφατα σχετικά), ανέβαζα, ως παρθένος, αθώος χρήστης και καμιά selfie (με ή χωρίς duck face, το οποίο προκύπτει ασυνείδητα συνήθως), πριν με επαναφέρει στην τάξη η ντόπια νομενκλατούρα του μέσου, που έχει δαιμονοποιήσει τέτοιες ντροπιαστικά «ναρκισσιστικές» πρακτικές, την ώρα που αναλώνεται σ' έναν ορυμαγδό έντονων και απόλυτων απόψεων που συχνά καταλήγουν ότι το τέλος του κόσμου έρχεται επειδή το λέω «Εγώ». Με αρκετή ικανοποίηση, λοιπόν, βρέθηκα τις προάλλες, περιδιαβαίνοντας ασκόπως, μπροστά σε ένα τύπου δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο matter  με τίτλο «Selfie: Οι επαναστατικές δυνατότητες του ίδιου σου του προσώπου, σε επτά κεφάλαια». Η ωραία, παραληρηματική αυτή ωδή στη selfie ξεκινά από το πρώτο φωτογραφικό αυτοπορτρέτο στην ιστορία, της γνωστής (αλλά όχι και τόσο ίσως) πρωτοπόρου της φωτογραφίας, Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον, γύρω στα 1870 (δεν χαμογελάει, κανείς δεν χαμογελούσε τον πρώτο μισό περίπου αιώνα της φωτογραφίας) και καταλήγει με την ακόλουθη διακήρυξη υπέρ της απελευθέρωσης της «επιδεικτικής» ψηφιακής αυτοπροσωπογραφίας: «Ιδού, λοιπόν, το μυστικό: τίποτα δεν αποσταθεροποιεί την εξουσία όσο ένα μεμονωμένο άτομο που επιχειρεί να αναγνωρίσει την αξία του, και η καμπάνια εναντίον των selfies είναι τελικά μια σταυροφορία ενάντια στην εξάπλωση της αυτοεκτίμησης. Αυτοί που δηλώνουν ότι μισούν τις selfies, κατά βάθος φοβούνται τον στρατό των προσώπων που δεν μπορούν να χειραγωγήσουν... επιχειρώντας να σβήσουν τα πρόσωπα που τους φαίνονται ανοίκεια. Τόσο απλό είναι. Όποιος μισεί συλλήβδην τις selfies κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται στην προνομιούχο θέση να μην έχει υπάρξει ποτέ ο ίδιος αόρατος...».