Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Στα θολά απόνερα του «Σώτη-gate»

Κάποιοι βιάζονται να μας βάλουν πρόωρα στη δίνη των «πολιτισμικών πολέμων» και κάποιοι άλλοι σκιαμαχούν ενάντια στην επέλαση ενός μη μου άπτου δογματισμού που δήθεν επιβάλλει η περιβόητη πολιτική ορθότητα

Στα θολά απόνερα του «Σώτη-gate»

Δύσκολο να κυκλοφορήσεις αυτές τις μέρες στην κοινωνία και κυρίως στη διασταλτική γυάλα των κοινωνικών μέσων χωρίς να έχεις άποψη για το «Σώτη- gate» που προέκυψε μετά τη μήνυση-επίκληση του αντιρατσιστικού νόμου για παλαιότερο κείμενό της, όπου φιλοξενήθηκε και το εξής νόστιμο γνωμικό, το οποίο αποδόθηκε στον Μάρκο Πόλο: «Φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι». Ιδανικά διαβάζεται με υπόκρουση στο τέλος στοιχειωμένου γέλιου-κονσέρβας από παλιά κωμική σειρά. Με το που έσκασε η είδηση της μήνυσης, ήταν εντελώς προβλέψιμο ότι θα επακολουθούσε, εν μέσω δηλητηριωδών αναθυμιάσεων, το γνωστό όργιο εμφυλιοπολεμικού οπαδισμού, αυτοματικής εργαλειοποίησης και ξεχειλώματος του «καυτού ζητήματος» που ανέκυψε, καθώς εμπίπτει σε συζητήσεις για τα όρια της ελεύθερης έκφρασης, τους περιορισμούς του αντιρατσιστικού νόμου, τη νεοελληνική δικομανία κ.λπ. Το πλαίσιο γιγαντώθηκε ξαφνικά και πλέον αντανακλαστικές αποκρίσεις του τύπου «για διάφορους λόγους η Σώτη Τριανταφύλλου νιώθει πιο άνετα τα τελευταία χρόνια να γράφει τέτοια μισαλλόδοξα και να τα παίρνει πάνω της, οk, δικαίωμά της» ακούγονται ως ψίθυροι ανάμεσα στις κραυγαλέες αντιπαραθέσεις με αντικείμενο την ελεύθερη έκφραση.


Όσο μου είναι αδύνατον βιολογικά να αντιπαθήσω τη Σώτη –που εκτός από κάποια υπέροχα βιβλία που έχει γράψει, στο μυαλό μου είναι καταχωρισμένη διαχρονικά ως γενναίο και πραγματικά φιλελεύθερο πρόσωπο που έχει συγκρουστεί τόσο με το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες όσο και με τον αριστερισμό της ζεμπεκιάς, ενώ η ατάκα της για την Ελλάδα ως «μια συντηρητική, αριστερή χώρα» παραμένει πολυσήμαντη, τόσο αδυνατώ να παρακολουθήσω εσχάτως τη σκέψη της. Όχι μόνο στο επίδικο, πλέον, κείμενο, αλλά και σε πολλά άλλα και ειδικά στο πρόσφατο βιβλίο της, που μου άφησε μια πολύ δυσάρεστη γεύση ως καταγγελία-οδοστρωτήρας του πολυπολιτισμικού μοντέλου με μένος αντίστοιχο με αυτό που η σύγχρονη αριστερή θεωρία καταφέρεται εναντίον της νεωτερικότητας συλλήβδην.

Η μήνυση είναι αστεία και βαθιά νυχτωμένη στο πεδίο του «να 'χαμε να λέγαμε», ενώ γνήσιες ρατσιστικές αντιλήψεις εκδηλώνονται καθημερινά δίπλα μας αλλά και εντός μας.


Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι είναι εύκολο πλέον να ξεφύγει κανείς σε τραμπικές και λεπενικές ατραπούς. Κάποια πράγματα απλώς είναι λάθος. Και να τα πιστεύεις και να τα γράφεις δημοσίως χωρίς κανένα φιλτράρισμα του θυμικού, ακόμα και ως εν θερμώ αντίδραση σε απάνθρωπες σφαγές αθώων, όπως αυτή στο Μπατακλάν. Δεν στέκει να τσουβαλιάζεις και να πετάς στη θάλασσα τόσο κόσμο, εμπεριέχει φυλετικό μίσος, πώς να το κάνουμε, τελεία και παύλα. Ναι μεν η θρησκεία είναι άλλο πράγμα από τη φυλή (ευχαριστούμε για τη συγκλονιστική πληροφορία όσους εμφατικά το τονίζουν αυτές τις μέρες), όλοι όμως ξέρουμε ότι εν προκειμένω «μουσουλμάνοι» σημαίνει ουσιαστικά «αραβικός κόσμος και τα πέριξ». Αντίστοιχες ισοπεδωτικές και φολκλόρ χοντράδες –και μάλιστα χωρίς αυτοσαρκαστικά ελαφρυντικά– στην Αμερική φιλοξενούνται μόνο σε τραμπικής αντίληψης μέσα και πάντως σε κανένα απ' όσα επιθυμούν να αυτοαποκαλούνται έγκυρα και έγκριτα. Κατά την άποψή μου, εκεί είναι το θέμα. Αν κάτι μπορεί να διαχωρίζει το έγκυρο μέσο από τον ορυμαγδό κραυγών και σύγχυσης που κατακλύζει το σύγχρονο μιντιακό σύστημα, είναι ακριβώς να αποθαρρύνει τη δημοσίευση αγρίως προβοκατόρικων και εντελώς ανούσιων θέσεων αντίστοιχου ύφους. Από πλατφόρμες ελεύθερης έκφρασης για να γράφει ο καθένας τη μαλακία του, «δόξα τω Θεώ» να φάνε κι οι κότες πλέον.

 
Στην Αμερική επίσης (και στη χειμαζόμενη Δύση γενικότερα, που, σύμφωνα με το βιβλίο της Σώτης, βρίσκεται εγκλωβισμένη «σ' ένα αδιέξοδο αυτο-απέχθειας και υπερσυναισθηματισμού») έχουν υποστεί –δικαίως, αλλά και αδίκως συχνά– διώξεις και καταγγελίες άτομα για την έκφραση πολύ πιο ήπιας «ρητορικής μίσους», ενώ αντίθετα δεν θα διωκόταν, ούτε και θα καταδικαζόταν φυσικά, ποτέ κάποιος σατιρικός περφόρμερ σαν τον ατυχή Παστίτσιο που κατηγορήθηκε για βλασφημία, ούτε όμως και ο καθηγητής Ρίχτερ, που σύρθηκε σε δικαστική περιπέτεια, επίσης με όχημα τον αντιρατσιστικό νόμο, ως «αρνητής εγκλημάτων του ναζισμού» (έχετε γεια, βρυσούλες και χαιρέτα μου τον πλάτανο, τους Αμβρόσιους και τη Χρυσή Αυγή).


Η μήνυση είναι αστεία και βαθιά νυχτωμένη στο πεδίο του «να 'χαμε να λέγαμε», ενώ γνήσιες ρατσιστικές αντιλήψεις εκδηλώνονται καθημερινά δίπλα μας αλλά και εντός μας. Κάποιοι βιάζονται να μας βάλουν πρόωρα στη δίνη των «πολιτισμικών πολέμων» και κάποιοι άλλοι, εξίσου πρόωρα, σκιαμαχούν ενάντια στην επέλαση ενός νέου, μη μου άπτου δογματισμού που επιβάλλουν η περιβόητη πολιτική ορθότητα αλλά και το «πολυπολιτισμικό μοντέλο», λες και ήμασταν ένας παράδεισος με το μοντέλο της (εθνικής και θρησκευτικής) ομοιογένειας. Γενικώς, φοβού αυτόν που αγανακτεί πολύ έντονα εναντίον της πολιτικής ορθότητας, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί στην πλευρά του λάθους. Αυτό υπαγορεύει η πρόσφατη διεθνής εμπειρία.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO