Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Να 'χαμε να λέγαμε

Το «αποκαλυπτικό» βιβλίο της Μαργαρίτας Παπανδρέου μοιάζει με νοσταλγική επίκληση μιας εποχής έντονων παθών, ουσιαστικά όμως τρικυμίας στο σφηνάκι σε σχέση με το σήμερα.

Να 'χαμε να λέγαμε
Aπό το λεύκωμα Λαγουδέρα: Η χρυσή εποχή της Ύδρας 1959-1967 (εκδόσεις Μίλητος)


Μαζί με τα αποσπάσματα που «διέρρευσαν» από το βιβλίο της Μαργαρίτας Παπανδρέου που παρουσιάζεται επίσημα αύριο, είδαμε και την ίδια ξανά, όπως είναι τώρα, στα 92, περιέργως πιο κοντά ως φυσιογνωμία στη Μάργκαρετ Θάτσερ παρά στη Μάργκαρετ του Αντρέα, φεμινίστρια, αιώνια καρτερική σύζυγος και τώρα συγγραφέας (με ή χωρίς τη βοήθεια ghost writer). Κορακοζώητοι πάντως οι εμιγκρέδες σύζυγοι εξ Αμερικής, όπως απέδειξε και η μακροζωία του Ζιλ Ντασέν, τους ευνοεί προφανώς το εύκρατο κλίμα και ο εν Ελλάδι υπαίθριος βίος. Το ίδιο το βιβλίο μοιάζει ακατάτακτο ως παραλογοτεχνικό είδος: λίγο αυτοβιογραφία, λίγο απόσταγμα τραυματικής εμπειρίας, λίγο εγχειρίδιο αισθηματικής αγωγής και μπόλικες δόσεις «αποκαλυπτικών» στοιχείων της ψυχοσύνθεσης του ιστορικού ηγέτη του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ίδιας μέσα στη δίνη ερωτικών παθών και έντονων πολιτικών αναταράξεων (που, βέβαια, ενισχύθηκαν από μια αεροσυνοδό που, αν και δουλειά της ήταν να καθησυχάζει τους επιβάτες, έψησε τον Μεγάλο να τα κάνει όλα πουτάνα, κοινώς). Δεν είναι απομνημονεύματα (memoirs), δεν είναι εργαλείο αυτοβοήθειας, δεν είναι αυτοβιογραφία, δεν είναι ιστορική καταγραφή, είναι κάτι σαν απόπειρα πραγματείας περί «Έρωτα και Εξουσίας», όπως δηλώνει ο τίτλος, που είναι τόσο βαρύς και γενικόλογος, που μοιάζει να σέρνει πίσω του τόμους ολόκληρους μακροχρόνιας θεωρητικής μελέτης.

Ασχέτως τέτοιου είδους «γαργαλιστικών», που λέγανε παλιά, αποκαλύψεων, ο αναμενόμενος ντόρος με το βιβλίο μοιάζει πιο πολύ με νοσταλγική επίκληση μιας άλλης εποχής, πρόσφατης σχετικά αλλά και πολύ μακρινής, μιας εποχής με έντονα πάθη, υποτίθεται, αλλά τρικυμία στο σφηνάκι ουσιαστικά, σε σχέση με το βάρος των περιστάσεων που μας πλακώνει σήμερα.


Η μισή –σαδομαζοχιστική– απόλαυση της ανάγνωσης των γκομενικών αποκαλύψεων του βιβλίου βρίσκεται, πάντως, στα σχόλια των αναγνωστών (αυτό το ξεκαύλωμα μοχθηρίας, σκατοψυχίας και οχλοκρατίας του ενός που έχει επικρατήσει ως διαδραστικός δήθεν εκδημοκρατισμός της έκφρασης στα μέσα) κάτω από τα σχετικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν. «Μια χαρά βολεύτηκες εδώ, κυρά μου (απευθύνονται κιόλας σε προσωπικό επίπεδο οι σχολιαστές, όπως οι γιαγιάδες παλιά στους κακούς των σίριαλ της τηλεόρασης), που χωρίς τον Αντρέα θα δούλευες σε κανένα γουαλμάρτ (sic) στην Αλαμπάμα» έγραψε κάποιος. Κερατάς, τελικά, ο μέγας ηγέτης, συμπέρανε με περίσκεψη κάποιος άλλος, διαβάζοντας ότι η Μ. Παπανδρέου δεν ήταν και τόσο καρτερική σύζυγος, αφού ενέδωσε την άνοιξη του 1986, σε μια αεροπορική πτήση (είχαν ένα βίτσιο με τα αεροπλάνα, προφανώς) για Αμερική, στο φλερτ του «Πιερ», ενός «υψηλόβαθμου αξιωματούχου του γαλλικού στρατού στο ΝΑΤΟ, που έδινε διαλέξεις για το Ευρωπαϊκό Κίνημα Ειρήνης ως μέλος μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης», σε ένα περιστατικό που θυμίζει τη φροϋδική ονείρωξη της Νικόλ Κίντμαν με τον Γάλλο αξιωματικό στο Μάτια ερμητικά κλειστά: «Το πρόσωπό του ήταν σμιλεμένο, είχε τετράγωνο πιγούνι με λακκάκι, ανοικτά καστανά μάτια. Πολύ αρρενωπός. Είχα μπροστά μου έναν Κερκ Ντάγκλας, έναν Κάρι Γκραντ ... Αυτή την άνοιξη λαχταρούσα το ρομάντζο στη ζωή μου, ένα νέο ρομάντζο. Το παλιό φάνταζε ανεπανόρθωτο και διαβρωμένο από το παιγνίδι εξουσίας, ανταγωνιστικότητας, συμπόρευσης με τους θεούς του κατεστημένου – και τις "θεές" έξω από αυτό».

Ασχέτως τέτοιου είδους «γαργαλιστικών», που λέγανε παλιά, αποκαλύψεων, ο αναμενόμενος ντόρος με το βιβλίο μοιάζει πιο πολύ με νοσταλγική επίκληση μιας άλλης εποχής, πρόσφατης σχετικά αλλά και πολύ μακρινής, μιας εποχής με έντονα πάθη, υποτίθεται, αλλά τρικυμία στο σφηνάκι ουσιαστικά, σε σχέση με το βάρος των περιστάσεων που μας πλακώνει σήμερα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου (ο «Αντρέας» δηλαδή, λαϊκός ηγέτης par excellence, παρόλο που δεν είχε εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν έναν γνήσια φιλολαϊκό πολιτικό, πέραν της ικανότητας χειραγώγησης των επιθυμιών του πλήθους) και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μνημονεύονται και δοξολογούνται όλο και πιο τακτικά, αν και για διαφορετικούς λόγους. Ο πρώτος ως ιδανικός διαχειριστής της ελπίδας των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων για μια πιο άνετη ζωή, και ο δεύτερος ως άρχων και θεματοφύλακας πάσης φύσεως πρωτοκόλλων που καταπατούν οι «τυχάρπαστοι» της σημερινής κυβέρνησης. Περίεργο ίσως, αν αναλογιστεί κανείς πόσο μακριά από το κοινό αίσθημα (και την κοινή λογική ενίοτε) επέλεγαν να κατοικούν και οι δύο. Αντιφατικοί, ευέξαπτοι, κυκλοθυμικοί, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να αυτοεξοριστούν ή να ιδιωτεύσουν, και βαθιά προβληματικοί στο οικογενειακό προφίλ τους, άφησαν φεύγοντας μια έντονη αίσθηση ανικανοποίητου (και παρεξήγησης που έμεινε άλυτη) και μια ιδέα κλονισμένου μεγαλείου μιας εποχής που τελείωνε μαζί τους. Και τότε νιώσαμε έτοιμοι να περάσουμε επιτέλους στην επόμενη πίστα, αναζητώντας ψύχραιμους τεχνοκράτες διαχειριστές, με στεγνή δημόσια εικόνα. Δεν δούλεψε ούτε αυτό ακριβώς. Και τώρα πάλι αναζητούνται απελπισμένα ηγέτες (στην ευρύτερη αντιπολίτευση, τουλάχιστον), κατά προτίμηση χωρίς έντονες και μυστήριες παθολογίες.