Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Για τα Χαμένα Κορμιά. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη

20 χρόνια Lost Bodies: Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, και το τραγούδι τους είναι ίσως πιο επείγον από ποτέ.

Για τα Χαμένα Κορμιά. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη

Την πρώτη φορά που είδα τους Lost Bodies ήταν στο «indie free» φεστιβάλ πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Πρέπει να ήταν μια από τις πρώτες (η πρώτη;) εμφανίσεις των αμετανόητων μοναδικών εκπροσώπων ενός αυθεντικού καταστασιακού πανκ υπαρκτού σουρεαλισμού, αν και το γκρουπ είχε ήδη μια δεκαετία δράσης στην πλάτη του. Δεν το ‘πιασα τότε, γιατί εγώ ήμουν πολύ indie κι αυτοί πολύ free. Το πιάσανε όμως πολλοί από το κοινό τότε και είχε γίνει ένας χαμός, μια ωραία υπερβατική κατάσταση χωρίς δυσοίωνα παρατράγουδα. Άλλη μια φορά πάλι (στο House of Art αν δεν μ' απατά ως συνήθως η μνήμη μου) ήμουν αλλού γι' αλλού. Τρίτη και φαρμακερή όμως την περασμένη Παρασκευή στο Afterdark, στη συναυλία για τα εικοσάχρονα της μπάντας με ωραίους και πρόθυμους νεοσύλλεκτους στο σχήμα και γκεστ σταρ τον σπουδαίο σύγχρονο καταλύτη της ντόπιας (και διεθνούς συχνά) σύγχρονης μουσικής σκηνής Νίκο Βελιώτη αλλά και τον παλιό μέντορα των Lost Bodies Γιάννη Αγγελάκα χαμογελαστό στο ακροατήριο. Μεγάλη χαρά να βρίσκεσαι μακριά από τα μονίμως αγχώδη και μπλαζέ συστήματα της εγχώριας hipsterίας. Ίσως με συγκίνησαν και τα γυαλιά πρεσβυωπίας του Θάνου που κοίταζε το αναλόγιο με τους στίχους πριν προβεί στις γνωστές και ωραίες του ακρότητες. Avant garde (εμπροσθοφυλακή δηλαδή) με θετικό πρόσημο, χωρίς καλτίλα (κακά τα ψέματα, καλτ ίσον loser) χωρίς γραφικότητα, χωρίς χαβαλέ αλλά με κέφι, χωρίς σαθρή αντιεξουσιαστική ρητορεία κενή από ποίηση. Υπάρχει ίσως πια μεγαλύτερη ανάγκη να τονιστεί το προφανές - στα λόγια, στη συμπεριφορά, στην εκτόνωση, στη διαμαρτυρία, να εκφραστεί πιο δυνατά η ενστικτώδης κοινή λογική, η ανάρμοστη συμπεριφορά, ένα sui generis ανένταχτο, ρέμπελο πανκ: Μια έκφραση που δεν καταγράφεται συνήθως γιατί δεν κολλάει στις εύκολες τάσεις.

Ιδού ένα cut-up με σκόρπιους στίχους του Θάνου από τα άλμπουμ της μπάντας (παρντόν κιόλας για την αυθαιρεσία): «Ο ρυθμός αυτοκτονεί, σε παίρνει μαζί... Ένας ρυθμός ελαφρύς, γλυκός και το ίδιο το γιαπωνέζικο σώμα μας... Φέτος θα γελάσει κάθε πικραμένος... Αυτήν τη φορά θα πετάξω από την αντίθετη πλευρά, και δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο, και μετά θα προσγειωθώ στο ατελιέ της Μάγκη με την τεράστια τζαμαρία κι ό,τι γίνει, φτάνει να μη σπάσω το άγαλμα με τις καραβίδες που έχει στα δεξιά καθώς μπαίνεις - άραγε να χωρά εκεί μέσα όλη αυτή η μαλακία; ...Χρώματα ξανά... Παίζουν. Τυλίγονται. Επιταχύνονται... Ο σύζυγος της Τζοκόντας και ο Τζίμι Χέντριξ μαραγκός... Οι άλλες μορφές θα μας ξαφνιάζουν πάντα... Στο μυαλό μου καρφώνονται χιλιάδες γυαλιά, νέα γενιά αντικαταθλιπτικών: Κότζακ! Λωρίδα παραγωγής εσταυρωμένων το σταυρό τους μέσα! ...Η ελευθερία να φτάνεις μέχρι την άκρη του πόνου... Ζούμε χρόνια σ' αυτήν εδώ την πόλη... Ασυγχώρητα λάθη, αιώνιες πληγές... Κάθαρση, έκσταση, διάχυση, εκτίναξη, περιδίνιση, διάθλαση... Πανηγύρι, γιορτή, λαχτάρα, ανάσα, ζωή... Περσινές ανάγκες, περσινές κουβέντες... Κι όταν αρχίζεις ήδη έχεις φθαρεί... Αρκετά, ρε μαλάκες, με την κονόμα και τις μαλακίες σας. Μας γαμήσατε...»

Ο Θάνος είναι ο Έλληνας τι...; (για όποιον έχει ανάγκη τέτοιους παραλληλισμούς). Ο αντίστοιχος Jello Biafra, πανκ πατερούλης και σύμβολο αξιοπρέπειας; Εμένα μου κάνει και λίγο Mark E. Smith των Fall, χωρίς τη σκληρή ζώνη άμυνας και την ισοπεδωτική ξινίλα του post punk ιεροκήρυκα από το Μάντσεστερ. Ειδικά αυτή η αντίληψη που συνοψίζεται στο «πάντα διαφορετικό, πάντα το ίδιο» και στη δημιουργική ένταση, και οι στιγμές που ο Smith πετάει την κυνική μάσκα, τονίζει τη σημασία της ανθρώπινης διάστασης και γίνεται πολύ περισσότερο ψυχούλα παρά ψυχάκιας: «Είμαι πενηντάρης και γουστάρω. Έχεις κανένα πρόβλημα;». Έτσι ξεκινά το απόσπασμα της βιογραφίας του που προδημοσίευσε την Κυριακή ο «Observer»: «...Δεν με πείραζε όταν ήμουν άνεργος. Είχα πολύ χρόνο στα χέρια μου έτσι. Άλλοι πήγαιναν στο πανεπιστήμιο ή δούλευαν, κι εγώ διάβαζα, κάπνιζα τσιγάρα και χάζευα. Είναι καλό να έχει κανείς τέτοιες περιόδους στη ζωή του, όταν δεν σε πιέζουν να σκέφτεσαι όπως όλοι οι άλλοι... Όχι ότι ένιωθα ποτέ ανώτερος απ' τους άλλους με τον αλαζονικό τρόπο των καλλιτεχνών. Γι' αυτό και αντιπαθούσα πάντα τον Τζον Λένον. Πολύ αλαζονικός. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το καλλιτεχνικό μέρος - το κομμάτι της ζωής ήταν δευτερεύον. Εγώ πίστευα πάντα ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να είσαι άνθρωπος παρά καλλιτέχνης...»