Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Έλα μαζί μου, κάπου να πάμε, χέρι με χέρι. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Ρέκβιεμ για τις κομματικές νεολαίες με αφορμή τη διάλυση της ΟΝΝΕΔ.

Έλα μαζί μου, κάπου να πάμε, χέρι με χέρι. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Ήταν γενικά προβλέψιμο ότι από τις παραδοσιακές, κραταιές κομματικές νεολαίες της Μεταπολίτευσης, στο τέλος θα παρέμενε όρθια μόνο η ΚΝΕ, ως τοτεμικός θεσμός που λειτουργούσε πάντα (όπως και οι πατερούληδές της στο Κόμμα) σχεδόν εκτός χρόνου και διαβρωτικών για το πολιτικό σύστημα εξελίξεων. Κάποτε, βέβαια, την περίεργη δεκαετία του '80, έμοιαζε και η ΟΝΝΕΔ (με «κολεγιακή» αιχμή τη ΔΑΠ) τόσο ισχυρή, ώστε δεν διαφαινόταν πουθενά στον μακρινό ορίζοντα η διάλυσή της, και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς νοσταλγικές τελετουργίες από τον ίδιο τον αρχηγό της παράταξης. Εποχές αλήστου μνήμης που λένε, με τη «γαλάζια γενιά» να καβαλάει το κύμα των «υλιστικών» '80s και να μπαίνει σφήνα στην κυριαρχία των αριστερών νεολαιών κατά την (πρώιμη) Μεταπολίτευση.


Η ΟΝΝΕΔ με τον σκληρό οπαδικό πυρήνα, με τους Κενταύρους και τους Ρέιντζερ (η μόνη νεολαία που διέθετε δυνάμεις κρούσης με χουλιγκανικά προσωνύμια), με τα πουκάμισα παστέλ αποχρώσεων και τα φουσκωτά αμάνικα αδιάβροχα/ski vests (το πιο αντιπαθητικό μπουφανοειδές, μαζί με το γιλέκο τύπου πολεμικού ανταποκριτή), με το ξύλο να πέφτει με τη σέσουλα μεταξύ των εκάστοτε «τάσεων» και υποψηφίων για την ηγεσία στους διαδρόμους των ξενοδοχείων που φιλοξενούσαν τις συνεδριακές εκδηλώσεις της. Αν έπρεπε να συμπυκνώσω σε μία και μοναδική σκηνή τη διείσδυση της ΟΝΝΕΔ στη μακάρια, πλην διαταραγμένη νεολαία εκείνης της εποχής, θα επέλεγα τη στιγμή που έμπαινε ο eurotrash ύμνος «Live is Life» στον χορό τάξης Β.Π. ή/και ιδιωτικού σχολείου. Το «λαλά - λαλαλά» στο ρεφρέν αντικαθιστούσε η ιαχή «γαμώ το ΠΑΣΟΚ», και μόνο αραιά και πού ακουγόταν δειλά η απόκριση κάποιων που ψέλλιζαν στον ίδιο σκοπό «ΠΑΣΟΚ και γαμώ» (τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως δεν γνώρισα ποτέ πραγματικά κάποιο άτομο που να πέρασε από τη νεολαία ΠΑΣΟΚ).

Και τώρα, εκείνη η «απολιτίκ» γενιά μπαίνει απροετοίμαστη στη μέση ηλικία, με μόνα (σημαντικά όμως) εφόδια τους προεπιλεγμένους μηχανισμούς ασφαλείας, τα κυνικά αντανακλαστικά της και την επιβεβαίωση της αίσθησης που είχε πάντα ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλά, γι' αυτό και αρνιόταν επίμονα να πορευτεί με μακροπρόθεσμο μπούσουλα.


Έκανε πολλή φασαρία τότε η ΟΝΝΕΔ, αλλά, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, ήταν από τα τελευταία σπαράγματα επίδρασης των κομματικών νεολαιών που μπήκαν σε μη αναστρέψιμη διαδικασία παρακμής στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, ειδικά μετά το «βρόμικο '89», τότε που έγινε για πρώτη φορά (την τελευταία δεν την έχουμε δει ακόμα) εκτεταμένη χρήση της αειθαλούς επικεφαλίδας «Το τέλος της Μεταπολίτευσης». Που νομίζαμε ήδη τότε εμείς, οι μη ενταγμένοι, στα ύστερα της εφηβείας μας, ότι είχε λήξει προ πολλού, μαζί με τη γοητεία της κομματικής οργάνωσης. Τι είδους ζαβό μικρομέγαλο, δηλαδή, σπαταλούσε τον ελεύθερο χρόνο του σε κομματικά κατηχητικά με καθοδηγητές και ινστρούχτορες; Λες και δεν μας έφτανε το σπίτι και το σχολείο.

Υπήρχε, βέβαια, πάντα αυτή η αφηρημένη έλξη προς το ΚΚΕ εσωτερικού και τον «Ρήγα Φεραίο» (παρά τους απωθητικά εθνικοαπελευθερωτικούς / παιδαγωγικούς απόηχους του ονόματος), που έμοιαζαν πιο «ευέλικτα» πολιτικά σχήματα, με πιο συμπαθητικούς ανθρώπους. Δεν χρειαζόταν να αυτοπροσδιοριστείς καν ως αριστερός (και πολύ περισσότερο ως, Θεός φυλάξοι, κομμουνιστής) για να δηλώσεις συμπαθών. Όλοι ήταν συμπαθούντες, ακόμα και οι γονείς μου, που ψήφιζαν ΝΔ. Θυμάμαι κάτι βόλτες κι αυτό τον cool τύπο σε μία από τις χαρακτηριστικά «ποπ αισθητικής» αφίσες της νεολαίας (η άλλη ήταν αυτή με τον Μαρξ με ροζ γυαλιά ή κάπως έτσι), ο οποίος έμοιαζε με μετανοημένο ΔΑΠίτη (φλωριά και φούτερ στη μέση) που είδε ξαφνικά το φως το αληθινό, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει ολοκληρωτικό «αριστερό» makeover και να εμφανιστεί ξαφνικά στην παρέα ως casual μουσάτος γυαλάκιας (λυπάμαι, αυτό ήταν το στερεότυπο του ρεφορμιστή, και όχι μόνο αριστερού, και ήταν αληθινό).


Και τώρα, εκείνη η «απολιτίκ» γενιά μπαίνει απροετοίμαστη στη μέση ηλικία, με μόνα (σημαντικά όμως) εφόδια τους προεπιλεγμένους μηχανισμούς ασφαλείας, τα κυνικά αντανακλαστικά της και την επιβεβαίωση της αίσθησης που είχε πάντα ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλά, γι' αυτό και αρνιόταν επίμονα να πορευτεί με μακροπρόθεσμο μπούσουλα. Σφηνωμένη μεταξύ της γενιάς της Μεταπολίτευσης και της επερχόμενης γενιάς των millennials («του Δεκέμβρη» ή «της Κρίσης», με πιο εγχώριους και δραματικούς όρους), έχει συμφιλιωθεί αναγκαστικά με την ιδέα της προς τα κάτω κινητικότητας (έτσι κι αλλιώς, σνόμπαρε πάντα εκ του ασφαλούς τις επαρχιώτικες συμπεριφορές κοινωνικής ανέλιξης) και παρατηρεί τα καθέκαστα με το χαρακτηριστικό και σωτήριο μπλαζέ ύφος: «Νόμιζα ότι η ΟΝΝΕΔ είχε διαλυθεί προ πολλού...».

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO.