Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Δεν ταιριάζει μάλλον το «χρυσό ιωβηλαίο» στον Μάη του ’68

Παρά τη συμπλήρωση «στρογγυλής» πεντηκονταετίας από εκείνη την υπερβατική, ουτοπική συγκυρία, οι σχετικοί εορτασμοί μοιάζουν διστακτικοί και ξενέρωτα εγκρατείς

Δεν ταιριάζει μάλλον το «χρυσό ιωβηλαίο» στον Μάη του ’68

Έχουν ξεκινήσει ήδη οι όχι και τόσο πανηγυρικοί εορτασμοί για το «χρυσό ιωβηλαίο» του Μάη του '68, που έχει συναντήσει όμως αντιδράσεις απαξίωσης πολύ πριν παραδοθεί φέτος στη βαριά επετειακή τυπολατρία (του χρόνου έχει σειρά το Γούντστοκ).

Άδικη και βάναυσα κακοπροαίρετη μοιάζει η ξινή μεταχείριση αυτής της συγκλονιστικής και πολλαπλά συμβολικής νεανικής εξέγερσης εκ μέρους πάσης φύσεως αντιδραστικών καλοθελητών (κάποιοι εκ των οποίων πιάνουν δουλειά με όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση κάθε χρόνο και κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου) που καίγονται να σε πληροφορήσουν ότι επρόκειτο για κακομαθημένους φλώρους, για λιγούρια που ήθελαν απλώς να πηδήξουν εκμεταλλευόμενοι την επαναστατική κάψα της στιγμής, για μια κορύφωση (εκσπερμάτωση, ξεκαύλωμα), εν τέλει, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, πάνω στην εκρηκτική έξαρση της νεανικής κουλτούρας και του κλίματος γενικής αμφισβήτησης του συντηρητικού μεταπολεμικού status quo.

Κοινώς, για βρούβες πήγαν τότε ο Φεντερίκο, η Κατρίν και η Σιμόν. Ή, όπως είχε πει εκείνη την εποχή ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Ρόναλντ Ρέιγκαν για τους εξεγερμένους «χίπηδες» στα πανεπιστήμια της Πολιτείας του, «πρόκειται για άτομα που ντύνονται σαν τον Ταρζάν, έχουν μακριά μαλλιά σαν την Τζέιν και μυρίζουν σαν την Τσίτα».

Δεν έχει σημασία τι απέγιναν και ποια πολιτική κατεύθυνση πήραν πολλοί από τους ιθύνοντες, καθοδηγητές, ένθερμους υποστηρικτές (εκ του μακρόθεν έστω) της εξέγερσης. Σημασία έχει ότι πρόλαβαν να ζήσουν τον ενθουσιασμό, τη διέγερση και τον ουτοπικό οίστρο μιας ιστορικής στιγμής που βαστάει για τρεις ζωές.


Στο μυαλό μου ο (παρισινός) Μάης του '68, μέσω της σχετικής εικονογραφίας και του μύθου που αναπτύχθηκε, ήταν πάντα κάτι σαν αποθέωση όχι μόνο των νεανικών κινημάτων της δεκαετίας του '60 και της γενιάς που πρώτη ερωτεύτηκε το ηδονιστικό τρίπτυχο sex & drugs & rock 'n' roll, αλλά ενός σφριγηλού μοντερνισμού πριν αυτός χαθεί για πάντα στον μεταμοντέρνο πολτό.

Οι εικόνες της εξέγερσης που έχουμε είναι κυρίως σε άσπρο-μαύρο, σαν στυλάτο σινεμά βεριτέ, σαν εφαρμογή της νουβέλ βαγκ στην πραγματική ζωή. Για όσους συμμετείχαν, όμως, οπωσδήποτε τα δρώμενα (καταστασιακά και μη) θα έμοιαζαν να συμβαίνουν μέσα σε μια πολυχρωματική, παραισθητική έκρηξη, σαν τον πίνακα του Μιρό που φέρει τον τίτλο «Μάης του '68».

Ήταν απολύτως σαφές το αισθητικό πλεονέκτημα (αν όχι το ηθικό) που είχε η φορτισμένη με πολιτικά τσιτάτα και φοιτητικό ρομαντισμό νεολαία απέναντι σε μια (μικρο)αστική τάξη που έμοιαζε όχι από άλλη γενιά αλλά από άλλο σύμπαν.

Και, πάντως, μόνο κατατονικοί και καμένοι χίπηδες δεν ήταν ο αγρίως ελευθέριος «Κόκκινος Ντάνι» (Κον-Μπεντίτ) ή ο «Κόκκινος Ρούντι» (Ντούτσκε) και οι παρέες τους. «Δεν έχουν καμιά εξουσία τα λουλούδια, αγόρι μου» είχε πει ο Χέρμπερτ Μαρκούζε στον δαιμόνιο προβοκάτορα Άμπι Χόφμαν, όταν εκείνος του μίλαγε περί «flower power» και δυναμικής των «παιδιών των λουλουδιών».

Δεν έχει σημασία τι απέγιναν και ποια πολιτική κατεύθυνση πήραν πολλοί από τους ιθύνοντες, καθοδηγητές, ένθερμους υποστηρικτές (εκ του μακρόθεν έστω) της εξέγερσης. Σημασία έχει ότι πρόλαβαν να ζήσουν τον ενθουσιασμό, τη διέγερση και τον ουτοπικό οίστρο μιας ιστορικής στιγμής που βαστάει για τρεις ζωές.

Πριν από δέκα χρόνια, κατά την προηγούμενη «στρογγυλή» επέτειο του «Μάη του '68» (και τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του), είχε γράψει ένα κείμενο αποτίμησης για τα κοσμογονικά γεγονότα της χρονιάς-ορόσημο που είχε «βιώσει» από μακριά ως φοιτητής στην Οξφόρδη ο διάσημος αρθρογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς, «λεκιασμένος» ήδη από τη στήριξή του στον πόλεμο Μπους - Μπλερ κατά του Ιράκ.

Έγραφε, λοιπόν, στο κείμενό του που είχε δημοσιευτεί στο αμερικανικό «City Journal»: «... Όπως οι περισσότερες χρονιές και οι περισσότερες δεκαετίες, το 1968 δεν ξεκίνησε αυστηρά ημερολογιακά.

Το ψυχόδραμα του 1968 άνοιξε με τον θάνατο του Τσε Γκεβάρα το φθινόπωρο του 1967 και προσωπικά θα έλεγα ότι ξεκίνησε ακόμα νωρίτερα, με την εγκαθίδρυση της απριλιανής χούντας στην Αθήνα και με τις πρώτες ισχυρές εκδηλώσεις των αντιφρονούντων στην Τσεχοσλοβακία.

Μπορεί τα γεγονότα που ακολούθησαν να σας φαίνονται περίεργα και αφηρημένα, αλλά για μας ήταν απολύτως αληθινά.

Κάθε πρωί το τρανζίστορ μου με ξυπνούσε με σεισμικές ανταποκρίσεις: τα γκέτο στην Αμερική να καίγονται, ο πανίσχυρος στρατός της υπερδύναμης να βουλιάζει στο Δέλτα του Μεκόνγκ, η πορτογαλική αποικιακή αυτοκρατορία να εξαφανίζεται υπό την πίεση των ανταρτών στη Μοζαμβίκη και στην Ανγκόλα, οι δρόμοι της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης να συγκλονίζονται ξανά από αντι-φρανκικές διαδηλώσεις, οι φοιτητές στο Μέξικο Σίτι να σφαγιάζονται έξω από το Ολυμπιακό Στάδιο.

Για πολύ καιρό, ένιωθες ότι δεν υπήρχαν αρκετές ώρες μέσα στην ημέρα...