Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Eσύ με ποιoν είσαι;»

Η πόλωση της αθηναϊκής κοινωνίας γίνεται πιο σαφής καθημερινά.

«Eσύ με ποιoν είσαι;»

-Είσαι μ' εμάς ή με τους άλλους;
-Μ' εσάς!
-Ναι, αλλά εμείς είμαστε οι άλλοι...


Το ξέρετε, φαντάζομαι. Είναι το γνωστό ευφυολόγημα που κυκλοφορεί κάτι χρόνια τώρα. Κάποτε είχα μάλιστα τη (λανθασμένη μάλλον) βεβαιότητα ότι είχε εφευρεθεί για τον χώρο του ποδοσφαίρου. Όπως είχα και την (ακόμα πιο λανθασμένη, προφανώς) εντύπωση ότι κυρίως εκεί ταιριάζει: σε μια ομάδα οπαδών που οφείλουν να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να παραδώσουν πιστοποιητικό φρονημάτων και να προσαρμοστούν τυφλά στα νέα δεδομένα, ακόμα και στα πιο ασαφή ή παράλογα.


-Δεν πήρες ξεκάθαρη θέση. Δεν μας στήριξες.
-Δεν πήρα θέση;
-Όχι, και τώρα πια εμείς για εσένα είμαστε οι άλλοι...


Κι αυτό πιθανότατα το ξέρετε. Είναι το, καθόλου αστείο πια, νέο έθος που κυκλοφορεί όλο και περισσότερο. Παντού. Περισσότερο ανθεί στα «πεδία» της πολιτικής άποψης, της ιδεολογικής επιλογής, της δημοσιογραφίας, ακόμα και του πολιτισμού...
Φυσικά, θα κόμιζα γλαύκα εις Αθήνας, εάν απλώς επεσήμαινα την πόλωση της ελληνικής κοινωνίας. Είναι περισσότερο και από σαφής καθημερινά, με καβγάδες που ξεσπούν για το τίποτα ή για τα πάντα, ακόμα και μεταξύ πρώην φίλων ή πρώην συντρόφων, με έτοιμα σαν από καιρό στρατόπεδα, με ευθείες βολές ή δηλητηριώδεις υπαινιγμούς, με φήμες, με ένα διαρκές εμφυλιοπολεμικό περιβάλλον, όπου η παραμικρή αφορμή νομιμοποιεί την πιο ακραία αντίδραση και το μεγαλύτερο μίσος με στοιχεία... αναδρομικού χαρακτήρα. Δεν θα καταφύγω, όμως, σε γλυκερού τύπου τσιτάτα περί ομόνοιας, διότι καταρχάς σιχαίνομαι τη... σχολή Κοέλιο και τη θεωρώ ανέφικτη και ανόητη. Και διότι δεν θεωρώ ότι η πόλωση μπορεί να αντιμετωπιστεί με ευχολόγια και «χριστιανικές» μεθόδους.

Σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα τα περιθώρια να είσαι ανένταχτος ή να κρίνεις κατά περίσταση είναι στενά ή και ανύπαρκτα. Αποτέλεσμα; Η μη πολωμένη στάση κρίνεται ως... μη στάση ή, χειρότερα, ως ιδιοτέλεια ή, ακόμα χειρότερα, ως ένδειξη από τους μεν ότι εσύ ανήκεις στους δε.

Τη δημοσιογραφική μου εμπειρία προτιμώ να καταθέσω. Για την ακρίβεια, τη δημοσιογραφική «μας» εμπειρία, μια που το σύμπτωμα του κάθε τόσο «ανέστιου» δεν είναι αποκλειστικό μου προνόμιο, φυσικά. Εξομολογούμαι ή παρατηρώ σε φίλους και συναδέλφους ανάλογα συμπτώματα: αμηχανία όταν θεωρούμε ότι τα δεδομένα είναι ασαφή κι ότι είναι καλύτερο να περιμένει κανείς την αποσαφήνισή τους ή να λειτουργεί κατά περίσταση, αποφεύγοντας να «κατασκηνώσει» στο ένα στρατόπεδο ή στο άλλο. Εξυπακούεται ότι δεν αναφέρομαι σε περιπτώσεις όπου ένα γεγονός είναι τετελεσμένο, όπως π.χ. οι εσπευσμένες ματαιώσεις των τελευταίων παραστάσεων της Ισορροπίας του Νας, κατ' επιλογήν του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Διότι σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια απολύτως σαφής επιλογή, επιθετική προς την ελευθερία της έκφρασης, την οποία οφείλει να εξασφαλίζει με αδιαπραγμάτευτους όρους η τέχνη. Αναφέρομαι, όμως, σε περιπτώσεις όπου, αν και ένα φαινόμενο είναι υπό εξέλιξη, το περιβάλλον απαιτεί να τοποθετηθείς με οπαδική αφοσίωση. Σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα τα περιθώρια να είσαι ανένταχτος ή να κρίνεις κατά περίσταση είναι στενά ή και ανύπαρκτα. Αποτέλεσμα; Η μη πολωμένη στάση κρίνεται ως... μη στάση ή, χειρότερα, ως ιδιοτέλεια ή, ακόμα χειρότερα, ως ένδειξη από τους μεν ότι εσύ ανήκεις στους δε. Εξηγούμαι, χρησιμοποιώντας το ίδιο παράδειγμα της παράστασης του Εθνικού. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η τέχνη οφείλει να διατηρεί το δικαίωμα χρήσης οποιουδήποτε «υλικού» (ακόμα και του πιο ακραίου). Από κει και πέρα, όμως, με ενοχλούν όσοι, ένθεν και ένθεν, στην πορεία αυτής της υπόθεσης, αντί να κοιτάξουν το δάσος, πότισαν το δεντράκι τους. Και σ' αυτούς τους τελευταίους περιλαμβάνω εξίσου π.χ. τον Γιώργο Βουλγαράκη που, παρότι έχει θητεύσει ως υπουργός Πολιτισμού, έσπευσε να χαρακτηρίσει «ξεφτίλες» όσους επέτρεψαν και ανέβασαν την παράσταση, και τον βουλευτή Μάκη Μπαλαούρα που, αντί να μείνει εντός του ζητήματος της τέχνης, δεν απέφυγε τις προσωπικές κρίσεις για τη 17 Νοέμβρη.


Και, βέβαια, δεν διεκδικώ σε καμία περίπτωση για τον εαυτό μου ή τους «ομοιοπαθείς» το αλάθητο του Πάπα, την απόλυτη ψυχραιμία και δημοσιογραφική αντικειμενικότητα. Αντιθέτως, μάλιστα, τον τελευταίο καιρό την έχω πατήσει, έχοντας προβεί σε βιαστικές και λανθασμένες κρίσεις ή έχοντας συλλάβει τον εαυτό μου να πολώνεται, να αντιμετωπίζει εχθρικά την άλλη άποψη και να ρέπει στη συνωμοσιολογία. Η εμπειρία δεν βοηθάει στην περίπτωση που ο ορίζοντας γίνεται όλο και πιο ομιχλώδης. Συχνά δεν βοηθάει ούτε το ένστικτο. Δυστυχώς, αισθάνομαι όλο και συχνότερα πως υπό τέτοιες συνθήκες η καλύτερη επιλογή είναι η σιωπή (η δημοσιογραφική αυτο-ακύρωση δηλαδή...). Μετά, πάλι ανακαλύπτω ότι και με αυτό τον τρόπο σε ένα στρατόπεδο τοποθετούμαι: σε αυτό που διατηρεί τις αμφιβολίες του και σιωπά «απέναντι» σε αυτό που διεκδικεί τις βεβαιότητές του και φωνάζει.