Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Γιάνης Βαρουφάκης αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γεννήθηκε στο Παλαιό Φάληρο, ζει απέναντι από το Μουσείο της Ακρόπολης. Πιστεύει ότι οι οικονομολόγοι είναι κάτι πολύ χειρότερο από τους ψυχιάτρους της κρίσης.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκα στο Παλιό Φάληρο το 1961. Οι πρώτες αναμνήσεις είναι σαγηνευτικές: αλάνες, ποδήλατα και ποδόσφαιρα. Κολύμπι κάθε μέρα, μόνοι μας, περνάγαμε την Ποσειδώνος με τα πόδια και πέφταμε στη θάλασσα. Αυτά κόπηκαν στο τέλος του δημοτικού, οπότε άλλαξε το Παλιό Φάληρο. Ξαφνικά, οι αλάνες έγιναν εννιαώροφες πολυκατοικίες.

Η πιο δυνατή μου ανάμνηση, όμως, απ' όταν γεννήθηκα μέχρι που έφυγα το 1978 για την Αγγλία, ήταν ο ήχος των κομπρεσέρ και της μπετονιέρας. Αισθητικά έγινε ένα κλικ από το 1969 μέχρι το 1973, όταν η χούντα άλλαξε τους συντελεστές δόμησης. Εγώ το μετράω με το πώς χάναμε τις αλάνες μας. Η αντιπαροχή και η οικοδομή ήταν καλές για τη μεγέθυνση της οικονομίας, όχι για την ανάπτυξη. Είναι μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ ανάπτυξης και μεγέθυνσης που δεν πρέπει να την ξεχνάμε.

Όταν καταστρέφεις τον κοινωνικό ιστό και την αισθητική της πόλης, αναγκάζεις μετά από λίγο τους κατοίκους να αντιπαθούν την πόλη όπου ζούνε. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που είναι προβληματικό το αναπτυξιακό μας μοντέλο. Ο τρόπος με τον οποίο κτίζεις τα σπίτια σου αντικατοπτρίζει τον τρόπο που χτίζεις την κοινωνία σου. Και στην Ελλάδα είναι πέρα για πέρα σαθρός.

Οι οικονομολόγοι είναι κάτι πολύ χειρότερο από τους ψυχίατρους της κρίσης. Είμαστε ένοχοι, ως επιστήμη και ως σινάφι. Πίσω από κάθε τοξικό ομόλογο κρύβεται μία τοξική θεωρία κάποιου οικονομολόγου. Το επάγγελμά μου υπέστη, από τα «μέσα» μάλιστα, μια μαζική λοβοτομή στις αρχές τις δεκαετίας του '70. Και δεν έχει συνέλθει από αυτήν.

• Δώδεκα χρόνων ήθελα να γίνω πιανίστας, μέχρι που ήρθε ένα εννιάχρονο δίπλα μου που, εντός δέκα λεπτών, κατάφερε να παίξει Ραχμάνινοφ. Κάπου εκεί τα παράτησα. Το δεύτερο που αποφάσισα να κάνω ήταν η Φυσική. Η ιδέα ότι υπάρχουν αντικειμενικοί νόμοι που μπορείς να τους κατακτήσεις με το μυαλό σου ήταν σαγηνευτική. Τότε, όμως, μετά το 1973 πολιτικοποιηθήκαμε και συνειδητοποιήσαμε, εγώ και ο κύκλος μου, ότι, για να μπορείς να έχεις άποψη για την πολιτική, δεν μπορείς να μην καταλαβαίνεις την οικονομική θεωρία. Οπότε, ενώ δεν είχα μεγάλη αγάπη για την οικονομική επιστήμη, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να μιλάω για πολιτική, αν δεν γνωρίσω την οικονομική σκέψη.

• Μια μέρα μοίραζα προκηρύξεις και κατέληξα στο κρατητήριο. Μετά από αυτό οι γονείς μου, και οι δύο χημικοί, αποφάσισαν να με στείλουν στην Αγγλία για σπουδές. Εκεί προσπάθησα να παντρέψω την αγάπη μου για τη Φυσική με την ανάγκη για κατάκτηση της οικονομικής θεωρίας. Πήγα στο Έσεξ να σπουδάσω πάνω σε αυτό που λένε μαθηματικοποιημένη οικονομική θεωρία.

Μετά από μια εβδομάδα οικονομικών διαλέξεων άλλαξα πρόγραμμα σπουδών γιατί δεν πίστευα στ' αφτιά μου με τις ανοησίες που άκουγα. Είδα πως αυτά που μας δίδασκαν ήταν τρίτης ποιότητας μαθηματικά. Έτσι αποφάσισα να σπουδάσω μαθηματικά, θεωρώντας πως έτσι απέδρασα από τα οικονομικά. Η πολιτική οικονομία παρέμενε, όμως, ένα μόνιμο χόμπι. Όταν έπρεπε να επιλέξω μια διατριβή, αυτά που έπαιζαν ήταν εντελώς τεχνοκρατικά, όπως η στατιστική μελέτη των κινητήρων αεριωθούμενων αεροπλάνων.

Ένα βράδυ χάθηκα στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Μπέρμινγχαμ κι εντελώς τυχαία έπεσα πάνω σ' ένα οικονομικό άρθρο ενός Αμερικανού καθηγητή, που θύμωσα διαβάζοντάς το. Ήταν πολύ ωραία γραμμένο, με καλής ποιότητας μαθηματικά, αλλά το επιχείρημα και η απόδειξή του ήταν ύπουλα κι αποπροσανατολιστικά. Το είπα στον επιβλέποντα κι ασχολήθηκα με αυτό το θέμα, γράφοντας τον αντίλογο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι, παρότι ήμουν μαθηματικός, οι καλύτερες προσφορές που είχα ήταν από οικονομικά τμήματα. Έμαθα έτσι οικονομική θεωρία, διδάσκοντάς την.

Όσο λιγότερη σχέση κι εφαρμογή έχει η οικονομική σου θεωρία με τον υπαρκτό καπιταλισμό, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να πετύχεις ως πανεπιστημιακός οικονομολόγος. Όσο μεγαλύτερο το διαζύγιο των μοντέλων σου με την πραγματικότητα, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να διακριθείς. Φωτο: Πάνος Μιχαήλ/LIFO

• Για να πάω να διδάξω στην Αυστραλία άφησα ένα όνειρο ζωής: μια θέση καθηγητή στο Κέμπριτζ. Ήταν τα χρόνια του έντονου θατσερισμού και ήταν εξαιρετικά αρνητικό το κλίμα στα βρετανικά πανεπιστήμια. Επικρατούσε δυσθυμία και το κλίμα ήταν αποπνικτικό. Ως νέος, ένιωθες και «φτηνότερος» να απειλούνται από σένα παλιότεροι καθηγητές, που το πανεπιστήμιο προσπαθούσε να ξεφορτωθεί. Άνθρωποι που εγώ εκτιμούσα.

Ξαφνικά μου έρχεται ένα τηλεγράφημα από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ - μου προσέφεραν μια θέση για εκεί. Στην αρχή αρνήθηκα. Αυτοί επέμεναν. Ε, μια μέρα που μου είχε κολλήσει το αυτοκίνητο στο χιόνι κι έπρεπε να πάω σε μάθημα όπου με περίμεναν κάτι δύστροποι φοιτητές, αναλογίστηκα ότι τώρα είναι καλοκαίρι στο Σίδνεϋ. Έναν μήνα αφότου έφτασα στην Αυστραλία έστειλα την παραίτησή μου στο Κέμπριτζ. Έμεινα εκεί κάτω 12 χρόνια. Και στην Ελλάδα τώρα προσπαθώ να νιώθω ξένος. Είναι πεποίθησή μου: ζεις καλύτερα και τιμάς περισσότερο τον τόπο σου, όταν πασχίζεις να ζήσεις σαν ξένος.

• Οι οικονομολόγοι είναι κάτι πολύ χειρότερο από τους ψυχίατρους της κρίσης. Είμαστε ένοχοι, ως επιστήμη και ως σινάφι. Πίσω από κάθε τοξικό ομόλογο κρύβεται μία τοξική θεωρία κάποιου οικονομολόγου. Το επάγγελμά μου υπέστη, από τα «μέσα» μάλιστα, μια μαζική λοβοτομή στις αρχές τις δεκαετίας του '70. Και δεν έχει συνέλθει από αυτήν.

Όσο λιγότερη σχέση κι εφαρμογή έχει η οικονομική σου θεωρία με τον υπαρκτό καπιταλισμό, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να πετύχεις ως πανεπιστημιακός οικονομολόγος. Όσο μεγαλύτερο το διαζύγιο των μοντέλων σου με την πραγματικότητα, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να διακριθείς. Στη δική μου περίπτωση έχτισα μια καριέρα ως αντι-οικονομολόγος, εφόσον όλες οι διατριβές μου αποτελούν εσωτερική κριτική των μοντέλων και θεωριών του σιναφιού μου.

• Στις θετικές επιστήμες, το ζητούμενο είναι να επαληθευτούν εμπειρικά τα μαθηματικά σου μοντέλα. Στις οικονομικές επιστήμες δεν γίνεται αυτό γιατί δεν έχουμε εργαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχεις δεκαπέντε αντικρουόμενα μαθηματικά συστήματα, τα οποία να εξηγούν ακριβώς το ίδιο φαινόμενο. Οπότε, κρίνεσαι από το πόσο αισθητικά όμορφο είναι αυτό που έχεις κατασκευάσει και όχι πόσο χρήσιμο.

Για να το κάνεις αισθητικά όμορφο, πρέπει να το λύσεις, εισάγοντας από την πίσω πόρτα κρυφές υποθέσεις που καθιστούν το υπόδειγμά σου παντελώς ανίκανο να αποτελέσει προσομοίωση της πραγματικότητας. Οι συνάδελφοι που το γνωρίζουν αυτό μετριούνται στα δάχτυλα.

Για να πάω να διδάξω στην Αυστραλία άφησα ένα όνειρο ζωής: μια θέση καθηγητή στο Κέμπριτζ. Ήταν τα χρόνια του έντονου θατσερισμού και ήταν εξαιρετικά αρνητικό το κλίμα στα βρετανικά πανεπιστήμια. Επικρατούσε δυσθυμία και το κλίμα ήταν αποπνικτικό. Φωτο: Πάνος Μιχαήλ/LIFO

• Οι δευτεροκλασάτοι οικονομολόγοι, όμως, προσπαθούν να διασυνδέσουν το υπόδειγμα με την πολιτική. Φτιάχνουμε αφηρημένα υποδείγματα, άσχετα με τον υπαρκτό καπιταλισμό και κατόπιν ο χρηματοπιστωτικός τομέας δημιουργεί όλα αυτά τα παράγωγα στη βάση αυτών των υποδειγμάτων. Για να δούμε ότι ένα παράγωγο έχει αξία 1.000 δολάρια, χρησιμοποιούμε το θεωρητικό υπόδειγμα που παραβιάζει την πραγματικότητα για να υπάρχει.

Οπότε τα παράγωγα αγοράζονται και πωλούνται με βάση υποδείγματα που δεν έχουν καμία σχέση με την αληθινή οικονομία. Όταν κατέρρευσε η Lehman Brothers, αυτό συνέβη υπό το βάρος αυτής της ύβρεως. Στο μεταξύ, όμως, οι οικονομολόγοι που κρύβονταν από πίσω είχαν γίνει ανάρπαστοι από τις εταιρείες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

• Το βιβλίο το έγραψα γιατί πιστεύω ότι έχω προσεγγίσει κάπως τις αιτίες που προκάλεσαν την κρίση. Ο Παγκόσμιος Μινώταυρος είναι ένα καταστάλαγμα 25 ετών συζητήσεων και προβληματισμών. Από τότε που ξέσπασε η κρίση λέω και ξαναλέω ότι ελληνική κρίση δεν υπάρχει παρά μόνο παγκόσμια. Είναι σαν να λέμε ότι το 1930 υπήρχε η κρίση του Οχάιο. Το Οχάιο όντως επλήγη από την κρίση, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα της γενικότερης Μεγάλης Ύφεσης.

Πρέπει να είσαι πολύ επαρχιώτης για να πιστεύεις ότι είναι δική σου η κρίση. Αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα. Όταν τα πράγματα πάνε καλά, θεωρούμε ότι είμαστε οι πρώτοι. Όταν είναι άσχημα, κάνουμε τους σπουδαίους, ότι πάλι εμείς ευθυνόμαστε για όλα. Δεν είμαστε, όμως, τόσο σπουδαίοι. Δεν ευθύνεται η Ελλάδα για τα δεινά της Ευρώπης και το φαινόμενο ή θα το καταλάβουμε συνολικά ή δεν θα το κατανοήσουμε καθόλου.