Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Τα σκοτάδια μου»: Η ζωή που δεν θα ήθελες να ζήσεις

Στο αυτοβιογραφικό του αριστούργημα ο Τζέιμς Ελρόι καταγράφει τη συγκλονιστική ιστορία της δολοφονίας της μητέρας του

«Τα σκοτάδια μου»: Η ζωή που δεν θα ήθελες να ζήσεις

Είναι σχεδόν αδύνατον να γράψει κανείς για τον Τζέιμς Ελρόι: προτιμά να αφήνει σε εκείνο τον πρώτο, ανεξέλεγκτο λόγο, να ακούει από τον ίδιο τις φράσεις που κόβονται απότομα σαν αφηγηματικά καρφιά που προσκρούουν στο τείχος της οδύνης. Δεν υπάρχει έλεος εδώ, μήτε παρηγοριά, παρά μόνο η κυνική ομορφιά μιας αριστουργηματικής αφήγησης: το κρεσέντο πάνω από το ρέκβιεμ, οι αγαπημένες του Βαλκυρίες που καθεύδουν για να του υπαγορεύσουν εικόνες γεμάτες αίμα, σάρκα και οδυρμό. Υπάρχει, επίσης, η αλήθεια για μια ζωή που στοιχειώθηκε από τις εικόνες της αποτρόπαιας δολοφονίας της ίδιας του της μητέρας στις 22 Ιουνίου του 1958. Αντί, όμως, να θρηνεί, προτιμά να τη μετατρέπει σε μια ανοιχτή ιστορία για το αναγνωστικό κοινό, ξεδιπλώνοντας τις λεπτομέρειες της αυτοβιογραφίας του σαν μάρτυρας της Αποκάλυψης, άγγελος του φωτός και σατανάς του σκότους, σαν ποιητής που βλέπει «τα πελέκια στον αέρα, σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών». Σάμπως τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Ελρόι να ήταν απλές προεργασίες για να αφήσει ελεύθερο τον συγκλονιστικό αφηγηματικό χείμαρρο που συναντάμε στα Σκοτάδια μου, τα οποία έχει αποδώσει για μια ακόμη φορά εξαιρετικά ο Ανδρέας Αποστολίδης στη γνωστή σειρά της Άγρας, μια αυτοβιογραφία κι ένα χρονικό για το πιο οδυνηρό νουάρ που έχει θέμα την ίδια τη ζωή του. Ο αρχικός τόπος της αφήγησης, εκεί όπου έμενε μέχρι την ημέρα που θα δει για τελευταία φορά, στα δέκα του χρόνια, τη μητέρα του ζωντανή, είναι ο «Παράδεισος της λευκής ξεφτίλας», δηλαδή η κοιλάδα του Σαν Γκάμπριελ, και, συγκεκριμένα, το μισητό προάστιο του Ελ Μόντι στο Λος Άντζελες. Τίποτα δεν ήταν εύκολο γι' αυτόν από τότε που θα βρεθεί, παιδί διαζευγμένων γονιών, να συμβιώνει σε αυτό το υποβαθμισμένο προάστιο μαζί με μια καταπιεστική και αλκοολική μητέρα. Τουλάχιστον αυτή την αποτρόπαια εικόνα έτρεφε για εκείνην για χρόνια σαν μοναδική ασπίδα ενός μίσους που τον βοήθησε να απαλύνει τον πόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος δεν μεγάλωσε ουσιαστικά ποτέ ή μάλλον μεγάλωσε απότομα, αφού, μικρός, αντί για παιχνίδια, προτιμούσε να σβήνει το φως και να βυθίζεται σε ιστορίες γεμάτες απόγνωση και αίμα. Άκουγε Μπαχ και διάβαζε αστυνομικά, αδυνατώντας να ταυτιστεί με έναν πατέρα αδύναμο και νωθρό, με τον οποίο βρέθηκε να συγκατοικεί μετά τον θάνατο της μητέρας του: ο δαυλός της ζωής μάλλον άναβε από τις σελίδες της Άιν Ραντ, τον υπεράνθρωπο του Νίτσε και τον Μεγαλοδύναμο που του χάριζε δύναμη – και αργότερα γυναίκες. Ως έφηβος, όμως, το κρεσέντο το έζησε μόνο στη φαντασία του και σε ξεσπάσματα παραβατικής συμπεριφοράς: «Φοβόμουν όλα τα κορίτσια, τα περισσότερα αγόρια και κάποιους άντρες και γυναίκες. Ο φόβος μου πήγαζε από τον μηχανισμό της αποκαλυπτικής φαντασίας μου. Ήξερα πως όλα ήταν χαοτικά και άσχημα. Η εμπειρική μου εκπαίδευση στο χάος ήταν αναμφίβολα πολύτιμη».

Το χρονικό της αναζήτησης της χαμένης αυτής υπόθεσης περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, εκεί όπου το αστυνομικό μυθιστόρημα αυτήν τη φορά εξαντλείται σε μια αδυσώπητη πραγματικότητα με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Ελρόι.


Διάβαζε από μικρός πολύ – κυρίως ιστορίες, όπως το Σήμα του Τζακ Ουέμπ, αλλά και βιβλία που έκλεβε μετά μανίας: «Κάθε βιβλίο που διάβαζα ήταν ένας παραμορφωτικός φακός σ' εκείνη». Πολύ σύντομα βρέθηκε να ταυτίζεται με την ιστορία της Μαύρης Ντάλιας και τη δολοφονία της Μπέτυ Σορτ που τόσα κοινά είχε με την αδικοχαμένη κοκκινομάλλα μητέρα του: «Οι εφιάλτες μου είχαν μια αυθεντική ωμότητα. Ζωηρές λεπτομέρειες ξεπηδούσαν από το ασυνείδητό μου. Έβλεπα την Μπέτυ σε μεσαιωνικό τροχό βασανιστηρίων. Έβλεπα έναν άντρα να στραγγίζει το αίμα της σε μια μπανιέρα. Έβλεπα το πτώμα της με ανοιχτά τα πόδια σε ιατρικό φορείο. Οι σκηνές μ' έκαναν να φοβάμαι να κοιμηθώ. Οι εφιάλτες μου έρχονταν σταθερά ή με απρόσμενα διαλείμματα. Τους συνόδευαν αναλαμπές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στο σχολείο βαριόμουν και το έριχνα στις παράξενες ονειροπολήσεις μου: έβλεπα σπλάχνα χυμένα στη λεκάνη της τουαλέτας και σύνεργα βασανισμού έτοιμα για χρήση». Τίποτα δεν έκανε την καθημερινότητα και τη συμβίωση με τον πατέρα του περισσότερο εύκολη: «Ήμασταν φτωχοί, το διαμέρισμά μας βρομούσε από τα σκατά του σκύλου. Έτρωγα κάθε μέρα για πρωινό μπισκότα και γάλα και κάθε βράδυ χάμπουργκερ ή κατεψυγμένη πίτσα. Φορούσα άθλια ρούχα. Ο πατέρας μου μονολογούσε στην τηλεόραση κι έλεγε στους εκφωνητές "άντε γαμήσου" και "πάρε μου μια πίπα". Κυκλοφορούσαμε με τα εσώρουχά μας. Ήμασταν συνδρομητές σε περιοδικά με γυμνές. Το σκυλί μας δάγκωνε καμιά φορά. Ήμουν μόνος, δεν είχα φίλους. Είχα μια αίσθηση πως η ζωή μου δεν ήταν και πολύ σωστή. Ήξερα όμως πράγματα».

Και όντως, ήξερε πολλά, όπως ήξερε να επιβιώνει – παρά την εξάρτηση από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά σε πολύ μικρή ηλικία, την περιπλάνησή του στους δρόμους και τη συχνή του επίσκεψη σε μέρη πίσω από τα σίδερα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν επεδίωκε τον οίκτο. Ήταν ένας επίμονος μαχητής που μεταμόρφωνε τις απανωτές ήττες σε μια δημιουργική δύναμη που σάρωνε τα πάντα: άλλοτε γινόταν ένας ευφάνταστος ηθοποιός για να γλιτώσει τον στρατό, άλλοτε ένας ικανότατος κλέφτης για να επιβιώσει (κλέβοντας βιβλία, μπριζόλες ακόμη και στολές), ένας ακαταπόνητος ποδηλάτης, ένας ποδηγέτης σε αλλόκοτες παρέες, ένας έφηβος γεμάτος σπυριά που κατακτούσε το εσωτερικό αφηγηματικό του σύμπαν. Το μαύρο γάλα της αυγής το έπινε καθημερινά, αλλά δεν υπέκυψε σε καμία ξένη αλήθεια, παρά μόνο στη δική του – ίσως γι' αυτό μισούσε μέχρι θανάτου τα παιδιά των λουλουδιών, τους δήθεν Αριστερούς, τον Κένεντι, την κοινή λογική, τη μετριότητα και την καλοσυνάτη φαρισαϊκή, στημένη όψη της πραγματικότητας. «Το Χόλιγουντ είναι ένας θύλακας γεμάτος πύον» γράφει επίσης, εξηγώντας την απέχθειά του για το λαμπερό σύμπαν και την προτίμησή του για τις αστυνομικές ιστορίες δίχως έλεος. Ωστόσο, είναι παράδοξο που τα Σκοτάδια μου, αυτό το de profundis κείμενο για έναν αδιανόητα σκληρό βίο, απελευθερώνουν γενναίες, αν και ανομολόγητες δόσεις ανθρωπισμού: το βλέπει κανείς στον φόρο τιμής που αποτίνει στον αγαπημένο του αστυνόμο με τον οποίο έφερε στην επιφάνεια τον ξεχασμένο φάκελο από τον φόνο της μητέρας του (του αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο) αλλά και στην υπέρμετρη αγάπη και τον σεβασμό που καταθέτει για τη δεύτερη γυναίκα του, την Έλεν. Αυτή είναι που τον βοήθησε να αντιμετωπίσει το φάντασμα της μητέρας του, τον δικό του θηλυκό Άμλετ, τη γυναίκα με τα πυρόξανθα μαλλιά που στοίχειωνε σαν άλλη Οφηλία τη ζωή του. «Έχεις την πονηριά του δρομέα και το καμουφλάζ του» εξομολογείται στη μητέρα του πάντα σε δεύτερο ενικό. «Το πάθος σου της φυγής σε σκότωσε. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από μένα. Τρέχω να σε φτάσω εδώ και πολύ καιρό. Και τώρα θα επιβάλω την αντιπαράθεση των δρομέων. Είναι η ώρα μας». Το χρονικό της αναζήτησης της χαμένης αυτής υπόθεσης περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, εκεί όπου το αστυνομικό μυθιστόρημα αυτήν τη φορά εξαντλείται σε μια αδυσώπητη πραγματικότητα με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Ελρόι. Εδώ επιστρατεύονται οι γνώσεις και ορίζονται τα στεγανά, όχι τόσο για να ανιχνευτεί ο φονιάς που σκότωσε την όμορφη Τζινίβα αλλά για να αποκατασταθεί στον νου η μακάβρια εικόνα, να μετατραπεί από εμμονικό εφιάλτη σε μυθιστορηματική αλήθεια, να γίνει αφηγηματική παρηγοριά και ειλικρινής πραγματεία για μια εποχή γεμάτη τρόμο αλλά και γοητευτική αθωότητα. Αυτή είναι που περιγράφει και ορίζει ο Ελρόι τόσα χρόνια αριστουργηματικά και υποδειγματικά με τα βιβλία του: είναι, άλλωστε, σαρξ εκ της σαρκός του ή, μάλλον, η ίδια του η ζωή.