Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ουμπέρτο Έκο: Η λιακάδα ενός υπέροχου μυαλού

Ένας ακαταπόνητος εραστής της λίστας, του διαρκούς continuum της γνώσης που δεν έβρισκε στεγανά και όρια σε κανένα πεδίο συνταιριάζοντας ιδανικά τα pulp αναγνώσματα της εφηβικής του μνήμης με τις υψηλές προσδοκίες των κλασικών έργων. Πεθαίνει σαν σήμερα το 2016.

Ουμπέρτο Έκο: Η λιακάδα ενός υπέροχου μυαλού

Στις καθάριες, αγαπημένες του Ουμπέρτο Έκο, θάλασσες του Νότου έτυχε να ναυαγήσει το καλοκαίρι του 1643 το πλοίο του πρωταγωνιστή του Ρομπέρτο. Μοναδικός ναυαγός, περιηγητής και νοσταλγός-ένας άλλος Οδυσσέας του 17ου αιώνα-ο ήρωας από το «Νησί της Προηγούμενης μέρας» μένει να θαυμάζει τα παράξενα φυτά και τους ανοιχτούς ουρανούς, τα  αστέρια και τα κοράλλια στα οποία μάτια πασχίζει να αντιστοιχήσει το όνομα και τους χρωματισμούς τους. Πρόκειται για μαγικές περιγραφές του μοναχικού πρωταγωνιστή που αποκαλύπτουν πως, αν κάτι αγάπησε ο Έκο περισσότερο και από τον εαυτό του, είναι η εξαντλητική αναζήτηση της λεπτομέρειας. Θα μπορούσε για καιρό αυτός ο εραστής οποιασδήποτε λίστας να περιπλέκει, άλλοτε αμυδρά και άλλοτε έντονα, ασυνάρτητα και ασυνδύαστα σημεία και νούμερα χαρίζοντας ταυτόχρονα στην πραγματική ζωή σκιές από τα πιο ανομολόγητα όνειρα. Το μυαλό του, αυτό που θα λάτρευε σίγουρα ο Μπόρχες αφού είχε κληθεί να καταγράψει στην πράξη το άλεφ του, ήταν γεμάτο από ανεξάντλητους κώδικες κυριευμένο από τη γνώριμη σχολαστική ακρίβεια κι από συλλογισμούς για το ιδανικό κι απόλυτο έργο. Ήταν μονίμως σε κατάσταση εγρήγορσης, έτοιμος σαν ένας υπολογιστής που δεν έκλεινε ποτέ, να εξηγήσει οποιοδήποτε παράξενο συνδυασμό και αδιευκρίνιστο φιλοσοφικό ορισμό έχοντας βαθιά ωστόσο επίγνωση ότι όλα τα άλλα ήταν ένα μαγευτικό όνειρο σαν την ιριδίζουσα απόχρωση ενός κοραλλιού ή την όμορφη εικόνα μιας κοπέλας από τα φτηνά βίπερ που διάβαζε μικρός. Γι αυτό και ποτέ δεν επέτρεψε τις διακρίσεις: σχεδόν προβοκατόρικα τοποθετούσε τον Πικάσο κοντά στα λαϊκά αναγνώσματα και άφηνε ελεύθερο τον Σούπερμαν να πετάξει πάνω από τα πανέμορφα σοκάκια της Φλωρεντίας.

Ήταν μονίμως σε κατάσταση εγρήγορσης, έτοιμος σαν ένας υπολογιστής που δεν έκλεινε ποτέ, να εξηγήσει οποιοδήποτε παράξενο συνδυασμό και αδιευκρίνιστο φιλοσοφικό ορισμό έχοντας βαθιά ωστόσο επίγνωση ότι όλα τα άλλα ήταν ένα μαγευτικό όνειρο σαν την ιριδίζουσα απόχρωση ενός κοραλλιού ή την όμορφη εικόνα μιας κοπέλας από τα φτηνά βίπερ που διάβαζε μικρός.

Ίσως κι αυτό να είχε να κάνει από τη βαθιά επιρροή του από το Μεσαίωνα όπου οι πιο περίοπτες μαθηματικές προβλέψεις εντοπισμένες με σαφήνεια στα αριστοτελικά κείμενα να μην παραγνώριζαν τις λαϊκές αφηγήσεις. Αυτή η πεποίθηση ενσαρκώθηκε απόλυτα στο «Όνομα του Ρόδου», ένα βιβλίο που αγαπήθηκε από ένα ευρύ φάσμα κοινού τη δεκαετία του 80 και αναδείχτηκε το απόλυτο μπεστ στελερ ποτισμένο στις αγαπημένες στον Έκο θεωρίες συνωμοσίας και φιλοσοφικο-μαθηματικές αναζητήσεις. Όχι τυχαία ο αδελφός Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ, που είναι και το κεντρικό πρόσωπο στο έργο, δεν είναι άλλος από τον Γουιλιέλμο Όκαμ όπως και πολλά φανταστικά πρόσωπα περιπλέκονται με πραγματικά όπως ο ιεροξεταστής Μπερνάρντο Γκι και ο μοναχός Ουμπερτίνο της Καζάλε με τον Θωμά τον Ακινάτη, ο οποίος άλλωστε ενέπνευσε και το θέμα της διδακτορικής διατριβής του Ουμπέρτο Έκο.

Η συμπόρευση φανταστικών ηρώων με πραγματικά γεγονότα αλλά και ιστορικά πρόσωπα είναι μια μέθοδος που υιοθέτησε σχεδόν παιχνιδιάρικα αλλά και με πλήρη επίγνωση στα επόμενα μυθιστορήματά του γνωρίζοντας πως, αν κάτι διαχωρίζει τις φανταστικές ιστορίες από την πραγματικότητα, είναι η δική μας δυνατότητα ερμηνείας. Αγαπούσε τον Μεσαίωνα, τις επιστημονικές του ανακαλύψεις, τη φιλοσοφική δεινότητα των αρχών του και την άγρια ομορφιά του -ή την ασχήμια του θαυμάζοντας, σε εκείνο το λεύκωμα που είχε επιμεληθεί «Η ιστορία της Ασχήμιας»- τα διάφορα εσταντανέ από το Ταξίδι του Αγίου Μπρένταν μέχρι το Όραμα του Τιούνταλ και από τη Σατανική Βαβυλώνα του Τζακομίνο ντε λα Βερόνα μέχρι το βιβλιο των τριών γραφών του Μπονβεζίν ντε λα Ρίβα. Αυτός είναι και ο λόγος που  δεν κατάφερε ποτέ να ασπαστεί την απόδοση του βιβλίου του «Το Όνομα του Ρόδου» στον κινηματογράφο από τον Ζαν-Ζακ Ανό. Αιτία ήταν και πάλι η φιλοσοφική, σχεδόν φετιχιστική και άκρως γοητευτική εμμονή στη λεπτομέρεια: «Όταν έγραφα το Όνομα του ρόδου, που διαδραματίζεται σε ένα μεσαιωνικό αβαείο, περιέγραφα νυχτερινές σκηνές, σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και σκηνές σε εξωτερικούς χώρους. Δεν προδιέγραφα έναν γενικό χρωματικό τόνο για ολόκληρη την ιστορία, αλλά, όταν ο σκηνοθέτης μου ζήτησε τη γνώμη μου για αυτό το θέμα, του είπα ότι ο Μεσαίωνας αναπαρίστατο, κυρίως στις μικρογραφίες του, με χρώματα έντονα και ζωηρά, ή μάλλον με ελάχιστες αποχρώσεις, όπου κυριαρχούσαν το φως και η διαύγεια. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν γράφοντας σκεφτόμουν αυτά τα χρώματα και ομολογώ ότι ο αναγνώστης μπορούσε να χρωματίσει ορισμένες σκηνές κατά τα γούστα του- ο κάθε αναγνώστης θα ανέπλαθε με τη φαντασία του το δικό του μεσαιωνικό περιβάλλον. Όταν είδα την ταινία, η πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι ο Μεσαίωνας εκείνος θύμιζε Caravaggio και επομένως 17ο αιώνα, με ελάχιστες ανακλάσεις θερμού φωτός πάνω σε σκούρο φόντο. Μέσα μου έκλαψα για αυτή την αισθητή παρεξήγηση της intentio operis. Μόνον αργότερα, όταν το καλοσκέφτηκα κατάλαβα ότι ο σκηνοθέτης συμπεριφέρθηκε σύμφωνα με τη φύση». (από τις Εμπειρίες μετάφρασης, μτφ. Έφη Καλλιφατίδη).  

Φωτογραφία: Chris Buck

 

Αυτός ακριβώς ήταν ο Ουμπέρτο Έκο: ένας ακαταπόνητος εραστής της λίστας, του διαρκούς continuum της γνώσης που δεν έβρισκε στεγανά και όρια σε κανένα πεδίο συνταιριάζοντας ιδανικά τα pulp αναγνώσματα της εφηβικής του μνήμης με τις υψηλές προσδοκίες των κλασικών έργων. Σημασία πάντα είχε η προσωπική πρόσληψη του θεατή ή αναγνώστη και η απόδοση της κάθε ιστορίας είτε αυτή αφορμόταν από τα παιδικά του χρόνια, είτε από τις εμμονές που πότισαν τις δοξασίες των καιρών-κόντρα πάντα στην επιβολή των εικόνων που τροφοδοτεί η τηλεόραση. Διαπρύσιος εχθρός της έτοιμης τηλεοπτικής εικόνας ο πανεπιστημιακός και μυθιστοριογράφος Έκο προασπίστηκε τις σκόρπιες εικόνες μιας μνήμης πιο προσωπικής, όπως φάνηκε και στη «Μυστηριώδη φλόγα της Βασίλισσας Λοάνα» όπου αποκαλύπτει την στενή του σύνδεση με τα κόμικ. Λάτρευε τον Φαντομά, τα λαϊκά αναγνώσματα, τα feuilleton, ακόμα τα αποκυήματα της παραφιλολογίας.  Άλλωστε για τον ίδιο οι προραφαηλίτες, για παράδειγμα, μπορούσαν να συνυπάρχουν με διάσημες πορνοστάρ, όπως και «η τρέλα των σουρεαλιστών με την ποιητική μανία του Πλάτωνα, μαζί με τη βαθιά διαίσθηση των αρχών» όπως τόνιζε στο «Από το Δέντρο στο Λαβύρινθο» (και πάλι σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη). Τον θυμάμαι, προσωπικά, να κάνει διάφορους αστεϊσμούς με αποσπάσματα από την Ιλιάδα-την οποία θυμόταν φυσικά απέξω-κατά την ιστορική αγόρευση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τέτοιες μέρες πριν έντεκα ακριβώς χρόνια με εμάς τους φοιτητές της Φιλοσοφικής να μένουμε άλαλοι από τη συγκίνηση και εκείνον να αφήνει αχαλίνωτο το προβοκατόρικο ιταλικό του χιούμορ. Η ιλαροτραγωδία, όπως άλλωστε επέμενε «γεννιέται ακριβώς τη στιγμή που οι προσδοκίες δεν επαληθεύονται-και από εκεί αρχίζει κανείς να βλέπει πράγματα που δεν θα μπορούσε να περιμένει, μεταξύ των οποίων και έναν απατεώνα που γίνεται άγιος». Για τον Έκο η ταύτιση ήταν αυτή ήταν αιτούμενο αφού ο μπράβος γινόταν άγιος βάσει μιας σειράς από κώδικες που οφείλει κανείς να ξεδιαλύνει αν θέλεις να λέγεται αναγνώστης φιλόσοφος ή καλλιτέχνης. Τα πάντα στη ζωή πάλλονταν από αριθμούς και από ιδέες σε μια ατελείωτη λίστα-«a rose is a rose is a rose» μέσα από σαγηνευτικούς και τρομερούς λαβυρίνθους, ταυτολογικές αναλύσεις, συναρτήσεις, κώδικες και αναγραμματισμούς καθώς μονίμως ο ίδιος αναζητούσε εκείνο «το αρχετυπικό βασίλειο των Μητέρων», όπως το αποκαλούσε, από το οποίο «τρεφόταν η αντικειμενική πραγματικότητα και η ίδια η πνευματική δραστηριότητα». Σε τελική ανάλυση, δεν  ήταν παρά ένας παιχνιδιάρης σχολαστικός που πίστευε στη θυελλώδη και γοητευτική αρμονία που εξύμνησε ο Αριστοτέλης-γιατί τι άλλο υπήρχε στη ζωή περά από το παιχνίδι; Αν και εκτός από τους συλλογισμούς επέμενε πως υπάρχουν «οι ίδιες οι πηγές της δημιουργικότητας και της αγάπης που κρύβονται μες στην αρχέγονη φωτεινή νύχτα της μύχιας ζωτικότητας της ψυχής»- καθ’ υπαγόρευση του αγαπημένου του Θωμά Ακινάτη. «Οι σχολαστικοί δεν νοιάζονταν να προσεγγίσουν κάποια θεωρία γύρω από την υποσυνείδητη ζωή της ψυχής (και ας σημειώσουμε την παραδοχή αυτή) αλλά οι δοξασίες τους προϋπέθεταν την ύπαρξη της». Δεν πήρε ποτέ το βραβείο Νόμπελ. Ασπάστηκε από νωρίς ταυτόχρονα την ευζωία και την αιωνιότητα.