Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το «Κλεινόν» του Γιάννη Ευσταθιάδη, μια μυθιστορηματική χαρτογράφηση της Αθήνας

Μυθιστορίες αλώβητης ευαισθησίας από έναν συγγραφέα που δημιούργησε ιστορίες, ίδιες με ταινίες μικρού μήκους

Το «Κλεινόν» του Γιάννη Ευσταθιάδη, μια μυθιστορηματική χαρτογράφηση της Αθήνας

Όχι στην αποστειρωμένη καλαισθησία. Επίμονα λεπταίσθητος, ένας αεικίνητος μηχανισμός που συνδυάζει την αλώβητη ευαισθησία με την παλλόμενη νοημοσύνη, μια λεκτομηχανή που παράγει ιστορίες που μοιάζουν με ποιήματα, και ποιήματα που μοιάζουν με ταινίες μικρού μήκους, σχεδόν πάντα ασπρόμαυρες, ιδού τι απαρτίζει το εργαστήριο του Γιάννη Ευσταθιάδη (Αθήνα, 1946). Η επινόηση ανταλλάσσει χειραψίες με το ντοκουμέντο και η καλπάζουσα φαντασία διατηρεί γόνιμες σχέσεις με το αρχείο. Σύμφωνα με τον Ευσταθιάδη, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης χρησιμοποιεί τις πέτρες όπως ο συγγραφέας τις λέξεις και ανθίσταται σε «μια αποστειρωμένη καλαισθησία», προκρίνοντας «μια χρηστική αισθητική που να οδηγεί το μάτι, όπως τα τυπογραφικά στοιχεία οδηγούν στο ποίημα». Αυτή είναι και η μέθοδος του Ευσταθιάδη, ο παραμερισμός της στείρας και αποστειρωμένης καλαισθησίας προκειμένου οι λέξεις να εκφράσουν συγκινήσεις, να μιλήσουν για συναισθήματα, να μας ταξιδέψουν σε ονειρικές διαστάσεις της πραγματικότητας αλλά και σε πραγματικές διαστάσεις των ονείρων. Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, το κλεινόν - μυθιστορίες για την αθήνα (εκδ. Μελάνι), ένα βιβλίο που ήδη από το εξώφυλλο, με τη νοσταλγική φωτογραφία και τον γραμμένο με πεζά στοιχεία τίτλο, όπως με πεζά είναι γραμμένο και το όνομα του συγγραφέα, ο Ευσταθιάδης θέλει να μας υποβάλει την ιδέα ότι μας παραδίδει μάλλον μια ποιητική σύνθεση και όχι έναν τόμο με πεζογραφήματα. Και πράγματι, τα τριάντα κείμενα του βιβλίου διέπονται από το πνεύμα της ποίησης. Άλλωστε, στο οπισθόφυλλο δεν βρίσκουμε κάποιο απόσπασμα από τα κείμενα του βιβλίου, ως είθισται, αλλά ένα ποίημα:

Μέρες του '53
Κάθε Κυριακή
ο πατέρας μου μ' έπαιρνε βόλτα
πάνω στο πράσινο ποδηλατάκι μου
στην έρημη οδό Σταδίου.

2.

Οδός Ρόμβης, αριθμός 18. Στο κλεινόν μιλάνε, μέσω της πένας του Ευσταθιάδη, συγγραφείς (Αντώνης Σαμαράκης, Μένης Κουμανταρέας) και ποιητές (Κωστής Παλαμάς), σκηνοθέτες (Θόδωρος Αγγελόπουλος) και αρχιτέκτονες (Δημήτρης Πικιώνης, Κωνσταντίνος Κιτσίκης), εικαστικοί (Γιάννης Τσαρούχης, Γιαννούλης Χαλεπάς) και ηθοποιοί (Ελένη Παπαδάκη, Κώστας Χατζηχρήστος), άνθρωποι της μουσικής (Ζαχαρίας Τσίχλας, Λεό Ραπίτης, Ελευθέριος Σπανίδης, Μαρία Κάλλας) και άνθρωποι του αθλητισμού (Τζώνης Πεσμαζόγλου, Κώστας Λινοξυλάκης, Σπύρος Λούης), προσωπικότητες της επιστήμης (Γιάννης Δρακόπουλος, Αγγελική Χατζημιχάλη, Ανδρέας Λαζάνης, Δημήτριος Αιγινίτης) και προσωπικότητες του καθημερινού μόχθου (Μαία, Αξιωματικός, Μάγειρας, Πιλότος, Τροχονόμος, Τυφλός). Επίσης, ένας πολιτικός (Γεώργιος Παπανδρέου) και μια αρτίστα (Ζωζώ Νταλμάς). Και στο κέντρο του βιβλίου, ένας πιλοποιός, με εργαστήριο στο κέντρο της ιστορικής οδού Ρόμβης, στο κέντρο της Αθήνας, στο κέντρο του βίου του συγγραφέα, στο κέντρο των αναμνήσεων και της ευαισθησίας και της δημιουργικότητάς του: ο Νίκος Ευσταθιάδης (1903-1955), ο πατέρας του Γιάννη Ευσταθιάδη. «Ονειρευόμουν πάντα μιαν Αθήνα γεμάτη ωραίες γυναίκες με καπέλο» λέει, μέσω του υιού, ο πατέρας. «Στους δρόμους, στις πλατείες, στα νυχτερινά κέντρα, στα μαγαζιά, παντού [...] Έβλεπα μια πόλη γεμάτη κομψά καπέλα, άλλα μπλε βαθύ, άλλα πρασινοκίτρινα, άλλα φούξια, άλλα στο κόκκινο της φωτιάς, άλλα στην απόχρωση ώριμου μήλου».

3.

Ο μίμος των φωνών. Υπάρχει ένα θαυμάσιο βιβλίο του Τόμας Μπέρνχαρντ μ' αυτόν τον τίτλο. Όπως ο Μπέρνχαρντ, έτσι και ο Ευσταθιάδης γίνεται ένα ποιητικό φερέφωνο, ένα ονειρικό μαγνητόφωνο, καθώς επινοεί, καταγράφει και μεταδίδει τις φωνές άλλων μέσα από τη δική του τη φωνή. Δεν πρόκειται για ένα εγχείρημα όπως οι Φανταστικοί Βίοι του Μαρσέλ Σβομπ, αλλά μάλλον για ένα λυρικό ντοκιμαντέρ, μια ποιητική χαρτογράφηση της Αθήνας μέσω προσώπων που την κατοίκησαν και την αγάπησαν. Ο Ευσταθιάδης έχει συλλέξει και διασταυρώσει επιμελώς τα λεγόμενα πραγματολογικά στοιχεία, έχει εντρυφήσει στον βίο και στο έργο των τριάντα προσωπικοτήτων που στεγάζονται στο κλεινόν και εν συνεχεία ενδύει αυτά τα στοιχεία με ποιητικές περιβολές, τους δίνει πίσω τη φωνή που είχαν και ίσως λησμονήθηκε μες στις δεκαετίες, συνθέτει μια πολυφωνική ωδή στην πόλη που ονειρευόμαστε καθώς τη ζούμε, και, βέβαια, τη ζούμε καθώς την ονειρευόμαστε. Ως ιντερμέδια παρεμβάλλει εκλεκτά αποσπάσματα από έργα, πάντα σχετικά με την Αττική και την Αθήνα, του Ηλ. Βενέζη, του Γ. Σεφέρη, του Μ. Μητσάκη, του Π. Χάρη, του Κ. Πολίτη, του Κ.Π. Καβάφη, της Ρ. Γαλανάκη, του Στρ. Τσίρκα, του Εμμ. Ροΐδη, της Μ. Μήτσορα, του Αλ. Παπαδιαμάντη, του Ασ. Πανσέληνου, του Γ. Θεοτοκά, του Ν. Θεοφίλου, του Κ. Τάκερμαν, της Αθ. Κακούρη, της Λ. Κάσδαγλη, του Ν. Λαπαθιώτη, του Ι. Κονδυλάκη, του Γ. Φουζέρ, του Π. Σούτσου, του Γ. Ιωάννου, του Κ. Ταχτσή και του Τ. Πατρίκιου. Με ένα ευφές μοντάζ, ο Ευσταθιάδης προσφέρει μια Αθήνα που αξίζει να την περπατήσουμε, να τη θυμηθούμε, να την αφουγκραστούμε, να τη μυρίσουμε, να την αναπλάσουμε, τόσο στη φαντασία μας όσο και στην πραγματικότητα.