Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η Σοά και η ανάκτηση της μνήμης. Από τον Κωστή Παπαγιώργη

Tέσσερα βιβλία γραμμένα από εβραϊκό χέρι και φρόνημα ιστορούν τις πρωτοφανείς φρικαλεότητες του ολοκαυτώματος (Σοά) και προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις λυπομανίες, τους καβγάδες και το πένθος όσων το έζησαν.

Η Σοά και η ανάκτηση της μνήμης. Από τον Κωστή Παπαγιώργη

Πολυαριθμα βιβλια, γραμμένα από εβραϊκό χέρι και φρόνημα, έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια στην ευρωπαϊκή αγορά. Είτε γραμμένα σε ρομανικές γλώσσες είτε απευθείας στην εβραϊκή, αυτές οι μαρτυρίες ουσιαστικά ιστορούν τις πρωτοφανείς φρικαλεότητες του ολοκαυτώματος (Σοά), καθώς δεν λείπουν οι διασωθέντες της διασποράς που τελικά βρήκαν καταφύγιο στις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, ενώ άλλοι -σιωνιστές ή όχι- αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Ισραήλ. Πρόκειται για μια λογοτεχνία που γράφεται μόνο από τα παραλίγο θύματα, με συγκεκριμένο θέμα και μ' εμβαθύνσεις οι οποίες παραπέμπουν δραματικά στον απανταχού εβραϊσμό.

Επιλεκτικά αναφέρουμε το ψυχογράφημα του Ζαν Ματέρν Τα λουτρά του Κιράλυ (μτφρ. Εύας Καραϊτίδη, Εστία), το Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση του Ζαν Αμερύ (μτφρ. Γιάννη Καλιφατίδη, Άγρα), το συγκλονιστικό βιβλίο του Ντάνιελ Μέντελσον με τίτλο Χαμένοι (μτφρ. Μ. Ζαχαριάδου, Πόλις), το δοκιμιακό τομίδιο του Νταβίντ Γκρόσμαν, Γράφοντας μες στο σκοτάδι (μτφρ. από τα εβραϊκά της Μάγκυ Κοέν, Σκρίπτα) και άλλα πολλά.

Το αξιομνημόνευτο στοιχείο πολλών από αυτά τα βιβλία είναι ότι χωρίζονται στους συγγραφείς που υπέστησαν τα βασανιστήρια των στρατοπέδων και στους απογόνους που δεν είδαν και δεν έζησαν τα ναζιστικά στρατόπεδα, αλλά αναγκάστηκαν -παρότι ζούσαν μέσα σε ευκατάστατες οικογένειες- ν' ανακαλύψουν το παρελθόν ερμηνεύοντας αινιγματικούς καβγάδες, ακατανόητες λυπομανίες, ανεξήγητες καλλιέργειες του πένθους που ξεσπούν στο περιβάλλον τους. Πώς να καταλάβουν τα παιδιά τη διάλεκτο γίντις που μιλούσαν οι παλιοί όταν ήθελαν ν' αναφερθούν στα παλιά και ξορκισμένα χρόνια του πολέμου;

Έχοντας μετοικήσει στο Λονδίνο για να σπουδάσει μεταφραστής, ο ήρωας του Ζαν Ματέρν, ενδοσκοπούμενος παθολογικά και φυγάνθρωπος από φυσικού του, αρχίζει να κατανοεί ότι «δεν έχει μητρική γλώσσα». Ξέρει τη γαλλική και την αγγλική, ωστόσο την εβραϊκή οι γονείς του «τη σιγοψιθύριζαν μόνο όταν ήταν μόνοι». Πηγαίνει στη Συναγωγή, αλλά νιώθει μόνος κι έρημος ανάμεσα στους άντρες με τα επώμια της προσευχής. Τον παιδεύει το «ανακατεμένο αίμα του»; Ο βιβλιοπώλης του θα του μιλήσει για τη Βίβλο και φυσικά θα μάθει εβραϊκά (μια γλώσσα χωρίς φωνήεντα). Ενώ, λοιπόν, η γυναίκα του «θέλει να τον προσηλυτίσει στην ευτυχία», αυτός δεν νιώθει λευκή σελίδα όπου θα κατέγραφαν την ιστορία τους ως ζεύγους.

Αυτό που τον απασχολεί μέχρι τρέλας είναι η μισοσβησμένη ιστορία της ψυχής του. Στη Βουδαπέστη, όπου πηγαίνει για μεταφραστικούς λόγους, ανακαλύπτει ότι οι γονείς του -σε όλα του τα παιδικά χρόνια- μιλούσαν ουγγρικά. Στο νεκροταφείο θ’ ανακαλύψει τον τάφο του παππού του! Όσο το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου ανακαλύπτει τις άγνωστες πτυχές του εαυτού του, τόσο απομακρύνεται από τη γυναίκα του και τη δεδομένη πραγματικότητα. «Νιώθω ότι μια κοινότητα με ξανακέρδισε ερήμην μου, όπως ακριβώς στην Ουγγαρία, όπου είχα την εντύπωση ότι πατούσα πάνω στα βήματα των παππούδων μου. Από πού προέρχεται η δύναμη αυτών των δεσμών;».

Η όλη αφήγηση θυμίζει κομπιασμένη προσευχή ενός ανθρώπου που δεν πιστεύει στον Θεό, δεν λαχταράει τη Συναγωγή, εντούτοις όμως δεν μπορεί ν’ αποφύγει τη θρησκεία που «θυμίζει ασταμάτητα στον καθένα ότι έχει ανάγκη τον άλλον…». Ο Γκαμπριέλ θα πρέπει να εφεύρει τον εαυτό του εκ νέου…

Oπως και ο Μeντελσον, άλλωστε (στους Χαμένους), που ζει με την οικογένειά του στην Αμερική, σπουδάζει φιλολογία, αγαπάει την αρχαία ελληνική και θέλει να σταδιοδρομήσει στο πανεπιστήμιο. Το βιβλίο άρχεται με τη φαινομενικά αθώα λεπτομέρεια από τη ζωή μιας εβραϊκής οικογένειας στο Μαϊάμι Μπιτς: συχνά, όταν ο μικρός Ντάνιελ τύχαινε να μπει απροειδοποίητα στο δωμάτιο των μεγάλων, έβλεπε τους γονείς του και τους συγγενείς να κλαίνε με λυγμούς. Επιπλέον, μόλις τον αντιλαμβάνονταν οι μεγάλοι, σκούπιζαν τα δάκρυά τους και το γύριζαν στα γίντις. Ο λόγος; Ανακαλούσαν τελετουργικά και θρηνητικά το άγριο παρελθόν τους - που εν ουδεμιά περιπτώσει θα έπρεπε να περάσει στα παιδιά. Έχουμε, λοιπόν, την ίδια σκηνή: οι επιβιώσαντες των στρατοπέδων και των ανθρωποκτονιών όφειλαν να κρατούν τα παιδιά τους μακριά από το αποτροπιαστικό παρελθόν. Ακόμη και τα ονόματα των εβραίων έπρεπε ν’ αλλάξουν -και πράγματι άλλαξαν- ώστε να μοιάζουν αμερικάνικα. Οι Ζέλιγκ, Ίτσικ, Χέρσελ, Μόρντκο, Σέιντνελ, Περλ είχαν επιλέξει αυτά τα ονόματα ως αρκούντως μη εβραϊκά. Ο μικρός Ντάνιελ, βέβαια, δεν θ’ αργήσει να υποψιαστεί ότι το παρόν που του προσφέρουν -και το εγώ που του επιτρέπουν- δεν έχει να κάνει με τη βαθιά ιστορία της οικογένειας. Θ’ ανακαλύψει, λοιπόν, το Μπόλεχοφ της Ουκρανίας όπου κατοικούσαν έξι χιλιάδες εβραίοι, από τους οποίους γλίτωσαν μόνο 48 από τους ναζί και ειδικά από τους Ουκρανούς. Η φράση είναι σημαδιακή: «Οι Γερμανοί ήταν απαίσιοι, οι Πολωνοί ακόμη χειρότεροι, αλλά χειρότεροι απ’ όλους ήταν οι Ουκρανοί».

Εκεί που ζούσε ρηχά ευτυχισμένος μέσα σε μια «οικογένεια σιωπών», ο Ντάνιελ θα βάλει σκοπό της ζωής του να τεκμηριώσει τη φρίκη του Μπόλεχοφ και να καταγράψει τον φάκελο της οικογένειάς του. Έτσι, θα ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Αμερική, στο Μπόλεχοφ φυσικά, για να καταστήσει ιερό (λογοτεχνικό) τόπο τη γη του μαρτυρίου. «… Μικρές ομάδες εβραίων, εκατό από δω, καμιά διακοσαριά από κει, οδηγήθηκαν στο νεκροταφείο κι εκεί εκτελέστηκαν σε ομαδικούς τάφους. Όπως μάθαμε δύο χρόνια μετά την κουβέντα μας με την Όλγκα, το έδαφος εξακολουθούσε να σαλεύει για μέρες έπειτα από την εκτέλεση, γιατί δεν είχαν πεθάνει όλα τα θύματα όταν ο λάκκος καλύφθηκε με χώμα». Καθώς το Μπόλεχοφ παίρνει επιτέλους τη θέση του στο παρόν, ο Ντάνιελ έχει το δικαίωμα να κοιτάξει κατάματα τη ζωή του.

ΑΝΤΙΘΕΤΑ, Ο ΖΑΝ ΑΜΕΡΥ (ψευδώνυμο του Αυστροεβραίου Χανς Μάγιερ) δεν είναι ο άνθρωπος που λόγω ηλικίας επιχειρεί ν’ ανακτήσει τη θαμμένη μνήμη της Σοά, αλλά εκείνος που -πρώην τρόφιμος των στρατοπέδων του θανάτου- αμφισβητεί τη «μνήμη» του ολέθρου επειδή ακριβώς η μεταπολεμική εποχή επέβαλε διαφορετικές ρήτρες σε πρόσωπα και πράγματα. Τα κεφάλαια «Πόση πατρίδα χρειάζεται ο άνθρωπος;», οι «Μνησικακίες» και η «Αναγκαιότητα και η αδυνατότητα να είσαι εβραίος» αποτελούν σημαντική ανανέωση της εκτίμησης των κρεματορίων, των στρατοπέδων κι αυτού που θα λέγαμε εβραϊκή εμπειρία του ολοκαυτώματος.

Αν αρνείται κάτι ο Αμερύ, αυτό αφορά την τεχνητή εξιλέωση, η οποία σε τελευταία ανάλυση επιτρέπει στη γερμανική νεολαία να ισοσταθμί- ζει το Άουσβιτς με τη Χιροσίμα και να θεωρεί τους Γερμανούς «έθνος θυμάτων». Ουσιαστικά αδυνατεί να νιώσει εβραίος όχι μόνο επειδή δεν πιστεύει στον Θεό του Ισραήλ, όχι γιατί αγνοεί λίγο πολύ τον εβραϊκό πολιτισμό, ούτε επειδή δεν πηγαίνει στη Συναγωγή κι εν τέλει ούτε στο Ισραήλ, νιώθοντας γεννημένος άπατρις· ο λόγος του είναι βαθύτερος. Αυτό που ο ίδιος βίωσε ως εβραίος ήταν οι εξευτελισμοί κι οι θηριωδίες του στρατοπέδου που είναι των αδυνάτων αδύνατο ν’ αποτιμηθούν. Άρα, η σχέση του οικείου και του απόμακρου, το ξεπέρασμα της ενοχής με την πλαστή εξιλέωση είναι όροι τους οποίους δεν αποδέχεται. Προτίμησε να νιώθει ως τα τέλη του «καμένος», γι’ αυτό κατέφυγε στην αυτοχειρία.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΚΡΟΣΜΑΝ, που γεννήθηκε το ’54, άρα δεν έζησε στρατόπεδα συγκεντρώσεως ούτε έκανε προσπάθειες για ν’ απαλλαγεί από το προστατευτικό ψεύδος των γονιών του, ο σημερινός Ισραηλινός φτιάχνει βαθιά μέσα του «ένα νοσοκομείο γι’ άρρωστες λέξεις», διατηρώντας κάτι σαν «διπλά βιβλία» της ταυτότητάς του.

Γαλικία

ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΟΛΕΧΟΦ (που άλλαξε κατακτητές επανειλημμένα, καθότι βρίσκεται μεταξύ Αυστρίας, αλλοτινής Σοβιετίας, Πολωνίας και Ουκρανίας) υπάρχει το χαρακτηριστικό ανέκδοτο για τον άνθρωπο που γεννήθηκε στην Αυστρία, πήγε σχολείο στην Πολωνία, παντρεύτηκε στη Γερμανία και απέκτησε παιδιά στη Σοβιετική Ένωση χωρίς να το κουνήσει ρούπι απ’ το χωριό του! Τα σύνορα μετατοπίζονταν, αλλά ο τόπος έμενε καρφωμένος στη γη. Η Γαλικία, ιστορική ονομασία της περιοχής ανάμεσα στην Πολωνία και την Ουκρανία, μπορεί να απέβη τόπος αλληλοσπαραγμού Πολωνών, Ουκρανών και εβραίων (50.000 τουφεκίστηκαν κι εξοντώθηκαν στο στρατόπεδο Μπέλζετς), ωστόσο η προστασία που πρόσφερε η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία στις μειονότητες βοήθησε να εκδηλωθεί μια πολυπολιτισμική ιδιαιτερότητα που άφησε έργα ολκής (Γιόζεφ Ροτ, Μάρτιν Μπούμπερ, Σάι Αγκνόν, Μόισε Άλπεν κ.λπ.)