Στον Άμλετ, που ξαναθυμηθήκαμε αυτές τις μέρες χάρη στην παράσταση της Στέγης, τίθεται περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού το δίλημμα που θέτει κάθε άνθρωπος ριγμένος στο Είναι του κόσμου: γιατί η ύπαρξη να είναι πάντα πιο δυνατή από την ανυπαρξία; Γιατί να είμαστε αυτοί και όχι άλλοι; Γιατί η ζωή μας να είναι ένα ατέρμονο παιχνίδι ρόλων και μια αδιέξοδη διαδικασία πλήρωσης στο τέλος της οποίας παραμονεύει πάντα ο θάνατος; Το ερώτημα για το παράλογο παιχνίδι που είναι η ίδια η ζωή και απλώς περιπλέκεται σε μια ατελείωτη σειρά από λόγια μέχρι αναγκαστικά κάποια στιγμή να τερματιστεί, υπήρχε στην καρδιά του έργου του Σαίξπηρ, όπως και κάθε σπουδαίου φιλοσόφου. Υπήρχε και στο μυαλό καλλιτεχνών που απάντησαν στο παράλογο της ύπαρξης με τη δύναμη της δημιουργίας. Εμπνευσμένος απόλυτα από τον Άμλετ και τις ματωμένες ιαχές του Σαίξπηρ, ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας, φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και διανοητής Βίτολντ Γκομπρόβιτς άρχισε να γράφει και να στοχάζεται από το βάθος των πραγμάτων, από την καρδιά της ύλης τους και μέχρι τέλος πάλευε να τα αποτυπώσει μακριά και έξω από το περιβάλλον τους. Έλεγε διαρκώς πως περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο εχθρεύεται τη Μορφή – αυτή την κατηγορική δύναμη που προσπαθεί να δώσει ένα ψευδεπίγραφο νόημα σε οτιδήποτε σκεφτόμαστε και οτιδήποτε ζούμε, αυτή την αναγκαστική προσήλωση στο αποσπασματικό και στο συγκεκριμένο. Ο ίδιος προσπάθησε, όπως ο Άμλετ, να ακολουθήσει τον παράδοξο σοφό, τον αρχετυπικό μάντη-χορευτή, τον τρελό του Νίτσε που με μια κίνησή του αφαιρούσε από το αλυσοδεμένο σώμα του ανθρώπου σε σκέψεις, λόγια και στεγανά τα αυθαίρετα σύμβολα (που ενισχύουν τις υποτιθέμενες αποκωδικοποιήσεις κι ερμηνείες). Αυτός, ναι, μόνο αυτός είχε το χάρισμα να διαλύει τις περιορισμένες εξηγήσεις, να θυσιάζει τις αρμονικές μορφές προκειμένου να ανιχνεύει τον ρυθμό και τη δύναμη του αίματος, να παίρνει το φως που είχε διαθλαστεί εντός του και να το απελευθερώνει στο εσωτερικό του κόσμου. Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες και ηγήτορες, όπως ο Σαίξπηρ, ο Νίτσε, ο Άμλετ ή ο Γκομπρόβιτς, το κατάφεραν επειδή ακριβώς δεν αναζήτησαν συνταγές, ούτε επεδίωξαν το θάμβος των ιδεών, παρά διείδαν κάτι πέρα από το προφανές: την κρυμμένη κι αιώνια αρμονία.
Ανακαλύπτοντας επομένως κανείς ταυτόχρονα τον Γκομπρόβιτς και το έργο του στο ξεφύλλισμα του απολαυστικού αυτού αναγνώσματος που είναι η Διαθήκη, τον παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα καθώς επιταχύνει τις γραμμές της διάλυσης, την ώρα που στήνει σπειροειδή σύμπαντα, εμπλέκει το μυθοπλαστικό με το πραγματικό, καθυβρίζει, ανοίγει δρόμους και προκαλεί.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στη Διαθήκη που παρέδωσε ο Πολωνός στοχαστής στους ακολούθους του, στη δύσκολη εκείνη στιγμή που λίγο πριν από τον θάνατο ο ίδιος ο δημιουργός καλείται να δώσει εξηγήσεις. Δύσκολο για έναν καλλιτέχνη, ο οποίος έχει αναδιαμορφώσει τον τρόπο που προσεγγίζεται το κείμενο, να πρέπει να το καλουπώσει στα όρια μιας δεδομένης συνομιλίας – να εξηγήσει τι ακριβώς υπάρχει πέρα από την καλλιτεχνική του πράξη. Ευτυχώς αυτή η παράδοξη συνάντηση, μία από τις πιο συγκλονιστικές και ευεργετικές στιγμές που μπορεί να χαρεί πραγματικά ένας αναγνώστης, πήρε τη μορφή μιας απολαυστικής συνομιλίας και κατόπιν ενός βιβλίου όπου ο ανεξάντλητος Γκομπρόβιτς μας παρασύρει, συνομιλώντας με τον Ντομινίκ ντε Ρου, στην πολύπλοκη περιπέτειά του. Αιρετικός, ατιθάσευτος, προκλητικός, κυνικός, ένας πραγματικός καλλιτέχνης στον υπερθετικό βαθμό, έγινε, όπως διαφαίνεται και μέσα από τη συζήτηση, αυτό που είναι το έργο του – πράγμα σπάνιο στην ασύμπτωτη πορεία δημιουργού και έργου.
Ανακαλύπτοντας επομένως κανείς ταυτόχρονα τον Γκομπρόβιτς και το έργο του στο ξεφύλλισμα του απολαυστικού αυτού αναγνώσματος που είναι η Διαθήκη, τον παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα καθώς επιταχύνει τις γραμμές της διάλυσης, την ώρα που στήνει σπειροειδή σύμπαντα, εμπλέκει το μυθοπλαστικό με το πραγματικό, καθυβρίζει, ανοίγει δρόμους και προκαλεί. «Είμαι χιουμορίστας, γελωτοποιός, ακροβάτης, προβοκάτορας. Τα έργα μου κάνουν διπλές κωλοτούμπες για να διασκεδάσουν το κοινό μου. Εγώ είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίηση, τρόμος, καβγάς, παιχνίδια, τι άλλο θέλετε;» λέει ο μέγας προβοκάτορας στον εκδότη του και καλό του φίλο Ντομινίκ ντε Ρου. Κι εδώ το αίτημα για την κατάλυση της Μορφής επανέρχεται εντονότερο από ποτέ – πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να παραβγεί τις δεδομένες συνθήκες και να απελευθερωθεί από τα συγκεκριμένα δεσμά της έκφρασης; «Εάν η Μορφή μάς παραμορφώνει, τότε το ηθικό αξίωμα
Κι όντως ο Γκομπρόβιτς έκανε την ταπετσαρία με την οποία σκέπασαν οι λογοτέχνες τον κόσμο της πραγματικότητας κομμάτια. Δεν άφησε πλοκή, αρχή μέση και τέλος, χαρακτήρες για εύκολη ταύτιση, τίποτα. Μίλησε αλληγορικά για τεράστια στόματα που καταβροχθίζουν οτιδήποτε ωραίο, είδε αυτήν τη δόλια ομορφιά που παρηγορεί με ψέματα τον κόσμο να καταστρέφεται από τις ευκολίες και την καθύβρισε. Άνοιξε τις πληγές της δυτικής σκέψης και πέταξε τις στραγγαλισμένες εμβρυακές σκέψεις στους υπονόμους της δεδομένης αφήγησης: «Η Ομορφιά ήταν για μένα ένα πολύτιμο πετράδι κρυμμένο στους υπονόμους». Τι κρυβόταν πίσω από τις ξεδιαντροπιές του φορμαλισμού, ώστε να μπορέσει να γίνει κόσμος και να αρθρώσει την πρώτη λέξη; Ο άνθρωπος ήταν από μόνος του προορισμένος να βρει την αρχετυπική ισχύ των πραγμάτων και, το κυριότερο, να τη ζήσει, να τη βιώσει ως το μεδούλι, όχι μόνο να την εξηγήσει. Ίσως και να τη μεταμορφώσει σε κάτι άλλο ως καλλιτέχνης. «Αν δεν βλέπει κάποιος τη Μορφή, όπως τη βλέπω εγώ, αυτόνομη και αενάως εύπλαστη, αν δεν βλέπει τη δημιουργική της μανία, τις ιδιοτροπίες της και τις διαστροφές της, τα ιζήματα και τα διαλύματά της, τα ζεύγματα και τα διαζεύγματά της, τι θα μπορούσε άραγε να του πει ο Κόσμος; Ίσως, αν στο μέλλον διαδοθεί ευρύτερα μια παρόμοια αντίληψη για τη Μορφή, ο Κόσμος να κατορθώσει να του προκαλέσει ρίγη» ήταν το μόνιμο παράπονο του Γκομπρόβιτς για την ανικανότητα κατανόησης του έργου του κι ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δέχτηκε να προβεί σε αυτήν τη συγκλονιστική συζήτηση με τον Ντε Ρου, που απέκτησε τη μορφή της Διαθήκης (ακόμη ένα ευτύχημα η εξαιρετική απόδοσή της σε λαγαρά ελληνικά από τον Θεόφιλο Τραμπούλη για τις εκδόσεις Πατάκη). Ο Γκομπρόβιτς εν προκειμένω επιμένει πως αν ξεφεύγαμε από τον φόβο του μηδενός (το καθιστά ακόμη περισσότερο σαφές στα Μαθήματα Φιλοσοφίας που κυκλοφορούν στα ελληνικά επίσης από τον Πατάκη) και από τη μανία των συστημάτων να διαρκούν ενώ έχουν συγκεκριμένη πορεία ζωής, να καταφέρναμε να ανιχνεύσουμε τη ζωτική ορμή πέρα από τη μορφή που κάνει το έργο πραγματικό δημιούργημα. Οι διαφεύγουσες σκέψεις, άλλωστε, αποκρυσταλλώνονται στο έργο του καλλιτέχνη, όχι έξω από αυτό, αφού μόνο εκεί μπορεί να ανασυσταθεί το περίτεχνο υφάδι της δημιουργίας που δεν φτιάχτηκε για να είναι καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο αλλά πραγματικό. Το έργο μετράει γιατί ακόμα κι αν όλος ο κόσμος έχει συντριβεί, οι ιαχές θα πάλλονται εντός του μέσα από ερωτήματα, αγωνίες, αντιφάσεις, λαμπρή και ιδρωμένη σάρκα που γίνεται έρωτας, δύναμη και φως. Ο καλλιτέχνης τις άκουσε, ο καλλιτέχνης τις είδε και μίλησε. Κι αυτή είναι η πιο συγκλονιστική του διαθήκη.