Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Δημοσθένης Κούρτοβικ: Tι είναι πάνω απ' τα βιβλία; Η μπάλα, το σινεμά, τα ταξίδια κι οι γυναίκες

Ανθρωπολόγος, συγγραφέας, αρθρογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής. Ξεχωρίζει για τη γραφή, το θάρρος της γνώμης και την ψύχραιμη, στοιχειοθετημένη ματιά του στα πράγματα. Περισσότερο, όμως, από τα βιβλία, τα γραψίματα και τους στοχασμούς τον γοητεύουν, λέει, η μπάλα, το σινεμά, τα ταξίδια και οι ωραίες γυναίκες.

Δημοσθένης Κούρτοβικ: Tι είναι πάνω απ' τα βιβλία; Η μπάλα, το σινεμά, τα ταξίδια κι οι γυναίκες
Επειδή η αναγνωστική ευχαρίστηση, όπως κάθε ευχαρίστηση, είναι υποκειμενικό θέμα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία. Και το junk food μπορεί να ευχαριστεί τη γεύση, αλλά δεν είναι ούτε θρεπτικό ούτε υγιεινό... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Με τόσες εκδόσεις και εκδοτικές προσπάθειες ακόμα και εν μέσω κρίσης, με τόσο βιβλίο ολόγυρα, πόσο τελικά ισχύει το στερεότυπο «οι Έλληνες δεν διαβάζουν»;

Ισχύει, αν το διαβάσουμε με γραμματική σχολαστικότητα. Οι Έλληνες πράγματι δεν διαβάζουν, διαβάζουν όμως οι Ελληνίδες.


— Μήπως οι όροι «καλή» και «κακή» λογοτεχνία είναι κάπως σχετικοί και η ευχαρίστηση της ανάγνωσης είναι καθαρά υποκειμενική; Τι εννοούσατε λέγοντας ότι «οι συγγραφείς σήμερα δεν πιστεύουν στη λογοτεχνία γενικά αλλά στη δική τους, προσωπική λογοτεχνία»;

Επειδή η αναγνωστική ευχαρίστηση, όπως κάθε ευχαρίστηση, είναι υποκειμενικό θέμα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία. Και το junk food μπορεί να ευχαριστεί τη γεύση, αλλά δεν είναι ούτε θρεπτικό ούτε υγιεινό. Όσο για το άλλο που ρωτάτε, μου φαίνεται πως οι συγγραφείς σήμερα φορτώνουν τον εαυτό τους με τόσο πολλές υποχρεώσεις σχετικές με τη συγγραφική ιδιότητά τους (σεμινάρια, διαλέξεις, συνεντεύξεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, κοσμικές εκδηλώσεις κ.λπ.), ώστε δεν τους μένει πολύς καιρός να διαβάσουν κάτι άλλο από αυτό που γράφουν οι ίδιοι. Οι περισσότεροι έχουν ουσιαστικά αποξενωθεί από την ίδια τη λογοτεχνία. Και ενώ έχουμε αξιόλογους νέους Έλληνες συγγραφείς, νομίζω πως η γενική ποιότητα της παραγωγής πέφτει τα τελευταία χρόνια.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι άκαμπτο, ανεπίδεκτο μεταρρύθμισης και κοινωνικά άδικο.


— Λέγεται συχνά ότι ελάχιστοι συγγραφείς τολμούν να θέσουν επίκαιρους προβληματισμούς, ότι συνήθως αναμασούν το παρελθόν, φτάνοντας μέχρι τη χούντα και τη Μεταπολίτευση το πολύ.

Είμαστε λαός που ζει πολύ με το παρελθόν, και μάλιστα χωρίς διάθεση να το αναψηλαφήσει, να το δει σε καινούργιο φως. Αυτό συμβαίνει γιατί και η κοινωνία μας, η οικονομία μας, γενικά η κουλτούρα μας, είναι στατικές.


— Συμφωνείτε με την άποψη ότι οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς, οι άνθρωποι του πνεύματος γενικά στέκονται αμήχανοι ή μοιάζουν «απόντες» από τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα;

Οι εντιμότεροι ανάμεσά τους είναι πράγματι αμήχανοι, ψάχνονται, και όταν έχουν κάτι να πουν δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα. Οι περισσότεροι άλλοι είναι θορυβωδώς παρόντες, εκτοξεύοντας ετοιματζίδικες απόψεις και συνθήματα.


— Πόσο στέκει και πώς ορίζεται αυτό που λέμε «λογοτεχνικό κατεστημένο»; Πόσο δύσκολο είναι για έναν αξιόλογο νέο συγγραφέα δίχως γνωριμίες, «άκρες» και «εύκολη» γραφή να διακριθεί;

Και βέβαια υπάρχει λογοτεχνικό κατεστημένο. Το συνθέτουν ισχυρές λογοτεχνικές παρέες, ακαδημαϊκοί κύκλοι και επιτροπές βραβείων, όπου εναλλάσσονται διαρκώς τα ίδια πρόσωπα. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις πολύ καλών νέων συγγραφέων που κατάφεραν να γίνουν γνωστοί χωρίς να έχουν τα «προσόντα» που αναφέρατε, αν και οι περισσότεροι φροντίζουν έγκαιρα να τα αποκτήσουν.

Είμαστε λαός που ζει πολύ με το παρελθόν, και μάλιστα χωρίς διάθεση να το αναψηλαφήσει, να το δει σε καινούργιο φως. Αυτό συμβαίνει γιατί και η κοινωνία μας, η οικονομία μας, γενικά η κουλτούρα μας, είναι στατικές... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO


— Η συγγραφική θεματολογία σας είναι ευρεία, υπάρχει ωστόσο κάποια «μόνιμη βάσανος» σε αυτήν; Γιατί γράφετε, τελικά; Για να εκφραστείτε, να επικοινωνήσετε, να μοιραστείτε ιδέες, γνώσεις και συναισθήματα, να διακριθείτε, να «λυτρωθείτε»;

Είναι ευκολότερο για το κοινό ενός συγγραφέα, παρά για τον ίδιο, να βρει έναν κοινό παρονομαστή των θεμάτων του. Θα έλεγα, πάντως, ότι με απασχολούσε πάντοτε το θέμα της ταυτότητας, τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής, δηλαδή το τι μπορεί να σημαίνει το να είσαι Έλληνας στον σημερινό κόσμο. Ίσως επειδή έχω ταξιδέψει πολύ, έχω γνωρίσει διαφορετικές κουλτούρες κι έχω ζήσει σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μια απάντηση που δίνουν συχνά οι συγγραφείς είναι ότι γράφουν για να λυτρωθούν. Είναι κλισέ και κάπως μελό, έχει όμως έναν κόκκο αλήθειας. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να εκφραστούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και η αδυναμία έκφρασης μπορεί να γίνει αρρώστια που χρειάζεται θεραπεία.


— Ψηφιακά βιβλία διαβάζετε; Πόσο πιθανό είναι, λέτε, να κυριαρχήσουν μελλοντικά;

Αν και χρησιμοποιώ πολύ συχνά το Διαδίκτυο, δεν αντέχω να διαβάζω ψηφιακά βιβλία. Καταλαβαίνω πολύ καλά τα πλεονεκτήματά τους, αλλά εμένα μου αρέσει η επαφή με το βιβλίο να γίνεται με όλες τις αισθήσεις. Τη βρίσκω πιο ερωτική έτσι. Η άλλη μού φέρνει κάπως σε virtual sex. Δεν πιστεύω ότι το μυθιστόρημα έχει μέλλον σε ψηφιακή μορφή. Θεωρώ όμως πολύ πιθανό να έχει μέλλον η ποίηση.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να εκφραστούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και η αδυναμία έκφρασης μπορεί να γίνει αρρώστια που χρειάζεται θεραπεία.... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO


— Τι κάνε ένα βιβλίο πραγματικά σπουδαίο; Τα αγαπημένα της βιβλιοθήκης σας;

Τι κάνει ένα βιβλίο πραγματικά σπουδαίο; Τι άλλο, η διαρκής απήχησή του στις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων, πολλών εποχών και, στην ιδανική περίπτωση, πολλών πολιτισμών. Προσωπικά, δεν θα ήθελα ν' αποχωριστώ ποτέ τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Οιδίποδα Τύραννο και την Αντιγόνη, τον Άμλετ, τον Δον Κιχώτη, τον Μόμπι Ντικ, τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό, τον Καβάφη, τον Μπόρχες, καθώς και μερικά μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν.


— Γιατί ονομάσατε το τελευταίο σας πόνημα «Η νοσταλγία της πραγματικότητας»; Θεωρείτε ότι βιώνουμε κάποιο «έλλειμμα» ρεαλισμού;

Άλλο πράγμα ο ρεαλισμός και άλλο η δίψα για πραγματικότητα. Θεωρώ ότι για πολλές δεκαετίες η σοβαρή τέχνη είχε χάσει την επαφή με το απτό, το άμεσο, το συγκεκριμένο. Ή το περνούσε μέσα από τόσα φίλτρα, που το έκανε αγνώριστο. Αυτή είναι η κληρονομιά του ύστερου μοντερνισμού και των μεταμοντέρνων θεωριών που ακολούθησαν. Η νοσταλγία για την οποία μιλάω είναι η επιθυμία επιστροφής στην απλότητα της έκφρασης, που βέβαια μπορεί να κρύβει πίσω της πολύ μεγάλο μόχθο. Ο Γκομπρόβιτς, ένας σπουδαίος μοντερνιστής, έλεγε ότι όσο πιο τολμηρή και νοηματικά σύνθετη γίνεται η λογοτεχνία, τόσο θα έπρεπε να χρησιμοποιεί απλές φόρμες, κατανοητές από τους αναγνώστες.

Τι κάνει ένα βιβλίο πραγματικά σπουδαίο; Τι άλλο, η διαρκής απήχησή του στις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων, πολλών εποχών και, στην ιδανική περίπτωση, πολλών πολιτισμών... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO


— Αρθρογραφείτε τακτικά, διατηρείτε μάλιστα επί χρόνια στήλη στα «Νέα». Υπάρχουν φορές που «δεν σας βγαίνει», που θα προτιμούσατε να αναβάλετε την υποχρέωσή σας αυτή ή να γράφατε κάτι τελείως διαφορετικό;

Θεωρούσα πάντοτε μεγάλη τιμή για μένα, αλλά και για τον κόσμο του βιβλίου, ότι η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα της χώρας μού διέθετε μια ολόκληρη σελίδα. Γι' αυτό προσπαθούσα πάντοτε να δικαιολογώ την επιλογή της, δηλαδή να πείθω τους αναγνώστες της στήλης μου ότι άξιζε ν' ασχοληθεί κανείς με αυτό για το οποίο έγραφα. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι υπήρχαν περιπτώσεις που πάσχιζα να βγάλω από τη μύγα ξίγκι.


— Η διδακτορική σας διατριβή (1986) αφορούσε την εξέλιξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Θα αλλάζατε κάτι αν τη γράφατε σήμερα;

Η διατριβή αυτή θεωρήθηκε από τους ειδικούς ότι πρότεινε μια πολύ πρωτότυπη ερμηνεία για τον ρόλο της σεξουαλικότητας στη διαμόρφωση όλων των στοιχείων της χαρακτηριστικά ανθρώπινης συμπεριφοράς, με ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του θηλυκού παράγοντα, της γυναίκας. Νομίζω ότι όλες οι νεότερες έρευνες με επιβεβαίωσαν. Η γυναίκα, τρόπον τινά, «ανθρωποποίησε» και τον άντρα.


— Από το μεταφραστικό σας έργο τι ξεχωρίζετε; Είναι η μετάφραση μια «οιονεί συγγραφή» με δικό της στίγμα; Υπάρχουν συγγραφείς και ποιητές με τόσο ιδιαίτερη γλώσσα, ώστε απλώς δεν μεταφράζονται;

Έχω μεταφράσει τόσο πολλά βιβλία, και σχεδόν όλα δικής μου επιλογής, ώστε μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο έτσι αμέσως-αμέσως. Τώρα, δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω ότι η μετάφραση είναι πράγματι μια οιονεί συγγραφή, γι' αυτό ο καλός μεταφραστής είναι, τουλάχιστον δυνάμει, και καλός συγγραφέας. Πρέπει να έχει την ευαισθησία να συλλαμβάνει το ύφος, τον ρυθμό, το άκουσμα της φράσης, να καταλαβαίνει τον διαφορετικό τρόπο που μια λέξη μπορεί να ηχεί σε μια γλώσσα απ' ό,τι το λεξικολογικό αντίστοιχό της σε μια άλλη, να κάνει αλλαγές στο πρωτότυπο όπου πρέπει, ακριβώς για να του μείνει πιστός. Όλα αυτά είναι ικανότητες ενός καλού συγγραφέα. Και μερικές φορές δεν αρκούν – υπάρχουν πράγματι λογοτέχνες, ιδίως ποιητές, που είναι πρακτικά αδύνατον να μεταφραστούν με τρόπο που να μην τους αδικεί λίγο ή πολύ.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι άκαμπτο, ανεπίδεκτο μεταρρύθμισης και κοινωνικά άδικο – όλα αυτά τόσο στις συστημικές όσο και στις λεγόμενες αντισυστημικές εκδοχές του. Δεν περιμένω τίποτε από αυτό... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO


— Η πολιτική με την έννοια της ενεργού συμμετοχής σάς έχει απασχολήσει ποτέ; Την ελληνική πολιτική σκηνή πώς τη βλέπετε;

Ανήκω σε μια γενιά που πίστευε πως τα πάντα είναι πολιτική. Στο μεταξύ, έχω γίνει κομμάτι σοφότερος και δεν το πιστεύω πια. Κάτι όμως μου έχει μείνει. Μ' ενδιαφέρει η πολιτική διάσταση των πραγμάτων – πολιτική, βέβαια, με την ευρύτερη έννοια. Όσο για την ελληνική πολιτική σκηνή, τι να πω; Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι άκαμπτο, ανεπίδεκτο μεταρρύθμισης και κοινωνικά άδικο – όλα αυτά τόσο στις συστημικές όσο και στις λεγόμενες αντισυστημικές εκδοχές του. Δεν περιμένω τίποτε από αυτό.


— Τι δουλεύετε αυτό τον καιρό; Υπάρχει κάτι που να σας «γεμίζει» περισσότερο από τα βιβλία; Ποτέ δεν γέμιζα τη ζωή μου μόνο με βιβλία.

Με γεμίζουν εξίσου, μη σας πω περισσότερο, τα ταξίδια, το ποδόσφαιρο, ο κινηματογράφος και οι ωραίες γυναίκες. Όσο για το τι δουλεύω αυτή την εποχή, δεν θα σας το αποκαλύψω. Αν προσπαθούσα να το περιγράψω με λίγα λόγια, θα ένιωθα πως δεν μπορώ πια να το συγγράψω, πως εξατμίστηκε.


— Τις εξελίξεις μετά το δημοψήφισμα της Κυριακής και τον θρίαμβο του «όχι» πώς τις αποτιμάτε;

Αν και το «όχι» δεν ήταν η δική μου επιλογή, κρίνοντας εκ των υστέρων είναι καλύτερα που επικράτησε με τόσο μεγάλη διαφορά. Θα ξεκαθαριστεί πολύ σύντομα προς τα πού θα πάει η χώρα κι έτσι θα μπει τέλος σε μια μαρτυρική αβεβαιότητα πέντε χρόνων. Ακόμη και αν το τέλος είναι φρικτό, ισχύει αυτό που λέει μια γερμανική ρήση: «Καλύτερα ένα τέλος με φρίκη παρά μια φρίκη δίχως τέλος».

Το βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ Η νοσταλγία της πραγματικότητας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.