Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Βερολίνο και ύπαιθρος στη μεγάλη τοιχογραφία του Χανς Φάλαντα, «Λύκος ανάμεσα σε λύκους»

Στο τέλος αυτής της μεγαλειώδους, σκοτεινής τοιχογραφίας της Γερμανίας του 1923, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, η σπίθα γίνεται φλόγα που οδηγεί τον σημερινό αναγνώστη στην απελευθέρωση.

Βερολίνο και ύπαιθρος στη μεγάλη τοιχογραφία του Χανς Φάλαντα, «Λύκος ανάμεσα σε λύκους»



Ο ΧΑΝΣ ΦΑΛΑΝΤΑ,
λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρούντολφ Ντίτσεν (1893-1947), ανήκει στη σχολή της λεγόμενης Νέας Αντικειμενικότητας. Αφήνοντας πίσω του τον εξπρεσιονισμό, ξαναβρίσκει την αφηγηματική συνοχή του μυθιστορήματός του δέκατου ένατου αιώνα, τον ρεαλισμό και τη λεπτομέρεια, για να παρουσιάσει, κυρίως, τη Γερμανία της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933).

Είναι μια εποχή που στην τέχνη, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, εξακολουθεί να ασκεί τρομακτική γοητεία. Είναι μια εποχή κρίσης, εθνικής ταπείνωσης, φτώχειας, βίας, ασυδοσίας, εγκληματικότητας και πορνείας και ταυτόχρονα εποχή μεγάλης ελευθερίας, άνθησης των τεχνών και των κινημάτων, αντιπουριτανισμού και κατάλυσης όλων των προβιομηχανικών ηθικών αξιών και κανόνων.

«Ήταν δυνατόν να γεννηθεί κάτι ζωντανό απ' αυτούς τους σάπιους καιρούς;» αναρωτιέται ένας από τους ήρωες του Φάλαντα στο μυθιστόρημά του Λύκος ανάμεσα σε λύκους που κυκλοφορεί τώρα στα ελληνικά, σε αριστοτεχνική μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου, από τις εκδόσεις Gutenberg.

Κι όμως, είναι. Πριν απ' όλα, η ίδια η λογοτεχνία του Φάλαντα, το μυθιστορηματικό έργο του, που είναι κάτι περισσότερο από ζωντανό. Αλλά και οι λογοτεχνικοί ήρωές του, που, παρότι βουτιούνται μέσα στον βούρκο, κρατούν εντός τους μια σπίθα ανθρωπισμού, όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημα Λύκος ανάμεσα σε λύκους.

Στο τέλος αυτής της μεγαλειώδους, σκοτεινής τοιχογραφίας της Γερμανίας του 1923, η σπίθα γίνεται φλόγα που οδηγεί τον σημερινό αναγνώστη στην απελευθέρωση, στην έξοδο από μια πλούσια και με πολλές διακυμάνσεις αναγνωστική εμπειρία.

Οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται και μέσα από σειρά μικρών και μεγάλων ανατροπών ο Φάλαντα οδηγεί αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα σ' ένα εκρηκτικό τέλος, που όμως δηλώνεται με την πιο ήσυχη και καθησυχαστική φράση. «Καληνύχτα. Καλή, καλή νύχτα!».


Ο ίδιος ο Φάλαντα είχε μια ζωή που ταίριαζε απόλυτα στον κόσμο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Κινούμενος μεταξύ της νομιμότητας και της (μικρής) παραβατικότητας, εξαρτημένος από το αλκοόλ και τις ουσίες, ιδιαίτερα τη μορφίνη αλλά και από άλλα ναρκωτικά, πάλεψε πολύ με τους δαίμονες της πολιτικής.

Θέλοντας να μείνει στη χώρα του, παρόλο που οι διεθνείς εκδότες του είχαν προετοιμάσει τη διαφυγή του από τη ναζιστική Γερμανία, μετά το 1933, ο ίδιος αρνήθηκε τελικά να φύγει, κάνοντας προφανώς κάποιους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Ίσως ήταν ο μόνος από τους μεγάλους Γερμανούς συγγραφείς που έμειναν στη ναζιστική Γερμανία, δημιουργώντας με την παθητικότητά του τον βαθύ συναισθηματισμό του και έναν συντηρητισμό άλλης εποχής το άλλοθι του καθεστώτος.

Δεν είναι τυχαίο ότι το αριστούργημά του Λύκος ανάμεσα σε λύκους εκδόθηκε το 1938 και κυκλοφόρησε αλογόκριτο. Μπορεί για τους αξιωματούχους της ναζιστικής προπαγάνδας οι «σάπιοι καιροί» του μυθιστορήματος του Φάλαντα να αποτελούσαν τη δική τους νομιμοποίηση, αλλά, φυσικά, ένα μυθιστόρημα δεν το διαβάζουμε σήμερα ούτε ως μανιφέστο ούτε ως πολιτικό κείμενο.


Το μυθιστόρημα Λύκος ανάμεσα σε λύκους μοιάζει με δίπτυχο. Στον πρώτο τόμο η πλοκή και η δράση τοποθετούνται αποκλειστικά στο Βερολίνο, σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, τέλη Ιουλίου του 1923, μέρες αφόρητης ζέστης. Στον δεύτερο τόμο η πλοκή και η δράση μεταφέρονται στην ύπαιθρο, σ' ένα μεγάλο κτήμα (τσιφλίκι) κοντά στα σύνορα με την Πολωνία: δάση, πατατοχώραφα, σπαρτά, ζώα, μικρά χωριά και πύργοι, άρχοντες και υπηρέτες.

Το Βερολίνο είναι ο βούρκος της ασφάλτου, τα Σόδομα και τα Γόμορρα, ο επικίνδυνος αισθησιασμός – «ανάθεμα στον αισθησιασμό» λέει κάποιος ήρωας. Είναι ο υπόκοσμος, οι γκρεμισμένες προσόψεις των κτιρίων, η κοκαΐνη, η πορνεία, οι παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες. Η ύπαιθρος υποτίθεται ότι είναι η αντίστιξη στο Βερολίνο, η αγνότητα και η αθωότητα που επιβάλλονται από τη φύση και από τον ρυθμό των αγροτικών εργασιών.

Αλλά, καθώς διαβάζουμε το μυθιστόρημα, καταλαβαίνουμε ότι αυτό το δίπτυχο είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τόσο το Βερολίνο όσο και η ύπαιθρος επηρεάζονται το ίδιο από την κρίση, από τις ταραχές, από τις λεηλασίες, από τα κινήματα, από την εγκληματικότητα και, κυρίως, την ακρίβεια.

Ο Φάλαντα παρακολουθεί, με την προσοχή ενός ρεπόρτερ, την εξέλιξη του πληθωρισμού. Στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος, Ιούλιος του 1923, το δολάριο ισοδυναμεί με 414.000 μάρκα. Στο τέλος του μυθιστορήματος, περίπου πέντε μήνες μετά, το δολάριο ισοδυναμεί με μερικά τρισεκατομμύρια μάρκα.

Αλλά εκείνο που ενοποιεί τις δύο πτυχές, το Βερολίνο και την πρωσική αγροτική ενδοχώρα, δεν είναι τόσο οι πολιτικές και οι κοινωνικές συνθήκες. Είναι κυρίως οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, μια ανθρώπινη συνθήκη που υπερβαίνει την πολιτική συγκυρία. Άλλωστε, γι' αυτό διαβάζουμε σήμερα με τόση ευχαρίστηση τα μυθιστορήματα του Φάλαντα: πλούσια και συνεκτική πλοκή, διαχρονικοί ήρωες.


Τρεις είναι οι βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος: ο ίλαρχος Γιόαχιμ φον Πράκβιτς, ο υπολοχαγός Φον Στούντμαν και ο δόκιμος αξιωματικός Βόλφγκανγκ Πάγκελ (βολφ = λύκος, στα γερμανικά). Το κοινό τους στοιχείο είναι ότι έχουν υπηρετήσει στην ίδια στρατιωτική μονάδα κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Φον Πράκβιτς εκμεταλλεύεται το μεγάλο κτήμα του γαιοκτήμονα πεθερού του. Ζει στην ύπαιθρο με τη γυναίκα του Εύα και τη 15χρονη κόρη του Βιολέτα. Ο Φον Στούντμαν εργάζεται στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου στο Βερολίνο. Είναι μεθοδικός και οργανωτικός. Αλλά έχει μια άτυχη στιγμή και χάνει τη δουλειά του.

Ο Βόλφγκανγκ, ο νεότερος από τους τρεις, είναι άεργος τζογαδόρος. Συζεί με την Πέτρα Λέντιχ, ένα κορίτσι παθητικό, που αφήνεται στη μοίρα του. Ο Βόλφγκανγκ, προκειμένου να παίξει, πουλάει ακόμη και τα ρούχα του κοριτσιού του. Ζουν σ' ένα δωμάτιο λαϊκού σπιτιού, όπου μένουν κακόφημα κορίτσια και ρουφιάνοι. Έχει παθολογική σχέση με τη μητέρα του, που τον περιμένει πάντα έχοντας στρωμένο το τραπέζι με το φαγητό του.

Γύρω απ' αυτούς τους τρεις, ο Φάλαντα δημιουργεί μια τεράστια πινακοθήκη ανθρώπινων χαρακτήρων, που μερικές φορές σού δίνουν την εντύπωση ενός ανθρωπολογικού τσίρκου: πόρνες, χωροφύλακες, αστοί, έμποροι τέχνης, καλλιτέχνες, τζογαδόροι, επαναστάτες, τοκογλύφοι, φυλακισμένοι και φύλακες φυλακών, υπηρέτριες και υπηρέτες, επιστάτες, δασοφύλακες, μαγείρισσες, εργάτες, αγρότες, παπάδες, χτίστες, τυχοδιώκτες.


Οι τρεις ήρωες συναντιούνται τυχαία στο Βερολίνο. Ο Φον Πράκβιτς έχει έρθει από το κτήμα του, προκειμένου να προσλάβει συνεργείο για τη συγκομιδή. Πείθει τους άλλους δύο να τον ακολουθήσουν στο κτήμα και να γίνουν συνεργάτες του στη γεωργική επιχείρηση ή, καλύτερα, συνένοχοί του στη διαχείριση όχι μόνο του κτήματος αλλά και του πλήθους των χαρακτήρων.

Οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται και μέσα από σειρά μικρών και μεγάλων ανατροπών ο Φάλαντα οδηγεί αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα σ' ένα εκρηκτικό τέλος, που όμως δηλώνεται με την πιο ήσυχη και καθησυχαστική φράση. «Καληνύχτα. Καλή, καλή νύχτα!».


ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου είναι πλούσια και ζωντανή. Επισημαίνουμε τον επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο αποδίδει στα ελληνικά γερμανικές προφορές και ιδιόλεκτα, καταφεύγοντας σε ελληνικές ντοπιολαλιές. Θυμίζουμε ότι στον ίδιο εκδοτικό οίκο και στην ίδια σειρά κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του Φάλαντα, Και τώρα, ανθρωπάκο, επίσης σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου.