Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αθάνατοι εραστές στην μεγάλη οθόνη

«Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» θα γίνει ταινία από το BBC 1

Αθάνατοι εραστές στην μεγάλη οθόνη

Το BBC One ανέλαβε την μεταφορά του θρυλικού μυθιστορήματος «Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» στον κινηματογράφο. Σκηνοθέτης θα είναι ο Jed Mercurio, δημιουργός και σκηνοθέτης της βρετανικής σειράς Line of Duty. «Είμαι εξαιρετικά ενθουσιασμένος με την ευκαιρία να δραματοποιήσω τα θέματα του βιβλίου με έναν νέο και φρέσκο τρόπο», είπε στην εφημερίδα Guardian.

"Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι" τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Φλωρεντία το 1928. Το εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή θέμα του και οι περιγραφές του προκάλεσαν σάλο και το βιβλίο παρέμεινε απαγορευμένο στις ΗΠΑ μέχρι το 1959 και μέχρι το 1960 στην Αγγλία, όπου μάλιστα ο οίκος Penguin οδηγήθηκε αρχικά σε δίκη για την έκδοσή του. Η ερωτική σχέση μεταξύ ενός άντρα χαμηλής κοινωνικής στάθμης και μιας γυναίκας της αριστοκρατίας ήταν υπερβολικά τολμηρή και παρέμεινε τολμηρή για τριάντα ολόκληρα χρόνια.

Richard H. Hoggart

Ο άντρας που αποδείχτηκε ως ο πιο πειστικός μάρτυρας υπέρ της κατάργησης της απαγόρευσης ήταν ο ακαδημαϊκός Richard H. Hoggart, ο οποίος κατάφερε να πείσει δώδεκα ενόρκους (εννιά άντρες και τρεις γυναίκες) ότι οι λεπτομερείς περιγραφές της σεξουαλικές σχέσης του παράνομου ζευγαριού δεν ήταν άσεμνες. Ο Richard H. Hoggart πέθανε στις 24 Απριλίου και μπορείτε να διαβάσετε τη νεκρολογία του εδώ.

«Ήταν το 1920. Ο Κλίφορντ και η Κόνστανς επέστρεψαν στο σπίτι τους, το Ράγκµπι Χολ, στην οικογενειακή εστία. Ο πατέρας του είχε πεθάνει, ο Κλίφορντ ήταν πια βαρονέτος και η Κόνστανς η λαίδη Τσάτερλι. Έστησαν το νοικοκυριό τους και άρχισαν τον έγγαµο βίο στο αρκετά µουντό σπίτι των Τσάτερλι, µε ένα εισόδηµα µάλλον ανεπαρκές. Ο Κλίφορντ είχε και µία αδελφή, η οποία όµως είχε φύγει. Πέρα από αυτήν, άλλοι κοντινοί συγγενείς δεν υπήρχαν. Ο µεγαλύτερος αδελφός είχε πεθάνει στον πόλεµο.


Παράλυτος διά βίου, ξέροντας πως ποτέ δεν θα αποκτούσε παιδιά, ο Κλίφορντ γύρισε στην πατρίδα, στα Μίντλαντς, που τα σκέπαζε η καταχνιά, για να κρατήσει, όσο µπορούσε, ζωντανό το όνοµα των Τσάτερλι.
Στην πραγµατικότητα δεν είχε αφεθεί στη µοίρα του. Μπορούσε να κυκλοφορεί µόνος του µ' ένα καροτσάκι κι είχε κι άλλο ένα µ' ένα µικρό µοτέρ, που του επέτρεπε να κάνει το γύρο του στον κήπο και στο υπέροχο, µελαγχολικό άλσος, το οποίο τον έκανε στ' αλήθεια τόσο περήφανο, κι ας καµωνόταν ότι τον άφηνε αδιάφορο.
Έχοντας υποφέρει τόσο πολύ, είχε χάσει έως ένα βαθµό την αίσθηση του πόνου. Εξακολουθούσε να είναι περίεργος, εύστροφος και πρόσχαρος, ζωηρός σαν πουλάκι, θα 'λεγε κανείς, µε το ροδαλό, όλο υγεία πρόσωπό του και τα χλωµά γαλανά και προκλητικά λαµπερά µάτια του. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές και στιβαρές, τα χέρια του γεροδεµένα. Ραβόταν ακριβά στο Λονδίνο και φορούσε κοµψές γραβάτες από την Μποντ Στριτ. Κι όµως µπορούσε να διακρίνει κανείς στην όψη του το εξεταστικό βλέµµα, ακόµα και την ελαφριά νωθρότητα του σακάτη.


Είχε πλησιάσει τόσο πολύ το θάνατο, ώστε ό,τι του είχε αποµείνει του ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιµο. Στην αγωνιώδη λάµψη των µατιών του ήταν εµφανές, µετά το µεγάλο σοκ, πόσο περήφανος ένιωθε που ήταν ακόµη ζωντανός. Είχε όµως λαβωθεί τόσο πολύ, κάτι µέσα του είχε χαθεί, κάποια από τα συναισθήµατά του αφανίστηκαν, ένα κενό άψυχο.


Η Κόνστανς, η γυναίκα του, ήταν ένα κορίτσι ροδαλό που 'µοιαζε επαρχιωτοπούλα µε ανοιχτά καστανά µαλλιά και εύρωστο κορµί, µε κινήσεις αργές, γεµάτες αξόδευτη ενέργεια. Είχε µεγάλα, απορηµένα γαλάζια µάτια και γλυκιά, ήπια φωνή. Φαινόταν να 'χει έρθει κατευθείαν από το χωριό της.


Η αλήθεια όµως ήταν ολότελα διαφορετική. Ο πατέρας της, µέλος της Βασιλικής Ακαδηµίας, ήταν ο πάλαι ποτέ περίφηµος σερ Μάλκολµ Ριντ της παλιάς φρουράς. Η µητέρα της ήταν ένα από τα καλλιεργηµένα µέλη της Φαβιανής Εταιρείας στις ευτυχισµένες εκείνες, µάλλον προραφαηλιτικές ηµέρες. Μέσα σε έναν κύκλο από καλλιτέχνες και καλλιεργηµένους σοσιαλιστές, η Κόνστανς και η αδελφή της, η Χίλ­ντα, είχαν λάβει αυτό που θα µπορούσε να ονοµαστεί αντισυµβατική αισθητική ανατροφή. Τις είχαν πάει στο Παρίσι, τη Φλωρεντία και τη Ρώµη, για να ανασάνουν στον αέρα της τέχνης, αλλά και στην αντίθετη κατεύθυνση, στη Χάγη και το Βερολίνο, σε µεγάλα σοσιαλιστικά συνέδρια, όπου οι οµιλητές χρησιµοποιούσαν όλες τις πολιτισµένες γλώσσες και κανείς δεν αισθανόταν ανεπιθύµητος.


Ως εκ τούτου, τα δύο κορίτσια ήδη από µικρή ηλικία δεν τρόµαζαν καθόλου από την τέχνη ή τον πολιτικό ιδεαλισµό. Αποτελούσαν το φυσικό περιβάλλον τους. Ο χαρακτήρας τους ήταν ταυτόχρονα επαρχιώτικος και κοσµοπολίτικος, διαθέτο­ντας τον καλλιτεχνικό επαρχιώτικο κοσµοπολιτισµό που συνοδεύει τα αγνά κοινωνικά ιδανικά.»