Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

O Κώστας Τσόκλης αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Εικαστικός. Γεννήθηκε στα Εξάρχεια, ζει στους Θρακομακεδόνες. Από αισθητικής απόψεως, προτιμάει μια καμένη Αθήνα από μια Αθήνα, όπως την έχουμε καταντήσει.

O Κώστας Τσόκλης αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκα στην Αθήνα από Αθηναίους γονείς, έκτο από τα επτά παιδιά μιας οικογένειας πάμπτωχης. Ο πατέρας μου ήταν στα νιάτα του ιμπρεσάριος στη Λυρική Σκηνή, αλλά σιγά σιγά ξέπεσε και πέθανε θυρωρός στο θέατρο του Μπουρνέλη. Ήταν ένας ρομαντικός που νόμιζε ότι ήταν σπουδαίος. Φερόταν σαν αριστοκράτης, την ώρα που τα παιδιά του πεινούσαν.

Μέχρι τα δέκα μου χρόνια που εγκατασταθήκαμε στην οδό Μαυρομιχάλη, ζούσαμε από σπίτι σε σπίτι, από υπόγειο σε υπόγειο σαν τους τσιγγάνους. Μεγαλώσαμε σχεδόν στον δρόμο. Όταν ήρθε η Κατοχή, η ζωή μας έγινε ακόμα πιο άθλια. Τώρα που την αναπολώ όμως, τη βρίσκω ωραία, γεμάτη από συγκινήσεις και δυνατότητες καταστροφής ή σωτηρίας.

• Άρχισα να δουλεύω ως βοηθός στα ντεκόρ των κινηματογράφων μόλις τέλειωσα το δημοτικό. Γυμνάσιο δεν έβγαλα, αλλά διδάχτηκα την τέχνη και τη ζωή, όπως και την ποίηση, μέσα στα εργαστήρια των ζωγράφων μαστόρων μου. Στη Σχολή Καλών Τεχνών μπήκα ως εξαιρετικό ταλέντο, χάρη στον Μόραλη. Αυτός και ο Γιάννης Παππάς μ' αγάπησαν και με φρόντισαν, όπως τόσους άλλους μαθητές τους, αλλά ήταν οι ίδιοι πάλι που αργότερα με απογοήτευσαν. Τώρα, που αρχίζω να έχω ανάγκη τους νοσταλγούς και ίσως τους επιεικείς, καταλαβαίνω το λάθος μου.

Νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή, ως Έλληνες, δεν αντιπροσωπούμε τίποτε, ενώ πριν από είκοσι, τριάντα χρόνια, υπήρχαμε διεθνώς, αν όχι ως Έλληνες, τουλάχιστον μεμονωμένοι μετέχοντες δημιουργοί. Τώρα εκλιπαρούμε μια ταυτότητα, μιλώντας με τα κουρέλια μιας γλώσσας που κληρονομήσαμε από την αρχαιότητα, για την οποία η πλειονότητα δεν γνωρίζει τίποτε, κι αυτή ακόμα ανακατεμένη μ' ένα σωρό αγγλισμούς.

• Το 1957 έφυγα για τη Ρώμη με υποτροφία, όπου συνειδητοποίησα με πίκρα πως ότι είχα μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ίσχυε κι έπρεπε να το εγκαταλείψω. Αργότερα, εγκαταστάθηκα στο Παρίσι, το οποίο με πότισε με μια «θηλυκή» αισθητική που δεν μπόρεσα ποτέ ολοσχερώς να αποβάλω. Εγώ, που ήμουν ένα αγρίμι και που ίσως είμαι ακόμα. Όταν έζησα για ένα διάστημα στο Βερολίνο, ξαναβρήκα τον «αρσενικό» κόσμο της τέχνης. Αυτό κάπως με ισορρόπησε, αλλά, δυστυχώς, δεν έπαψα να κουβαλάω τη γαλλική μου -περιορισμένη ασφαλώς- κουλτούρα, ως ευχή αλλά και ως κατάρα.

• Στην Ελλάδα επέστρεψα για να εγκατασταθώ μόνιμα μετά από είκοσι οκτώ χρόνια και ξαναβρήκα την ανάγκη της τέχνης να μας περιμένει. Ο ελληνικός χώρος χρειαζόταν τότε και έναν καλλιτέχνη σαν εμένα κι αυτό με ξαναζωντάνεψε. Μ' έκανε να αναλάβω ευθύνες, μου επέτρεψε τη σωτήρια αυθάδεια. Συχνά λέω -όλοι, πια, το ξέρετε- τολμηρά πράγματα, που συχνά προκαλούν την έχθρα. Αν όμως κάτι μ' έσωσε στη ζωή μου, είναι αυτά που τόλμησα να πω. Γιατί, καθώς είμαι υπεύθυνος άνθρωπος, όταν λέω μια κουβέντα, προσπαθώ να τη δικαιώσω με πράξεις.

• Οι Έλληνες, παρά τις πολλές αμφισβητήσεις, με δέχτηκαν. Και με δέχτηκαν μάλιστα κάποτε σε τέτοιο βαθμό, που αυτή η παραδοχή μού έκανε κακό. Γιατί κι εγώ, όπως όλοι οι καλλιτέχνες στον κόσμο, μιμήθηκα συχνά τον εαυτό μου. Τώρα τελευταία γίνεται πολλή συζήτηση για τα πλαστά έργα, όμως κανείς δεν λέει ότι ο πρώτος πλαστογράφος του έργου του είναι ο καλλιτέχνης ο ίδιος. Μια ιδέα συνήθως εξαντλείται σε δύο, τρία, άντε δέκα έργα. Όταν όμως αρχίζουν όλοι να σου ζητούν το ίδιο και το ίδιο έργο κι εσύ ενδίδεις, αρχίζει η εκπόρνευση.

• Νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή, ως Έλληνες, δεν αντιπροσωπούμε τίποτε, ενώ πριν από είκοσι, τριάντα χρόνια, υπήρχαμε διεθνώς, αν όχι ως Έλληνες, τουλάχιστον μεμονωμένοι μετέχοντες δημιουργοί. Τώρα εκλιπαρούμε μια ταυτότητα, μιλώντας με τα κουρέλια μιας γλώσσας που κληρονομήσαμε από την αρχαιότητα, για την οποία η πλειονότητα δεν γνωρίζει τίποτε, κι αυτή ακόμα ανακατεμένη μ' ένα σωρό αγγλισμούς.

Εγώ δεν θέλω να με κρίνουν ως Έλληνα, αλλά ως άνθρωπο. Ας είμαι ένας χρήσιμος άνθρωπος και ας αμφισβητείται η ελληνικότητά μου. Όσο ζούσα στην Ευρώπη ήμουν Ευρωπαίος, δεν είχα πρόβλημα, τώρα έχω. Από τότε που ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ξαναγίναμε Έλληνες, Ιταλοί, Ισπανοί, Γερμανοί, Γάλλοι. Τι κοροϊδία! Το να είσαι Έλληνας σήμερα δεν θεωρείται θετικό. Γι' αυτό θαυμάζω εκείνους τους Έλληνες που έκαναν διεθνές όνομα. Γιατί αγωνίστηκαν μ' ένα μικρό ποσοστό των δυνατοτήτων τους και μια μεγάλη αναπηρία. Σκέψου να μετείχαν με το εκατό τοις εκατό.

Σέβομαι όμως και τους ηττημένους. Η ήττα κρύβει μέσα της μια ποίηση, μια γοητεία. Και μη νομίζεις ότι οι πετυχημένοι δεν είχαν ήττες στη ζωή τους - είχαν άπειρες. Τίποτα δεν σου δίνεται δωρεάν. Αφού έφτασα να λυπάμαι κι αυτούς που καταχρώνται τον κόπο των άλλων για να πλουτίσουν. Κουβαλάνε μέσα τους μια δυστυχία, μια ενοχή, που τους φαρμακώνει τη ζωή. Κι ας το κρύβουν, κι ας το μασκαρεύουν, με μια επίφαση ευτυχίας.

• Στα νιάτα μου ήμουν κι εγώ κομμουνιστάκος. Όλοι έχουμε περάσει από αυτό το στάδιο, όλοι έχουμε κάνει αυτό το γοητευτικό λάθος. Τώρα σκέφτομαι πόσο ηλίθιο είναι το να επιτίθεσαι στους κατέχοντες, όσο κι αν έχουν κατακλέψει τον λαό. Αργά ή γρήγορα, όλα θα επιστραφούν στους δικαιούχους, έστω και καθυστερημένα και ίσως με άλλη μορφή.

Τι να τα κάνουν, να τα πάρουν μαζί τους; Το ότι εγώ τρώω ρέγκα και αυτοί χαβιάρι, μου είναι τελείως αδιάφορο. Με σπαραγμό βλέπω ότι όσο ηθικότερη θα προσπαθούμε να κάνουμε την κοινωνία μας, τόσο ο κόσμος θα φτωχαίνει και θα δυστυχεί. Το λέω αυτό, ξέροντας ότι μπορεί να παρεξηγηθεί, όμως χρειάζεται μια άλλη ηθική, μια άλλη δικαιοσύνη. Κι αυτό είναι δουλειά των φιλοσόφων και όχι της Εκκλησίας.

• Έκανα το μουσείο στην Τήνο τόσο από ματαιοδοξία όσο κι από την ανάγκη να προσφέρω στους ανθρώπους. Έχω μια μανία να δίνω. Στο μέτρο που μπορώ. Και την έχω, γιατί είχα την ευτυχία και την ευθύνη, όμως, να πάρω. Ό,τι η ζωή μου έδωσε θέλω να της τα επιστρέψω. Το μουσείο είναι μια τέτοιου είδους επιστροφή στο νησί που μου έδωσε κάποιες εμπνεύσεις και στην Ελλάδα, που είτε το θέλω είτε όχι, είναι η μάνα μου. Δεν θα είχα πρόβλημα να επιστρέψω και στη Γαλλία ό,τι μου έδωσε και στην Ιταλία -που το έχω ήδη κάνει- και στη Γερμανία και στο Βέλγιο. Απ' όπου πήρα, ό,τι πήρα να τα δώσω, για να νιώσω πραγματικά ελεύθερος.

• Στην Ελλάδα ζούμε μια μαύρη στιγμή που ελπίζω πως κάποτε θα περάσει. Όμως υπάρχει κίνδυνος να αχρηστευτεί ό,τι δημιουργήσαμε μέχρι τώρα και η πιθανή καινούργια πραγματικότητα ν' αδιαφορήσει για την προσφορά μας. Μέσα στα όρια αυτού του φόβου αρνούμαι ν' αδρανήσω. Αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω συνεχώς πράγματα, ώστε να εμποδίσω τη λήθη που καραδοκεί.

• Αυτήν τη στιγμή προετοιμάζω μια τεραστίων διαστάσεων εικαστική επέμβαση στη Σπιλανόγκα που θα καλύψει όλο το νησί. Είναι κάτι πάρα πολύ δελεαστικό και κάτι πολύ επικίνδυνο συγχρόνως. Πρόκειται για μια επέμβαση, που σ'αυτό τουλάχιστον το μέγεθος λίγες θα πρέπει να έχουν γίνει στον κόσμο, και σίγουρα ποτέ στην Ελλάδα.

• Φέτος σκηνοθετώ και για πρώτη φορά στο θέατρο. Είναι ένα παλιό «ψώνιο», αν θες, αλλά νομίζω ότι εκεί ήταν το πραγματικό μου ταλέντο. Εξάλλου, όλη η δουλειά μου είναι σκηνοθετική. Και η μεγαλύτερη σκηνοθεσία μου θα είναι η Σπιναλόγκα.

• Για τις φωτιές στην Αθήνα, γι' αυτό το έγκλημα, τι να πω; Ως κοινός Αθηναίος πολίτης το καταδικάζω, το θεωρώ ηλίθιο και απάνθρωπο. Από αισθητικής απόψεως, όμως, προτιμώ μια καμένη Αθήνα από μια Αθήνα, όπως την έχουμε καταντήσει. Θα ήταν πιο γοητευτική ως εικόνα, πιο όμορφη. Κρίμα που η αμάθεια κυριαρχεί και στον χώρο του εγκλήματος. Κρίμα που επέλεξαν να κάψουν κάποια από τα ωραιότερα εναπομείναντα κτίρια, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα άλλα πανάθλια και προσβλητικά, που θ' άξιζε πραγματικά να κατεδαφιστούν. Μην ξεχνάς πως είμαι καλλιτέχνης.