Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

O Έντβαρντ Μουνκ πέρα από την κραυγή του

Πώς η τέχνη του σπουδαίου Νορβηγού εξπρεσιονιστή που πέθανε σαν σήμερα το 1944 επηρέασε και επηρεάστηκε καθοριστικά από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα των αρχών του 20ού αιώνα

O Έντβαρντ Μουνκ πέρα από την κραυγή του

Το αναπόδραστο χειμωνιάτικο σκότος και το καλοκαιρινό πανταχού παρόν φως του Όσλο γέννησαν την τέχνη του Έντβαρντ Μουνκ. Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα που εξάγει κανείς όταν κοιτάξει τους πίνακες του ίδιου και των νεότερων Γερμανών συνοδοιπόρων του.

 

Όμως ο Μουνκ δεν ήταν μόνο προϊόν και εκφραστής της γενέτειρας του. Η τέχνη του επηρέασε και επηρεάστηκε από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα των αρχών του 20ού αιώνα, όταν οι εντάσεις και οι ριζικές αλλαγές σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης έκφρασης διευκόλυναν την ανάδυση καλλιτεχνικών ρευμάτων που συγκρούστηκαν με την πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα ο γερμανικός εξπρεσιονισμός. 

Τι είδαν όμως στον Μουνκ όλοι αυτοί οι αρκετά νεότεροί του εικαστικοί; Μια σχεδόν εμμονική επιθυμία να χρησιμοποιήσει την τέχνη ως όχημα για την έκφραση των συναισθημάτων σε ακραίο βαθμό καθώς και ένα σύγχρονο περιεχόμενο, το οποίο στην αυγή ενός νέου αιώνα παρουσίαζε τις νέες αντιλήψεις σχετικά με το σεξ, τις ψυχικές διαταραχές, το απόκοσμο και μια ουτοπική πολιτική.

«Ο περιπατητής της νύχτας», 1923-24, αυτοπροσωπογραφία του Μουνκ σε προχωρημένη ηλικία

Ο Μουνκ γεννήθηκε το 1863 στο Όσλο από γονείς που ανήκαν στην μεσαία και ανώτερη τάξη και σπούδασε εκεί στην Σχολή Καλών Τεχνών. Ήδη από το 1886 ο ιμπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας πίνακας του Το άρρωστο παιδί προξένησε σκάνδαλο στους συντηρητικούς καλλιτεχνικούς κύκλους της Νορβηγίας που τάσσονταν υπέρ του ακαδημαϊκού νατουραλισμού.

Απολαμβάνοντας την αναταραχή που προκαλούσε, έπειτα από το κλείσιμο της σόλο έκθεσης του στο Βερολίνο το 1892, αποφασίζει να εγκατασταθεί εκεί για να εκμεταλλευθεί όσο το δυνατόν περισσότερο την «Υπόθεση Μουνκ». Στην πόλη αυτή έζησε 16 χρόνια και εκεί φιλοτέχνησε κάποια από τους σπουδαιότερα έργα του, όπως τα Μαντόνα, Εφηβεία και τη διάσημη Κραυγή.

Ήδη από τότε λειτουργούσε ως μέντορας μιας ομάδας Γερμανών και Αυστριακών καλλιτεχνών στην οποία συμπεριλαμβάνονταν οι Έριχ Χέκελ, Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, Μαξ Μπέκμαν, Καρλ Σμιτ-Ροτλαφ, Έγκον Σίλε και Ριχαρντ Γκέρστλ.

Τι είδαν όμως στον Μουνκ όλοι αυτοί οι αρκετά νεότεροι του εικαστικοί; Μια σχεδόν εμμονική επιθυμία να χρησιμοποιήσει την τέχνη ως όχημα για την έκφραση των συναισθημάτων σε ακραίο βαθμό καθώς και ένα σύγχρονο περιεχόμενο, το οποίο στην αυγή ενός νέου αιώνα παρουσίαζε τις νέες αντιλήψεις σχετικά με το σεξ, τις ψυχικές διαταραχές, το απόκοσμο και μια ουτοπική πολιτική. 

«Κληρονόμησα δύο από τους πιο φοβερούς εχθρούς της ανθρωπότητας –την κληρονομιά της φυματίωσης και της παραφροσύνης– η ασθένεια, η τρέλα και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου. Eπάνω: Η εκδοχή του 1895 του πίνακα του Έντβαρντ Μουνκ «Η Κραυγή».
«Λουόμενος άνδρας», 1918, Έντβαρντ Μουνκ

Ο Μουνκ επίσης ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να διαθέτει μια βιωματική εμπειρία του Ρομαντισμού του 19ου αιώνα, κάτι που δεν ίσχυε για τους νεότερους του, και συνάμα μια μανία με τη θνησιμότητα και τη νοσηρότητα, αποκυήματα της παιδικής του ηλικίας. Εξάλλου, ο ίδιος είχε δηλώσει: «Κληρονόμησα δύο από τους πιο φοβερούς εχθρούς της ανθρωπότητας –την κληρονομιά της φυματίωσης και της παραφροσύνης– η ασθένεια, η τρέλα και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου».

 

Οι νέοι καλλιτέχνες διδάχθηκαν από εκείνον κι αυτό είναι εμφανές σε έργα όπως ο Άνδρας σε πεδιάδα, μια ξυλογραφία του Χέκελ του 1917 και μια αυτοπροσωπογραφία του Έγκον Σίλε του 1910, που αντλούν έμπνευση από την Κραυγη. Η διαμονή του στη Γερμανία όμως άλλαξε και την δική του δημιουργία.

Όταν έφυγε από το Βερολίνο, έπειτα από ένα ψυχωτικό επεισόδιο που εικάζεται πως προκλήθηκε από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, πήρε στις βαλίτσες του και την έκθεσή του στον εξπρεσιονισμό, το στυλ του άλλαξε, χαλάρωσε κάπως. Η χρωματική του παλέτα φωτίστηκε, σαν να ανέτειλε ο ήλιος, ενώ πρόσθεσε στην εκφραστική του φαρέτρα και τη χαρακτική.

 

Τα χαρακτικά του έργα προδίδουν μια καινοτόμο ματιά. Ο Μουνκ δημιουργούσε έγχρωμα χαρακτικά έργα με το να κόβει ξύλινους κύβους, να τους χρωματίζει και να τους συνθέτει σαν ένα παζλ. Χρησιμοποιούσε τα φυσικά νερά του ξύλου ως εκφραστικό μέσο.

Σε μια σειρά ξυλογραφιών με τίτλο Προς το δάσος βλέπουμε τη διερευνητική ματιά του τρελού επιστήμονα που με κάποιον τρόπο παραθέτει διαφανή πέπλα χρώματος για να δημιουργήσει μαγευτικά φευγαλέες εικόνες. 

«Προς το Δάσος», σειρά ξυλοτυπιών του Μουνκ

Με την έλευση του Γ' Ράιχ, τα έργα του ίδιου του Μουνκ αλλά και των Γερμανών συνοδοιπόρων του θεωρήθηκαν εκφυλισμένη τέχνη και εξαφανίσθηκαν από τις γερμανικές εκθέσεις, γκαλερί και συλλογές. Με τη γερμανική εισβολή στη Νορβηγία τα έργα του κατασχέθηκαν και εκείνος έζησε στο στούντιο του ζωγραφίζοντας, ως το θάνατο του το 1944.  

 

Οι πίνακες στα τελευταία χρόνια της ζωής του είναι ένα παράξενο μείγμα τεχνικών και θεμάτων. Θυμίζουν οράματα μιας νεότερης ηλικίας, σαν φωτισμένα αμυδρά από το μούχρωμα. 

«Κορίτσι με κούκλα», 1910, Έριχ Χέκελ
«Αυτοπροσωπογραφία με ανασηκωμένο γυμνό ώμο», Έγκον Σίλε.