Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Malcolm & Marie: Συμφορά από το πολύ πρεστίζ

Ωραίοι πρωταγωνιστές, ωραία ρούχα, ωραίο σπίτι, ωραία ασπρόμαυρη φωτογραφία στην glossy εκδοχή του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» by Netflix. Κατά τα λοιπά, όποιος αντέξει, άντεξε.

Malcolm & Marie: Συμφορά από το πολύ πρεστίζ



ΓΕΝΙΚΑ ΘΑ ΕΛΕΓΑ ότι δεν έχω πρόβλημα με τις ταινίες που χαρακτηρίζονται εξεζητημένες, δήθεν, επιτηδευμένες, ματαιόδοξες, επιδεικτικές – «pretentious», που λένε. Ίσα-ίσα. Συχνά πρόκειται για άνισες ενδεχομένως αλλά τολμηρές (που τολμούν δηλαδή) δημιουργίες υψηλής αισθητικής και υπερβατικού χαρακτήρα. Απλά δεν είναι για όλους. Κι αυτήν εδώ την στιλάτη και καίρια υποτίθεται παραγωγή που γυρίστηκε σε «πειραματικές» συνθήκες lockdown, με τέτοιου είδους θετική προδιάθεση την περίμενα.


Όλα τα στοιχεία έμοιαζαν ενθαρρυντικά. Η ιδέα μια ταινίας που γυρίστηκε σε πρωτόγνωρες συνθήκες περιορισμού και έχει να κάνει με το συναισθηματικό lockdown μιας σχέσης – κάτι σαν σύγχρονο mash-up του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» με το σινεμά του Κασαβέτη. Ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης (ο hipster στυλίστας Σαμ Λέβινσον) που μετά την –τολμηρή αλλά περιέργως κενόδοξη– τηλεοπτική σειρά «Euphoria», που αν μη τι άλλο παρουσίαζε την χρήση ουσιών με ειλικρινές βλέμμα, επιχειρεί να κατοχυρωθεί στη μεγάλη κατηγορία με ένα φιλόδοξο, σύγχρονο δράμα σχέσεων – ασπρόμαυρο κιόλας, με το κομψά υποβλητικό στυλ του διευθυντή φωτογραφίας Marcell Rév.

Δύο λαμπεροί και σαγηνευτικοί πρωταγωνιστές: Ο Τζον Ντέιβιντ Ουάσιγκτον στον ρόλο του Μάλκολμ και η σταρ του «Euphoria», Zendaya (σκέτο), στον ρόλο της Μαρί. Ένα (και μοναδικό) σκηνικό: Το εντυπωσιακό σπίτι του ζεύγους που μοιάζει σα να το έχει σχεδιάσει ο Frank Lloyd Wright, ένας λαβύρινθος σκιών, αντανακλάσεων και γωνιών όπου μέσα του τρώει το ζεύγος τις σάρκες του σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Εκείνος, ανερχόμενος σκηνοθέτης. Εκείνη, η αποτραβηγμένη μούσα του.

Σε κάθε περίπτωση, είναι βλάσφημο να αναφέρεται επί ματαίω το όνομα του Κασαβέτη, ο οποίος με 30 εκατομμύρια δολάρια (ναι, τόσα κόστισε αυτό το «δράμα δωματίου») θα γύριζε δέκα ταινίες γνήσιας έντασης και φοβερών διαλόγων. 


Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν συστατικά μιας ενδιαφέρουσας ή γοητευτικής ή ακόμα και συναρπαστικής ταινίας, παρά τη φούρια που έχει ο δημιουργός της να μιλήσει, μέσω των πρωταγωνιστών του, για ένα σωρό καυτά ζητήματα: «σχεσιακά», κοινωνικά, έμφυλα, φυλετικά. Και μάλιστα συγχρόνως, συχνά στην ίδια σκηνή.

Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο Λέβινσον προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα. Από τη ζήλια ως τον εθισμό και από την ασχετοσύνη των κριτικών κινηματογράφου για την οποία γκρινιάζει (σε σημείο εμμονής) ο Μάλκολμ μέχρι την εξουσιαστική ψυχοδυναμική της σχέσης καλλιτέχνη-μούσας που έχει εμφανώς τραυματίσει την αυτοπεποίθηση της Μαρί.

Μπορεί να ήταν η κακιά η ώρα (που έβαλα να δω την ταινία), μου φάνηκε όμως εξουθενωτική η παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο αυτής της ατέρμονης βιτριολικής αναμέτρησης των δύο χαρακτήρων.


Μπορεί να ήταν η κακιά η ώρα (που έβαλα να δω την ταινία), μου φάνηκε όμως εξουθενωτική η παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο αυτής της ατέρμονης βιτριολικής αναμέτρησης των δύο χαρακτήρων, και επίσης μου φάνηκαν fake (δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη) οι φωνές, οι βρισιές, τα μουρμουρητά, οι κραυγές και οι ψίθυροι που ώρες-ώρες θύμιζαν περισσότερο πυροτεχνικές ασκήσεις υποκριτικής ή αυτοσχεδιασμού παρά εκφραστικά μέσα προς ένα δραματικό κρεσέντο. Τα ρούχα και των δύο πάντως είναι πολύ ωραία, όσο και οι ίδιοι.


Σε κάθε περίπτωση, είναι βλάσφημο να αναφέρεται επί ματαίω το όνομα του Κασαβέτη, ο οποίος με 30 εκατομμύρια δολάρια (ναι, τόσα κόστισε αυτό το «δράμα δωματίου») θα γύριζε δέκα ταινίες γνήσιας έντασης και φοβερών διαλόγων.

«Το μόνο βέβαιο είναι ότι τίποτα παραγωγικό δεν θα ειπωθεί απόψε» λέει στην αρχή της ταινίας η Μαρί στον Μάλκολμ ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει το παραλήρημά του. Αρκετή ώρα αργότερα, του φωνάζει: «Δεν αντέχω άλλο αυτή την αντιδικία!». Την ίδια σκέψη κάναμε.