Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Κραυγή Γυναικών»: Η παραγνωρισμένη Μήδεια του Ζιλ Ντασέν

Δεν είχε επιτυχία, αλλά ήρθε καιρός να την επανεκτιμήσουμε.

Κραυγή Γυναικών: Η κινηματογραφική Μήδεια του Ζυλ Ντασέν

Στο δημοσιευμένο σενάριο «Ο μπαμπάς τρελαινόταν για Καρούζο» του Ζιλ Ντασέν, που δεν γυρίστηκε ποτέ, αλλά εκδόθηκε το 1990 στα ελληνικά (εκδόσεις Καστανιώτης), η πρώτη κιόλας σκηνή διαδραματίζεται στους Δελφούς και είναι τα γυρίσματα της ταινίας «Κραυγή γυναικών»: «Πρόβα στη "Μήδεια", ο σκηνοθέτης γύρω στα 65 παρακολουθεί από ψηλά, ενώ συνομιλεί με έναν τριαντάρη άντρα. Το περίμενες; Αττική τραγωδία. Δελφοί. Μεγάλη διαδρομή από Χάρλεμ και Μπρονξ».

Πράγματι, ο αείμνηστος Αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και σύζυγος της Μελίνας Μερκούρη, εγκατεστημένος μόνιμα στην Ελλάδα πια, αμέσως μετά την πτώση της χούντας, το καλοκαίρι του 1974, έγραψε ένα αυτοβιογραφικό σενάριο με σκοπό να το γυρίσει ταινία. Το εγχείρημα έμεινε στα χαρτιά, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, μια και οι ταινίες αποτελούν ιδιαιτέρως ακριβή τέχνη. Ίσως βέβαια να το έγραψε μόνο και μόνο ως αντίδραση στις πιέσεις εκδοτών να γράψει την αυτοβιογραφία του, στις οποίες αντιστεκόταν σθεναρά. 

Η τελευταία ταινία που καταγράφεται στη φιλμογραφία του είναι το δυστυχώς αποτυχημένο ερωτικό δράμα με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τέιτουμ Ο’Νιλ «Circle of two» (ελληνικός τίτλος «Στα δεκαέξι γνώρισα τον έρωτα»)· ζήτησε από τους παραγωγούς να αφαιρέσουν το όνομά του, καθώς επενέβησαν στο μοντάζ, ενώ η ταινία διαφημιζόταν ως μια περίπτωση «Λολίτας», κάτι που δεν ίσχυε. Ωστόσο, η ταινία με την οποία πραγματικά έκλεισε την αναμφισβήτητα σημαντική πορεία του στον διεθνή κινηματογράφο, όπως άλλωστε και η Μελίνα, ήταν αυτή που γύρισε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1977 και έκανε πρεμιέρα έναν χρόνο μετά ως ελληνική συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών με ελληνικό τίτλο «Κραυγή γυναικών» (γαλλικός τίτλος «Cri de femmes») και αγγλικό «A dream of passion» – ο στίχος είναι από έναν από τους μονολόγους του Άμλετ, μέσω των οποίων διδάσκει στους ηθοποιούς πώς θα παίξουν το έργο που έγραψε για να ξεμπροστιάσει τους προδότες του θρόνου, τη βασίλισσα μητέρα του και τον πατριό του. 

Η «Κραυγή γυναικών» αποτελεί μια προσωπική κατάθεση, αυτό που συνήθως χαρακτηρίζουμε «καλλιτεχνική διαθήκη» ενός ανθρώπου, όπου συγκεντρώνει όλη του τη γνώση, τα μαθήματα ζωής μιας μεγάλης διαδρομής που πλησιάζει στο τέλος της.

Η «Κραυγή γυναικών» αποτελεί μια προσωπική κατάθεση, αυτό που συνήθως χαρακτηρίζουμε «καλλιτεχνική διαθήκη» ενός ανθρώπου, όπου συγκεντρώνει όλη του τη γνώση, τα μαθήματα ζωής μιας μεγάλης διαδρομής που πλησιάζει στο τέλος της. Κόπιασε να βρει χρηματοδότηση, οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής του Χόλιγουντ απέρριψαν το σενάριο, κι ας είχε γεμίσει τα ταμεία τους κάποτε με εκατομμύρια δολάρια το ζεύγος Ντασέν - Μερκούρη με ταινίες όπως το «Ποτέ την Κυριακή» και «Τοπ Καπί»· αλλά τι άλλο θα περίμενε κανείς, αφού η ταινία, παρόλο που θα γυριζόταν στην Ελλάδα σε μια εποχή που το κόστος ήταν μηδαμινό σε σχέση με τα αμερικανικά δεδομένα, είχε ως θέμα της τη Μήδεια. 

Μια διάσημη Ελληνίδα ηθοποιός, η Μάγια, επιστρέφει στην πατρίδα της μετά από αρκετά χρόνια διεθνούς καριέρας, για να παίξει τραγωδία, όπως ακριβώς και η Μελίνα στην πραγματική ζωή. Η φίλης της που έχει αναλάβει τη διαφήμιση της παράστασης έχει τη φαεινή ιδέα να συναντήσει η ηθοποιός στη φυλακή την περίφημη «Μήδεια της Γλυφάδας». Πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο: η Αμερικανίδα Νίντα Μπέικερ ζούσε στο Καλαμάκι μαζί με τον σύζυγό της, Τζόελ Μπέικερ, λοχία στην αμερικανική βάση, και τα τρία τους παιδιά, τα οποία τον Μάιο του 1961 σκότωσε για να τον εκδικηθεί επειδή την απατούσε. Μια ιδιαίτερα θρησκευόμενη νέα γυναίκα, λουθηρανή, η οποία, αμέσως μετά τον πολλαπλό φόνο που διέπραξε με σκοινί, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, κόβοντας την καρωτίδα της με κουζινομάχαιρο, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε αφήσει και ένα γράμμα για τον άντρα της, όπου φαινόταν όλη της η συναισθηματική σύγχυση και ψυχοπάθεια· ήρθε στο φως της δημοσιότητας όταν οδηγήθηκε σε δίκη. 

Η ταινία δεν πήρε τις διθυραμβικές κριτικές που περίμενε ο Ντασέν, κάτι που τον απογοήτευσε, ωστόσο πήρε διεθνή διανομή και παίχτηκε στη Νέα Υόρκη, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία και αλλού.

Η ελληνική κοινωνία σοκαρίστηκε με το έγκλημα και οι ψυχίατροι που εξέτασαν τη Νίντα αποφάνθηκαν ότι βρισκόταν σε διαταραχή και ακραίας μορφής μελαγχολία. Καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, αλλά, εν τέλει, μετά από δύο χρόνια πήρε χάρη και επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα της. Αυτήν τη φοβερή ιστορία ενέταξε ο Ντασέν στο σενάριό του, κρατώντας και τις θρησκευτικές εμμονές της Μπέικερ, καθώς απομόνωσε από τη Βίβλο εδάφια σχετικά με τη μοιχεία, ώστε να δικαιολογήσει την απόφασή της να χαρίσει στα παιδιά της τον Παράδεισο και να μην τα αφήσει στα χέρια του αμαρτωλού πατέρα τους. Στην ταινία ο ρόλος ονομάζεται Μπρέντα Κόλινς και τον ανέλαβε η σπουδαία Έλεν Μπέρστιν, μια ηθοποιός με σοβαρό υπόβαθρο στη μέθοδο του Actor’s Studio, η οποία μόλις δύο χρόνια πριν είχε κερδίσει το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου με το «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» του Μάρτιν Σκορσέζε. Στην πρώτη της συνάντηση με τη Μάγια, βλέποντας τους δημοσιογράφους και τις τηλεοπτικές κάμερες, αντιδρά παρά πολύ άσχημα. Αργότερα οι δυο γυναίκες θα έρθουν πολύ κοντά, σε σημείο ταυτισης. 

Οι δύο πρωταγωνίστριες στο εξώφυλλο του «Ταχυδρόμου». 

Για να παίξει η Έλεν Μπέρστιν στην ταινία του Ντασέν, που εκείνα τα χρόνια ήταν ένας ζωντανός μύθος για τον αμερικανικό καλλιτεχνικό χώρο λόγω των εξαιρετικών φιλμ νουάρ που είχε γυρίσει τη δεκαετία του ’40 και των διώξεων που υπέστη την περίοδο του μακαρθισμού, εξαιτίας των οποίων οδηγήθηκε σε αναγκαστική αυτοεξορία στη Γαλλία, χρειάστηκε να μαλώσει με τον ατζέντη της και να κλέψει δύο εβδομάδες από το πρόγραμμά της, που περιλάμβανε παράσταση με τον Πίτερ Μπρουκ. Αυτή της η απόφαση έδωσε στην ταινία μεγάλη αξία, παρόλο που κατά το μεγαλύτερο μέρος της κυριαρχείται από τη Μελίνα. Για εκείνη το φιλμ αποτελεί ένα είδος πολιτικού-φεμινιστικού μανιφέστου, καθώς σε συνέντευξη που παραχώρησε μαζί με τον Ντασέν και την Μπέρστιν στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ταχυδρόμος» στις 2 Ιούνιου του 1977 ταύτιζε την πράξη της ευριπίδειας ηρωίδας με τη θέση της γυναίκας και την επανάστασή της εναντίον του άντρα. Πρέπει να επισημάνουμε ότι η σχέση της με τον ρόλο υπήρξε διαχρονική. Στο «Ποτέ την Κυριακή», ως Ίλια, λέει ότι έχει δει τη «Μήδεια» 15 φορές και αφηγείται στους φίλους της, στην κυριακάτική σύναξή τους, την ιστορία της παιδοκτόνου σαν ένα παραμύθι, μια εύθυμη και αισιόδοξη παραλλαγή του Ευριπίδη, κατά την οποία ποτέ δεν σκότωσε τα παιδιά της. Μία από τις επόμενες μέρες πηγαίνουν με τον Χόμερ (Ντασέν) να παρακολουθήσουν στο Ηρώδειο και πάλι «Μήδεια» με την Αλέκα Κατσέλη στον ομώνυμο ρόλο. Η Μελίνα στην αυτοβιογραφία της μιλάει για το πώς προκάλεσε την αποβολή του παιδιού που κυοφορούσε στα 18 της, κατά κάποιον τρόπο σκοτώνοντάς το, κάτι που επανέρχεται ως ομολογία της Μάγια στην ταινία σε μια στιγμή αποκαλύψεων μπροστά στον φακό του BBC που υποτίθεται ότι κάλυπτε σε μορφή ντοκιμαντέρ τις πρόβες του έργου. 

Σκηνή από την ταινία.

Η ίδια, που μόλις έναν χρόνο πριν, το καλοκαίρι του 1976, είχε υποδυθεί τον ρόλο στη θρυλική παράσταση του ΚΘΒΕ σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη, δήλωσε χαρακτηριστικά στη συνέντευξη: «Για μένα το σκότωμα των παιδιών είναι απόδοση δικαιοσύνης. Η γυναίκα αυτή, όπως μας την παρουσιάζει ο Ευριπίδης, δεν είναι μια μικροαστή που για εκδίκηση, αντί να ρίξει βιτριόλι, σκοτώνει τα παιδιά της. Με την πράξη της αυτή πάει να χτυπήσει κατευθείαν την πατριαρχία. Σκοτώνει τους κληρονόμους του ονόματος και την καινούργια γυναίκα του Ιάσονα. Έτσι τον ευνουχίζει κατά κάποιον τρόπο. Από τον πρώτο μονόλογο γενικεύει την περίπτωσή της και γνωρίζει ότι το δικό της το κάζο δεν είναι μοναδικό. Ξέρει για τις γυναίκες και για το πόσο καταπιέζονται και προδίδονται. Συγχρόνως, σκοτώνοντας τα παιδιά της, κάνει μια τεράστια θυσία. Αυτό την κάνει ένα είδος αγίας και μαζί επαναστάτριας». 

Ο Ντασέν, από την πλευρά του, δεν συμφωνεί με τον χαρακτηρισμό «επαναστάτρια», ωστόσο λέει πολύ εύστοχα στον δημοσιογράφο που παίρνει τη συνέντευξη (υπογραφή V.I.K.): «Για πρώτη φορά στην τραγωδία η Μήδεια είναι η γυναίκα που στο χτύπημα απαντάει με χτύπημα». Παραθέτει και μια απρόσμενη για την εποχή σκέψη, λέγοντας «σε μια γενιά ή δύο, άνθρωποι σαν εσένα κι εμένα θα 'ναι ξοφλημένοι. Οι γυναίκες θα εξουσιάζουν τον κόσμο και δεν μπορεί να τα καταφέρουν χειρότερα απ’ ό,τι εμείς. Κάτι τέτοιο έχει προετοιμαστεί και η Μήδεια αυτό αντανακλά. Ίσως η αλλαγή αυτή να μη γίνει τούτο τον αιώνα, αλλά θα γίνει. Νομίζω ότι το κίνημα για την απελευθέρωση της γυναίκας έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, και όταν οι γυναίκες βρούνε τα κίνητρα και την πολιτική ιδεολογία που θα τις εξυπηρετεί, τότε "μπάι-μπάι’' σε μας». Υπάρχει αμφιβολία ότι ο σπουδαίος Αμερικανός σκηνοθέτης δικαιώνεται σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα απ' όταν έκανε αυτήν τη διαπίστωση; 

Στη συνέντευξη που παραχώρησε μαζί με τον Ντασέν και την Μπέρστιν στο εβδομαδιαίο περιοδικό "Ταχυδρόμος" στις 2 Ιούνιου του 1977 ταύτιζε την πράξη της ευριπίδειας ηρωίδας με τη θέση της γυναίκας και την επανάστασή της εναντίον του άντρα.

Η ταινία βέβαια γυρίστηκε σε μια περίοδο που οι πολιτικοί προβληματισμοί συνδιαλέγονταν με την υπαρξιακή φιλοσοφία. Λιγότερο από δέκα χρόνια μετά τον Μάη του ’68 και πάνω-κάτω δέκα χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Ελλάδα διένυε έναν «μακρύ μήνα του μέλιτος», όπως ήταν η Μεταπολίτευση, που σε λίγο θα έφερνε τη θριαμβευτική νίκη και την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, η οποία έστρεψε και την Ελληνίδα σταρ οριστικά στο πεδίο της πολιτικής. Στην ταινία υπάρχουν πάμπολλες θεατρικές και κινηματογραφικές αναφορές, όπως αναμνήσεις του Ντασέν από το παλιό αμερικανικό θέατρο, αλλά και από το «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, που η Μελίνα είχε παίξει στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κουν, από την «Περσόνα» του Μπέργκμαν (προβάλλονται αποσπάσματα της ταινίας), ακόμα και από το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι», και, κατά την προσωπική μου άποψη, από την ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο. Τον οποίο υποτίθεται μιμείται η Μάγια στην ομολογία της μπροστά στον φακό σχετικά με την ένοχη νιότη της. 

Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ υποδύεται τον Ιάσονα (όπως και στη σκηνοθεσία του Βολανάκη).

Γυρισμένη σε τοποθεσίες στη Αθήνα αλλά και στο σπίτι του ζεύγους Ντασέν - Μερκούρη επί της οδού Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, στη συγκλονιστική ταράτσα του με  θέα τον Λυκαβηττό από τη μια και την Ακρόπολη από την άλλη, αλλά και στους Δελφούς, καθώς η τότε κυβέρνηση είχε για δεύτερη φορά προφασιστεί διάφορες δικαιολογίες για να μη δώσει την Επίδαυρο στη Μελίνα –την πρώτη φορά ήταν με τη «Μήδεια» του ΚΘΒΕ–, στην ταινία συμμετέχει και μια σειρά ηθοποιών που είχε πάρει μέρος και στο «Ποτέ την Κυριακή». Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ κρατάει τον ρόλο του Ιάσονα (όπως και στη σκηνοθεσία του Βολανάκη), η Δέσπω Διαμαντίδου της πρώην κολλητής της Μάγια –τις χωρίζει μια ερωτική προδοσία από τα παλιά–, η Αλέκα Κατσέλη υποδύεται την Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής», την οποία επισκέπτεται η Μάγια για να μάθει περισσότερα για τη Μήδεια της Γλυφάδας, και ο Φαίδωνας Γεωργίτσης κάνει έναν κάμεραμαν του BBC και πρόσκαιρο εραστή της σταρ. 

Η Μελίνα Μερκούρη με τον Ανδρέα Βουτσινά.

Συμμετέχουν επίσης ο Ανδρέας Φιλιππίδης ως ο σύζυγος που ανέχεται τα καπρίτσια της διάσημης γυναίκας του, ο Γιάννης Βόγλης ως ο Άγγλος δημοσιογράφος που κάνει την έρευνα, ο Ανδρέας Βουτσινάς, για τον οποίο αφήνονται υπονοούμενα ότι υπήρξε παλιός έρωτας της Μάγια, ενώ τώρα πια είναι ο σκηνοθέτης της παράστασης (ο πετυχημένος θεατρικός σκηνοθέτης ήταν ακόμα άγνωστος στην Ελλάδα, αλλά ιδιαίτερα γνωστός στο γαλλικό θέατρο), η Μπέττυ Βαλάση ως η επί των δημοσίων σχέσεων που διοργάνωσε το φιάσκο με την Μπρέντα, και ο Κώστας Αρζόγλου ως ένας φοιτητής Θεολογίας. Ένα πέρασμα κάνει και η Ολυμπία Παπαδούκα που είχε βασικό ρόλο στη «Φαίδρα» του 1962. Αλλά η μεγάλη έκπληξη είναι ότι στη σκηνή της πρόβας στους Δελφούς εμφανίζεται ο Μάνος Κατράκης να ερμηνεύει τον Κρέοντα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο αρχαίο θέατρο, πάντως, η Μελίνα έπαθε γαστρορραγία και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Άμφισσας, αναστατώνοντας και τρομάζοντας τους πάντες. 

Η Μανουέλλα Παυλίδου, β' βοηθός του Ντασέν και το πιο έμπιστο πρόσωπο της Μελίνας, θυμάται ότι η Έλεν Μπέρστιν, ως method actress  του  Actor’s Studio, είχε έρθει προετοιμασμένη να παίξει μια σύγχρονη Μήδεια και γνωρίζοντας ότι το κοστούμι της θα ήταν στολή φυλακής είχε φέρει μαζί της όχι μόνο τα παπούτσια που κατά τη γνώμη της έπρεπε να φοράει αλλά και τα τσιμπιδάκια για τα μαλλιά. ΄Ενα άλλο χαρακτηριστικό ήταν ότι κατά την προετοιμασία της σκηνής του φόνου των παιδιών ζήτησε μια συκωταριά για να την πλάσει πριν ξεκινήσει να παίζει τον ρόλο. Η Μελίνα, αντιθέτως, έπαιζε τάβλι με τους τεχνικούς, κάτι που επιβεβαιώνει και ο σκηνοθέτης Γιάννης Διαμαντόπουλος, άρτι αφιχθείς τότε από την Ιταλία, ο οποίος εκτελούσε χρέη α’ βοηθού. Μου είπε: «Υπήρχε ένας χαριτωμένος ανταγωνισμός που πάντα συμβαίνει μεταξύ γυναικών σταρ. Η σκηνή του φόνου γυριζόταν μέσα στο πραγματικό σπίτι της Αμερικανίδας παιδοκτόνου στο Καλαμάκι, είχαμε παράλληλα και τις δυο να διαπράττουν τον φόνο. Την πραγματική Μήδεια και την ηθοποιό που ετοιμάζεται να την υποδυθεί στο θέατρο. Η πρώτη εκδοχή με την Μπέρστιν γυρίστηκε τρεις φορές, ενώ της Μελίνας γυρίστηκε δύο φορές. Φώναζε λοιπόν η Μελίνα: Actor’s Studio 3 - Greek theater 2 και θριαμβολογούσε! Αλλά ως αστείο, όχι ως κακία». 

«Υπήρχε ένας χαριτωμένος ανταγωνισμός που πάντα συμβαίνει μεταξύ γυναικών σταρ. Η πρώτη εκδοχή με την Μπέρστιν γυρίστηκε τρεις φορές, ενώ της Μελίνας δύο. Φώναζε, λοιπόν, η Μελίνα: Actor’s Studio 3 – Greek theater 2, και θριαμβολογούσε! Αλλά ως αστείο, όχι ως κακία». 

Η μετάφραση που χρησιμοποιείται τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά (για χάρη του ντοκιμαντέρ του BBC) είναι του Μίνου Βολανάκη (ο οποίος είχε ανεβάσει στα αγγλικά τη «Μήδεια» στη Νέα Υόρκη με την Ειρήνη Παπά), τα σκηνικά και τα κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου, η διεύθυνση φωτογραφίας του Γιώργου Αρβανίτη, που τότε μεσουρανούσε λόγω Αγγελόπουλου, ενώ το μακιγιάζ ήταν ενός από τους διασημότερους μακιγιέρ του ιταλικού κινηματογράφου, του Οτέλο Φάβα. Η μουσική είναι του Γιάννη Μαρκόπουλου και η Μελίνα τραγουδάει το ιδιαίτερα τρυφερό του τραγούδι «Όχι δεν πρέπει», σε στίχους Γιώργου Χρονά. 

Στην Ελλάδα η ταινία γέμισε τις αίθουσες, καθώς αποτελούσε το ελληνικό κινηματογραφικό comeback της Μελίνας.

Η ταινία δεν πήρε τις διθυραμβικές κριτικές που περίμενε ο Ντασέν, κάτι που τον απογοήτευσε, ωστόσο πήρε διεθνή διανομή και παίχτηκε στη Νέα Υόρκη, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία και αλλού. Στην Ελλάδα γέμισε τις αίθουσες, καθώς αποτελούσε το ελληνικό κινηματογραφικό comeback της Μελίνας, αλλά η ίδια τη θεώρησε εσωστρεφή ταινία και αργότερα έλεγε στις συνεντεύξεις της ότι την ικανοποίησαν μόνο κομμάτια της. Κάποιοι κριτικοί δεν δέχτηκαν τη φεμινιστική ερμηνεία του μύθου της Μήδειας, αλλά η ταινία σε βάθος χρόνου κέρδισε. Βρίσκεται σε λίστες ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 1978, ενώ δεν είναι λίγοι όσοι τη θεωρούν την καλύτερη σύμπραξη του Ζιλ Ντασέν με τη Μερκούρη. Άλλωστε ήταν πια και οι δυο τους στην απόλυτη καλλιτεχνική ωριμότητα. Σήμερα, που η «Μήδεια» επανέρχεται και για μία ακόμα φορά, αναδύονται μέσα από αυτήν πολιτικές αναλύσεις και ερμηνείες σχετικά με θέση της γυναίκας, ίσως πρέπει να την ανακαλύψουμε ξανά και να αξιολογήσουμε εκ νέου την «Κραυγή γυναικών». Ίσως να το οφείλουμε στον φιλέλληνα σκηνοθέτη που έλεγε προς το τέλος της ζωής του ότι δύο ταινίες αγάπησε περισσότερο απ' όσες είχε κάνει: τη «Δοκιμή», που γύρισε στη Νέα Υόρκη το 1974 με Έλληνες φοιτητές, αναπαριστώντας την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και την «Κραυγή γυναικών». 

Ευχαριστούμε το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη για την παραχώρηση των φωτογραφιών.