Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Being the Ricardos»: Η εξαιρετική αποδόμηση του πιο επιτυχημένου σίριαλ όλων των εποχών

Η Νικόλ Κίντμαν και ο Χαβιέ Μπαρδέμ υποδύονται τη Λουσίλ Μπολ και τον Ντέζι Αρνάζ, την περίοδο που μεσουρανούσαν στο «I Love Lucy» κι ενώ σκάνδαλα απειλούν την καριέρα και τον γάμο τους.

Being the Ricardos

Η ψυχωμένη αποδόμηση του πιο επιτυχημένου σίριαλ όλων των εποχών από τον φορμαρισμένο Άαρον Σόρκιν δεν μιλά για το I Love Lucy, δεν αφορά την κωμωδία, ούτε ασχολείται συγκεκριμένα με την κωμική φλέβα της Λουσίλ Μπολ, αλλά ανατέμνει ιδιοφυώς (και beat by beat) τη σεναριογραφία και βρίσκει την καρδιά μιας σκληραγωγημένης σταρ που το μόνο που έψαχνε ήταν ένα ήρεμο καταφύγιο.

Το Being the Ricardos εκτυλίσσεται στη στενή, αγχώδη χρονική διάρκεια μιας εβδομάδας εξαιρετικά κρίσιμης: ο πάπας του ραδιοφωνικού κουτσομπολιού Γουόλτερ Γουίντσελ είχε μόλις φωτογραφίσει την πιο λατρεμένη γυναίκα της Αμερικής ως κομμουνίστρια, και δεν είχε εντελώς άδικο. Όταν ήταν μικρή, η Λουσίλ Μπολ είχε εγγραφεί σε μια αριστερή οργάνωση, κάνοντας τη χάρη στον αγαπημένο παππού της, όταν δεν ήταν φάουλ να έχεις εργατικές συμπάθειες ή προλεταριακές ευαισθησίες. Αν και η επιτροπή του γερουσιαστή Μακάρθι είχε «καθαρίσει» το όνομά της σε πρόσφατη έρευνα, ο Γουίντσελ ήθελε να βγάλει λαυράκι και η Λούσι το άκουσε στην αποφώνησή του, την ίδια στιγμή που ο σύζυγος, συμπρωταγωνιστής και συνεταίρος της στο πιο επιτυχημένο πρόγραμμα της αμερικανικής τηλεόρασης επέστρεφε στο σπίτι τους μετά από άλλο ένα ξενύχτι, που οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες είχαν βαφτίσει απιστία, ενθέτοντας λάθος ενσταντανέ, ενώ ο ίδιος τη διαβεβαίωνε πως είχε περάσει τη νύχτα του χαρτοπαίζοντας με φίλους.

Η σύσκεψη με τους υπεύθυνους του καναλιού τους και τον κύριο χορηγό, την καπνοβιομηχανία Philip Morris, έγινε σε κλίμα εντιμότητας και ειλικρίνειας, αν και οι δυο πλευρές έπρεπε να παραμερίσουν τις συνήθεις αψιμαχίες τους για να εξετάσουν ρεαλιστικά το ενδεχόμενο να αναβάλουν το προγραμματισμένο show.

Η πρώτη θηλυκή κλόουν με τόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε τον τρόπο της να δραπετεύει και δεν σταμάτησε να λέει επί έξι συναπτές, συν τρεις συμπληρωματικές, δοξασμένες και αδιανόητα δημοφιλείς (της τάξης των 50 εκατομμυρίων τηλεθεατών ανά εβδομάδα) σεζόν πως είναι οκ να τρως τα μούτρα σου και να ταράξεις τα νερά για να πετύχεις τους μικρούς στόχους και να κάνεις την πλάκα σου, επιστρέφοντας στην εστία που τόσο αγαπάς.

Παράλληλα, η σταρ και ο Ντέζι Αρνάζ είχαν ένα μυστικό, που μερικές ημέρες πριν θα μπορούσε να είναι άσος στο μανίκι τους, αλλά πλέον φάνταζε ένα ακόμη αγκάθι στο μενού: η Λούσι περίμενε το δεύτερο της παιδί και δεν είχαν καμία διάθεση να την κρύψουν πίσω από καρέκλες, κολόνες και φίκους, σύμφωνα με την ισχύουσα πρακτική, αλλά ήταν αποφασισμένοι να εντάξουν δραματικά το χαρμόσυνο γεγονός στη σειρά, εμφανώς και πανηγυρικά, στα επόμενα επεισόδια, σε μια περίοδο που καμιά γυναίκα δεν είχε εμφανιστεί με φουσκωμένη κοιλιά μπροστά σε κάμερα (θυμίζουμε οι παντρεμένοι καταλάμβαναν χωριστά κρεβάτια) και φυσικά κανείς δεν είχε αρθρώσει τη λέξη «έγκυος» στον αέρα.

H Λουσίλ Μπολ και ο Ντέζι Αρνάζ είχαν ένα μυστικό, που μερικές ημέρες πριν θα μπορούσε να είναι άσος στο μανίκι τους, αλλά πλέον φάνταζε ένα ακόμη αγκάθι στο μενού: η Λούσι περίμενε το δεύτερο της παιδί.

Ταυτόχρονα με την αγωνία του ζεύγους αλλά και των συντελεστών της εκπομπής και των χαρτογιακάδων του CBS για το αν θα υπάρχει επεισόδιο στο τέλος της εβδομάδας ή η ίδια η σειρά για το υπόλοιπο της σεζόν, για μια ενέργεια χωρίς σημασία και συνέχεια από το μακρινό παρελθόν, που θα μπορούσε να τερματίσει απότομα την πιο λαμπρή καριέρα της show business στη δεκαετία του 50, η Μπολ είχε τον νου της στη δομή του επεισοδίου, από την πρώτη ανάγνωση που ξεκινούσε τη Δευτέρα ως τις αλλαγές στους διαλόγους και τις θέσεις της κάμερας στις αρχικές και τις τελικές πρόβες, με αποκορύφωμα την Παρασκευή, που ήταν η μέρα της εγγραφής, ενώ επικρεμόταν η πιθανή δημοσίευση της υποτιθέμενης «κόκκινης απειλής» και η απάντηση για το τελεσίγραφο των Μπολ/Αρνάζ για το θέμα της οργανικής ενσωμάτωσης της εγκυμοσύνης στο περιεχόμενο. 

Και σα μην ήταν όλα αυτά αρκετά για δυο ή τρεις ταινίες, ο Άαρον Σόρκιν προσεγγίζει τη σχέση της πικάντικης καστανής χορεύτριας και figurante σε δεύτερες ταινίες του Χόλιγουντ με τον Κουβανό εμιγκρέ οργανοπαίκτη, τραγουδιστή και καρδιοκατακτητή, από τις πρώτες τους συναντήσεις και το σπινθήρισμα του ρομάντσου τους, μέχρι τον γάμο, τη συμβίωση και τις προστριβές που είχαν, κυρίως για τον (ελάχιστο) κοινό τους χρόνο και τον ατάσθαλο χαρακτήρα του. 

Παρακολουθούσα με δέος και αγαλλίαση το I Love Lucy στα παιδικά μου χρόνια, στις τακτικές επαναλήψεις της κρατικής τηλεόρασης. Την ίδια στιγμή που η θέα μιας όμορφης γυναίκας που κρυβόταν πίσω από την σιδερωμένη βιτρίνα της πιστής συζύγου που δεν άντεχε τη μικροαστική φυλακή της και κατέληγε με μαθηματική ακρίβεια σε απίθανες γκάφες μου προκαλούσε απορία, η ανεπανάληπτη αίσθηση της κωμικής τελειότητας διέλυε τη μελαγχολική μοναξιά που απέπνεε στο πάντα τακτοποιημένο, άψογα ξεσκονισμένο σαλονάκι της.

Η πρώτη θηλυκή κλόουν με τόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε τον τρόπο της να δραπετεύει και δεν σταμάτησε να λέει επί έξι συναπτές, συν τρεις συμπληρωματικές, δοξασμένες και αδιανόητα δημοφιλείς (της τάξης των 50 εκατομμυρίων τηλεθεατών ανά εβδομάδα) σεζόν πως είναι οκ να τρως τα μούτρα σου και να ταράξεις τα νερά για να πετύχεις τους μικρούς στόχους και να κάνεις την πλάκα σου, επιστρέφοντας στην εστία που τόσο αγαπάς. Ταυτόχρονα, δεν έπαυε ποτέ να είναι η κυρία Ρικάρντο, δείχνοντας όμως στον μονίμως απόντα Ρίκι της πως δεν θα καθόταν μια ζωή με σταυρωμένα χέρια να τον περιμένει να γυρίσει από τη δουλειά – και τις δουλειές του.

Ο Ντέζι Αρνάζ και η Λουσίλ Μπολ την εποχή του «I Love Lucy». Φωτο: Getty Images

Στην αληθινή ζωή ο Ντέζι Αρνάζ καθιερώθηκε πριν τη Λουσίλ Μπολ, αλλά η ιδιότητα του ως performer, μαζί με την καταγωγή και την προφορά του, δεν του επέτρεπαν να τρυπώσει στο mainstream, αν δεν επέμενε αδιαπραγμάτευτα η σύζυγός του να είναι ο τηλεοπτικός άνδρας της, προκαλώντας αρχικές αντιδράσεις στα κεφάλια των studio – δεν υπήρχε προηγούμενο ισότιμης σύζευξης λατίνου με λευκή μπροστά στο χριστιανικό φιλοθεάμον κοινό της χώρας.

Ζωσμένη από τα φίδια τις πρώτες ημέρες της πιο διαβολεμένης εβδομάδας της ζωής της (που πραγματικά ήταν, έστω κι αν ο Σόρκιν, δραματουργική αδεία, στριμώχνει μερκά γεγονότα που δεν συνέπεσαν αυστηρά σ’ εκείνη ακριβώς τη φάση), η Λούσι υπενθυμίζε σε όποιον το ξεχνούσε ή δεν εννοούσε να το προσμετρά πως ο Ντέζι Αρνάζ δεν ήταν απλώς ο κύριος της κυρίας, αλλά ο άνθρωπος που είχε προτείνει και εφαρμόσει πολλές τεχνικές καινοτομίες στο show, κι έπαιρνε σημαντικές αποφάσεις από το ξεκίνημα.

Ανεξάρτητα από τα προβλήματα που είχε εκείνη μαζί του, δεν του έκανε χάρη. Τον τιμούσε έμπρακτα, τον θαύμαζε και τον αναδείκνυε, εκτός από την αδυναμία (και την καψούρα) που του είχε. Ισορροπούσε την τρομακτική δύναμη που είχε αποκτήσει με μια αίσθηση δικαίου – στις συνεντεύξεις που έδινε στα talk shows, χρόνια μετά την ολοκλήρωση της σειράς, η Μπολ έβγαζε, χωρίς να κρύβεται, προς τα έξω το επιχειρηματικό της προφίλ, ήταν συνήθως σκληρή και κυριολεκτική στις κουβέντες της, μπαφιασμένη και ευγνώμων με τη φήμη της, νευρική από την έλλειψη της καθημερινής της ενασχόλησης, λίγο επηρμένη με την αξιοσύνη της, περιστασιακά αστεία, αν και σαν αξιοσέβαστο, περιφερόμενο ζωντανό μνημείο που του απέμειναν οι ρεβεράτνζες, και απέφευγε να αναφέρεται στον Αρνάζ, εκτός από μια και μοναδική εξομολόγησή της στην Μπάρμπαρα Γουόλτερς, όπου με πικρία και θυμό ξέσπασε παρά την κατευναστική παρέμβαση του τότε συζύγού της, Γκάρι Μόρτον, και τον χαρακτήρισε αυτοκαταστροφικό loser.

Δεν έπαυε ποτέ να είναι η κυρία Ρικάρντο, δείχνοντας όμως στον μονίμως απόντα Ρίκι της πως δεν θα καθόταν μια ζωή με σταυρωμένα χέρια να τον περιμένει να γυρίσει από τη δουλειά – και τις δουλειές του.

Στην ταινία όλοι εμείς ως θεατές αλλά και οι άμεσοι συνεργάτες της, οι σεναριογράφοι και οι δυο βασικοι συμπρωταγωνιστές της, περιμένουμε την κωμική της πλευρά να ανακουφίσει τη βαριά ατμόσφαιρα, αλλά μάταια. «Είμαι η Λουσίλ Μπολ, αν πω ένα αστείο θα το καταλάβετε», μας αδειάζει όλους, με τον νου της να τρέχει στο επόμενο επεισόδιο.

Ο Σόρκιν μας επιφυλάσσει ένα σοβαρό screwball, με ταχύτατη ομιλία, πνευματώδη υπονοούμενα, ανατρεπτικά νοήματα ανάμεσα στις γραμμές, στα lines των διαλόγων που αναθεωρούνται μέχρι να φτάσουν στην τελική τους μορφή. Συνδυάζοντας την προφορική εκζήτηση του Social Network, το πέπλο πολιτικής απειλής του West Wing, το concept του στοιχήματος του Molly’s Game καθώς και τη δρματουργική επικαιροποίηση της ιστορικής αδικίας που χαρακτήρισε τη Δίκη των 7 του Σικάγο, ο Σόρκιν βάζει μια εμβληματική φιγούρα στη θέση του οδηγού ενός κινούμενου εκρηκτικού μηχανισμού, πετώντας σχεδόν ταυτόχρονα πολλές μπάλες στον αέρα, τον τηλεοπτικό, τον πολιτικό και τον προσωπικό.

Τιμώντας την ειδικότητα που τον ανέδειξε και τον ενδιαφέρει περισσότερο, αναλύει την τεχνική της συγγραφής σεναρίου μέσα από το καλλιτεχνικό ένστικτο της Λουσίλ Μπολ, η οποία, υπό ασφυκτική πίεση, κάνει εμπειρικό ντεκουπάζ και αναστρέφει σκηνές και σκηνικά, όταν αισθάνεται πως δεν θα φτάσουν στο βέλτιστο αποτέλεσμα. Αγέλαστη και συγκεντρωμένη, φαντάζεται το σετάρισμα στο μυαλό της, το κάνει εικόνα από τα «εξ ων συνετέθη», βλέπει το όλον και το υπαγορεύει, όπως ένας αυτοδίδακτος συνθέτης πασχίζει να πείσει τους σπουδαγμένους ενορχηστρωτές πως έχει δίκιο.

Ούτως ή άλλως, η τεχνική του Σόρκιν εμπεριέχει μοναδικό ρυθμό και καντέντσες, αλλά εδώ φτάνει το απόγειό της, με μια αριστοτεχνική, αριστοτελική δομή σε όλα τα επίπεδα, πλην ενός: η επιλογή του να έχει σύγχρονους σχολιαστές/γέφυρες για να επεξηγούν τις λεπτομέρειες και τα παρασκήνια, σε διάφορες φάσεις της ταινίας, αποδεικνύεται περιττή και σπάει, ευτυχώς προσωρινά, τη συνοχή. Λίγο το κακό, ωστόσο. 

Ο Τζέι Κέι Σίμονς ως Μπιλ Φρόλι και η Νίνα Αριάντα ως Βίβιαν Βανς υποδύονται εμπεριστατωμένα και περιεκτικά το αιώνια τσακωμένο γειτονικό ζευγάρι των φίλων, τον Φρεντ και τη Βιβ, αποδίδοντας δυναμικές κι ευαισθησίες που κατακτούν το οικείο και το μύχιο μαζί.

Όλα έδειχναν οτι η Κέιτ Μπλάνσετ θα ενσάρκωνε την Μπολ και οι πρώτες φωτογραφίες που πρόλαβαν να δουν το φως της δημοσιότητας φανέρωναν μια λαχταριστή ομοιότητα και ανέβαζαν τις προσδοκίες. Για λόγους που κανείς δεν γνωρίζει, η Μπλάνσετ αποχώρησε και η Νικόλ Κίντμαν την αντικατέστησε, με τον Χαβιέρ Μπαρδέμ στο πλευρό της ως Ντέζι Αρνάζ.

Οι δυο ηθοποιοί ομολόγησαν πως επιχείρησαν να τραπούν σε άτακτη φυγή, όταν διάβασαν τα αρνητικά σχόλια της σκληροπυρηνικής βάσης των φαν της Λούσι, αλλά δεν γινόταν να αποδεσμευτούν. Ο Σόρκιν τους διαβεβαίωσε πως δεν ήταν στις προθέσεις του να προσλάβει καρμπόν μίμους και υποστηρίζει ακόμη την ίδια άποψη σε συνεντεύξεις του. Είχε δίκιο. Η Κίντμαν κάνει τρομερή δουλειά στον ρόλο, συνεχίζοντας μάλιστα μια πρόσφατη τάση όπου οι βιογραφίες δεν ποντάρουν ακριβώς στα φτυστά αντίγραφα, αλλά σε μια άλλου τύπου προσέγγιση, με συνέπεια το βάρος να δίνεται στην ερμηνεία. Η Κίντμαν φυσικά μεταμορφώνεται ως ένα βαθμό, εμφανισιακά και ηλικιακά, «προσθετικά» και ψηφιακά, αλλά φαίνεται ποια είναι, όπως αντίστοιχα και η Ρενέ Ζελβέγκερ ως Τζούντι Γκάρλαντ (ο αέρας και οι κινήσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα χτυπητά χαρακτηριστικά).

Σε έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό, η ίδια είχε υποδυθεί ακόμη ένα τηλεοπτικό εικόνισμα, την Ελίζαμπεθ Μοντγκόμερι, σε μια πιο αφαιρετική, ακροβατική και παραστρατημένη μεταφορά του Bewitched, που κυριαρχούσε στους μικρούς δέκτες επί 7 σεζόν στη δεκαετία του 60. Εκεί, και πάλι, συγκρούστηκε με τον σύζυγό της και αναρωτιόταν πώς μπορεί να κατακτήσει την οικογενειακή γαλήνη κόντρα στα κλισέ. Δύναμη και status δεν είχε, αλλά η καλόκαρδη μαγεία που ασκούσε με το κούνημα της ανασηκωμένης μυτούλας της έφερνε κάποιο αποτέλεσμα ή τουλάχιστον τους καρπούς μιας προσωρινής ψευδαίσθησης. Η Μάγισσα είχε προσχεδιασθεί ως συνοδηγός και ο Ντάριν ήταν μια χαμένη ψυχή σε τηλεοπτικούς όρους, που διατηρούσε τα τυπικά προσχήματα του άνδρα του σπιτού. Η σειρά εκείνη πρωτοπορούσε στο θέμα της διαφορετικότητας, ενώ η ταινία κατάντησε ένα ρομαντικό κωμειδύλλιο για τη μάχη των φύλων, χωρίς στόχο και ζουμί.

Η Κίντμαν φυσικά μεταμορφώνεται ως ένα βαθμό, εμφανισιακά και ηλικιακά, «προσθετικά» και ψηφιακά, αλλά φαίνεται ποια είναι.

Στο Being the Ricardos η Κίντμαν ξέρει ακριβώς τι κάνει κι έχει σαφώς ανώτερη διεύθυνση. Ως αφεντικό, οχυρωμένη, αν και ανασφαλής, μοιράζει ισόποσα τα προνόμια και τα καθήκοντά της, διαισθανόμενη πως η μαγεία μιας υπέροχα ψυχαγωγικής και περιζήτητα προσοδοφόρου τηλεοπτικής ώρας χρειάζεται κόπο και τραχύτητα, αλλιώς καταρρέει.

Τα θαύματα δεν γίνονται με προσευχές και το γέλιο δεν βγαίνει γελώντας. Όταν πολιορκείται από δαίμονες και φαντάσματα, η Λούσι σιγυρίζει τα του οίκου της και διευθετεί το μοναδικό σπίτι που νιώθει δικό της, γιατί το έχει χτίσει από την αρχή και μέσα σ’ αυτό εισπράττει αγάπη, έχει πάντα τον Ρικάρντο μαζί της και ακούει την τρανταχτή επιδοκιμασία του κοινού, πριν καν εκπέμψει στα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου.

Ο Σόρκιν σμιλεύει αβίαστα δυο ταινίες: μια για τη Λούσι και το σπιτικό που μια ζωή αναζητούσε, και μια για τον ίδιο και το σενάριο, αυτό το δώρο που προκύπτει από τα μαθηματικά και την έμπνευση, ακριβώς σαν την αξέχαστη μουσική σύνθεση. Και το καταφέρνει με έναν τρόπο που είναι μεν κλασικά χολιγουντιανός, σαν το φόντο της ταινίας του, αλλά ολόδικός του και καινούργιος, με την αντίληψη των διορθώσεων που οφείλει να προτείνει – εδώ χρησιμοποιεί και τους χαρακτήρες που υποδύονται τους βασικούς σεναριογράφους της σειράς ως αφανείς προπομπούς της νέας εποχής και της μοντέρνας γυναίκας που προοικονομεί η φαινομενικά αφελής και άτσαλη Λούσι.

Και πόσο χυμώδεις είναι οι δευτεραγωνιστές του I Love Lucy! Ο Τζέι Κέι Σίμονς ως Μπιλ Φρόλι και η Νίνα Αριάντα ως Βίβιαν Βανς, αυτή η υπέροχη καρατερίστα που απέπσασε μερικές από τις καλύτερες κριτικές ever στο Broadway για το βραβευμένο με Tony πορτρέτο της στο Venus in Fur, υποδύονται εμπεριστατωμένα και περιεκτικά το αιώνια τσακωμένο γειτονικό ζευγάρι των φίλων, τον Φρεντ και τη Βιβ, αποδίδοντας δυναμικές κι ευαισθησίες που κατακτούν το οικείο και το μύχιο μαζί, στα λίγα λεπτά που διαρκεί η παρουσία τους, σε μια ταινία που καταφέρνει να είναι διασκεδαστική και δοκιμιακή, χωρίς να το γέρνει ούτε στιγμή

Το Being the Ricardos προβάλλεται στη streaming πλατφόρμα Prime Video.