Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ανταπόκριση από τη Βενετία: Η άλλη πλευρά του Όρσον Γουέλς

Το ημιτελές έπος «The Other Side of the Wind» του Όρσον Γουέλς, που γυριζόταν από το 1970 ως το 1976 και εγκαταλείφθηκε άδοξα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Ανταπόκριση από τη Βενετία: Η άλλη πλευρά του Όρσον Γουέλς

Ένιωθα σουρεαλιστική ευφορία παρακολουθώντας μια παρατεταμένη σεκάνς με μια περίπου γυμνή Ινδιάνα να περιφέρεται σε ανδρικές τουαλέτες γεμάτες ζευγάρια που κάνουν σεξ και παίρνουν μάτι, να προσκαλεί ένα νέο αγόρι που μόλις είχε ξεπεζέψει τη μεγάλη μηχανή του να την ακολουθήσει, να αλλάζει σε κάτι πιο στεγνό, να μπαίνει μαζί του σε ένα αυτοκίνητο που οδηγεί ένας άγνωστος, να κάνει σεξ πάνω στο αγόρι, να εκνευρίζει τον άγνωστο οδηγό, ο οποίος φρενάρει και την αρπάζει για να τη βιάσει, εκείνη αντιστέκεται σθεναρά ενώ το αγόρι παρακολουθεί σαστισμένο, και να τους πετάει με κλωτσιά έξω από το αμάξι του, στη λάσπη, στη μέση του πουθενά.

Προς τι η παράξενη έκπληξη; Διότι η σκηνή, μαζί με άλλες, εντελώς hip και ζωηρά, πολύχρωμα στιγμιότυπα από τις αρχές της δεκαετίας του '70, διανθισμένες με δυνατές ροκιές στο σάουντρακ, υπογράφονται από τον Όρσον Γουέλς, τον άνθρωπο που σκηνοθέτησε τον Πολίτη Κέιν – κάτι που δεν ξεριζώνεται εύκολα, ως προκατάληψη ανωτάτου επιπέδου.

Το The Other Side of the Wind είναι η πιο προσωπική, ή καλύτερα, η πλέον αυτοβιογραφική του ταινία, που όπως πολλά από τα φιλόδοξα projects του, έμεινε στη μέση, καθώς η χρηματοδότηση κατέρρευσε, αφού ο Γουέλς είχε προλάβει, ωστόσο, να γυρίσει 100 ώρες υλικού.

Το να εξηγήσει κάποιος την υπόθεση της ταινίας αποτελεί ένα μικρό δοκίμιο per se: Η κεντρική ιστορία αφορά τον Τζέικ Χάναφορντ, έναν σκηνοθέτη κάποιας ηλικίας, που προσπαθεί να μαζέψει χρήματα σε ένα πάρτι, για να ολοκληρώσει την ταινία.

Ο μοντέρ του, ο Ρόμπερτ Μουράφσκι, κατάφερε να την ολοκληρώσει, με τη βοήθεια του λόγιου, εγκυκλοπαιδικά καταρτισμένου, πρώην κριτικού κινηματογράφου, στενού φίλου του Γουέλς, σκηνοθέτη αλλά και ηθοποιού στη συγκεκριμένη ταινία, Πίτερ Μπογντάνοβιτς (που ήταν στα πολύ πάνω του εκείνη την περίοδο) και την κόρη του Γουέλς.

Το να εξηγήσει κάποιος την υπόθεση της ταινίας αποτελεί ένα μικρό δοκίμιο per se: Η κεντρική ιστορία αφορά τον Τζέικ Χάναφορντ, έναν σκηνοθέτη κάποιας ηλικίας, που προσπαθεί να μαζέψει χρήματα σε ένα πάρτι, για να ολοκληρώσει την ταινία.

Ο Χάναφορντ αναδίδει τη γερασμένη δόξα του παλιού Χόλιγουντ. Οι μαθητές του πλέκουν το εγκώμιό του και νεότεροι ρεπόρτερ τον αμφισβητούν. Μια παλιά πρωταγωνίστριά του έχει προσκαλέσει τους πάντες που «έχουν σημασία», και με τις κάμερες τους απαθανατίζουν το πνεύμα, τις ατάκες και τις αντιδράσεις γύρω από τον Χάναφορντ, για να ενσωματώσουν το υλικό, εν είδη cinema vérité, στο υπάρχον υλικό της ταινίας που περιμένει το πράσινο φως για να συνεχίσει.

Στο μεταξύ, στο πάρτι προβάλλονται κομμάτια της ταινίας μέσα στην ταινία, απ' όπου και η σεκάνς της μυστηριώδους καλλονής με το εμφανώς βαμμένο κόκκινο δέρμα (είναι η Όγια Κοντάρ, η Κροάτισσα ηθοποιός και μοντέλο, ερωμένη του Γουέλς σε εκείνη τη φάση, η οποία συνυπογράφει το σενάριο!), που σέρνει από τη μύτη τον νέο άνδρα, που όλοι κοροϊδεύουν για τα θηλυκά χαρακτηριστικά του.

 

The Other Side of the Wind - Netflix trailer

Βλέπετε, ο Χάναφορντ συγκρίνεται με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ από τους φίλους του, τον υποδύεται ο Τζον Χιούστον, ο οποίος μεταφέρει και κάποια δικά του, ρωμαλέα και ηρωικά, παλαιάς κοπής άνδρα, χαρακτηριστικά στον ρόλο, και ουσιαστικά αναφέρεται ευθέως στον ίδιο τον Γουέλς, έναν βασανισμένο larger than life καλλιτέχνη που πάντα παιδευόταν να πείσει τα στούντιο ή τους ανεξάρτητους να τον υποστηρίξουν, λατρευόταν από αφοσιωμένους αποστόλους, αν και θεωρείτο ήδη πασέ από πολλούς.

Το χρόνιο πρόβλημα και η ασίγαστη αρετή του σπουδαίου αυτού δημιουργού ήταν πως δεν ήθελε να υποκύψει στη μετριότητα, να εγκαταλείψει τα εκάστοτε σχέδιά του, να κάνει τη χάρη στους συμβιβαστικούς κοινογνωμίτες και να υπογράψει την αυτοακύρωσή του, και, φευ, να παραδεχθεί πως ανήκει στην ξεφτισμένη γενιά του παρελθόντος.

Σίγουρα γι' αυτόν τον λόγο, το The Other Side of the Wind είναι συγκρουσιακά προκλητικό, σε πλήρη ρήξη με τη φόρμα και τη θεματολογία στην οποία μας είχε συνηθίσει, τόσο μοδάτο, σε βαθμό που κοπιάρει τους εκπροσώπους του νέου Χόλιγουντ, με αιχμή του δόρατος την ελλειπτική σημειολογία του Zabriskie Point αλλά με μια σατιρική υπερβολή και πολλές δηλητηριώδεις παρατηρήσεις από έναν διαβολεμένα έξυπνο και χαρισματικό auteur, που αυθαδιάζει στα μούτρα φίλων και εχθρών.

Οι John Huston, Orson Welles, και Peter Bogdanovich στα γυρίσματα του «The Other Side of the Wind». © Steven Jaffe/The Welles-Kodar Collection, University of Michigan, Special Collections Library

Το αποτέλεσμα, έτσι όπως μαζεύτηκε και απλώθηκε από το αχανές footage, ποικίλει σε ποιότητα, κρατά συνεχώς την προσοχή, όσο κι αν εξοργίζει με τις παχιές πινελιές επιδειξιομανίας, με μια ασθμαίνουσα μονταζιακή λογική, κουράζει και διασκεδάζει, παρουσιάζει ιστορικό και αρχειακό ενδιαφέρον και σχολιάζει με σθένος και χιούμορ μια εποχή που αλλάζει ραγδαία.

Στην προσπάθειά του να κρατηθεί στην κινηματογραφική ζωή, ο μάγος Γουέλς κάνει κάτι αυθεντικά πειραματικό, σε τέτοιο βαθμό, που δεν θα ήταν απίθανο να είχε σκεφτεί να το αφήσει επίτηδες στη μέση, όπως το alter ego του, ο Χάναφορντ, στην άλλη πλευρά του ανέμου.

Είναι μια ταινία πολλαπλών χειρονομιών, από τον σκηνοθέτη και όσους τιμούν το σινεμά (το Netflix, ειρωνικά, χρηματοδότησε την αποκατάστασή του καθ' ολοκληρίαν), που πρέπει να το δουν όλοι, σε οποιαδήποτε οθόνη, με την πρώτη ευκαιρία, ακόμη κι αν δυσανασχετήσουν στη διαδρομή.