Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Απόλλων Καθάρσιος

Η διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κ. Μαρία Λαγογιάννη γράφει για τρεις Απόλλωνες από τη συλλογή του Μουσείου

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Απόλλων Καθάρσιος

Μια μεγάλη και αναπάντεχη κρίση έμελλε να βιώσει η Αθήνα 2.450χρόνια πριν από την εποχή μας, με το ξέσπασμα του καταστροφικού Πελοποννησιακού Πολέμου και την εμφάνιση ενός θανατηφόρου λοιμού. Χωρίς τις βεβαιότητες που χαρίζει σήμερα η επιστημονική γνώση, η επιδημία εξαπλώθηκε στην πόλη γρήγορα και συγκλόνισε τους ανθρώπους της, που αναζήτησαν σκοτεινές ερμηνείες σε σημεία, χρησμούς και θεϊκή μήνιν.  

Από την ίδια δραματική περίοδο προέρχονται ωστόσο και φωτεινές καλλιτεχνικές δημιουργίες που αντιστέκονται στις έννοιες του φόβου και της φθοράς. Σπουδαία γλυπτικά έργα που φυλάσσονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συνδέονται με τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης, καθώς μεταφέρουν θετικά μηνύματα για τον άνθρωπο και αισιόδοξες αλήθειες για τη ζωή. Τρεις αρχαίοι συγγραφείς, ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης, ο βιογράφος και ιερέας του Απόλλωνα στους Δελφούς, Πλούταρχος, και ο θεοσεβής περιηγητής Παυσανίας μεταφέρουν πληροφορίες από τη δική τους οπτική γωνία.

Γιος του Δία και της Λητούς, δίδυμος αδελφός της Άρτεμης, ο Απόλλων υπήρξε για τους Έλληνες θεός του φωτός, της μαντικής, της μουσικής και της ηθικής τάξης. Κυρίαρχος της ζωής των ανθρώπων, άλλοτε τιμωρούσε σκορπίζοντας με τα βέλη του τον θάνατο και άλλοτε ευεργετούσε κατατροπώνοντας τις σκοτεινές δυνάμεις

Τον Μάιο του 431 π.Χ. ο Λακεδαιμόνιος Αρχίδαμος εισέβαλε με στρατό στην Αττική, εξαναγκάζοντας μεγάλο αριθμό ανθρώπων να συγκεντρωθούν εντός των Μακρών Τειχών για να προστατευτούν. Ο Παρθενώνας είχε αποπερατωθεί ήδη (447-432 π.Χ.) και ο Φειδίας είχε τελειώσει την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου(438 π.Χ.), συμβόλου της ακμάζουσας ηγεμονικής πόλης που τώρα δοκιμαζόταν σκληρά. Ήταν άνοιξη του 430 π.Χ. όταν, κατά τον Πλούταρχο (Περικλής, 34), συνέβη «κάτι θεϊκό και ασύμβατο με την ανθρώπινη λογική», η συμφορά του μεγάλου λοιμού. Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (Α 47-54) περιγράφει τα συμπτώματα της φοβερής μολυσματικής νόσου, τον φόβο, τον θάνατο, το χάος και την ανομία που επικράτησαν στην Αθήνα, καθώς και τις ανώφελες παρακλήσεις προς τους θεούς. Τότε θυμήθηκαν κάποιοι ένα παλαιό άσμα που μιλούσε για δωρικό πόλεμο και λοιμό και ακόμη έναν χρησμό που έλεγε ότι ο Δελφικός Απόλλων θα βοηθούσε τους Λακεδαιμονίους να νικήσουν τους Αθηναίους… Γιατί όμως ο Απόλλων;

Γιος του Δία και της Λητούς, δίδυμος αδελφός της Άρτεμης, ο Απόλλων υπήρξε για τους Έλληνες θεός του φωτός, της μαντικής, της μουσικής και της ηθικής τάξης. Κυρίαρχος της ζωής των ανθρώπων, άλλοτε τιμωρούσε σκορπίζοντας με τα βέλη του τον θάνατο και άλλοτε ευεργετούσε κατατροπώνοντας τις σκοτεινές δυνάμεις, όπως ο πυθικός δράκοντας που προξενούσε καταστροφές στους Δελφούς.

Εικόνα 2: Αγαλμάτιο Απόλλωνα. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. 223. Μάρμαρο. Από τη Σπάρτη. Ύψος 0,30. 2ος αι. μ.Χ. Τύπος Απόλλων Kassel.

Απόλλων Παρνόπιος

Στην Αθήνα πίστευαν ότι ο εκηβόλος θεός είχε εξολοθρεύσει τους πάρνοπες, δηλαδή τις βλαβερές ακρίδες που κάποτε είχαν σκεπάσει ολόκληρη την Αττική. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία της αγροτικής τους παραγωγής οι Αθηναίοι, κατά τον περιηγητή Παυσανία (Ι, 24, 7), είχαν στήσει γύρω στο 450 π.Χ. στην Ακρόπολη, απέναντι από τον Παρθενώνα, ένα χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα Παρνόπιου, έργο του μεγάλου καλλιτέχνη Φειδία.

Αντίγραφο εκείνου του έργου είναι μια όμορφη μαρμάρινη ανδρική κεφαλή που φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 1). Βρέθηκε στην Αθήνα, στα ανατολικά του Ολυμπιείου, και χρονολογείται στον 2ο αιώνα μ.Χ. Ο Απόλλων παριστάνεται με αρμονικά, νεανικά χαρακτηριστικά και σοβαρή, θεία έκφραση. Τα πλούσια κυματιστά μαλλιά του σχηματίζουν πλοκάμους που πέφτουν στους ώμους και δύο πλεξίδες που δένουν γύρω από το κεφάλι, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το φημισμένο φειδιακό έργο αντιγράφει και ένα μικρό μαρμάρινο αγαλμάτιο που φυλάσσεται επίσης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Προέρχεται από τη Σπάρτη και απεικονίζει τον θεό, γυμνό και ολόσωμο, δίνοντας σήμερα μια μακρινή ιδέα του λαμπρού, χαμένου πρωτοτύπου (εικ. 2).

  

Απόλλων Λοίμιος

Εκτός, όμως, από εξολοθρευτής των σκοτεινών δυνάμεων, ο Απόλλων εκδικείται την ασέβεια και την ύβρη, τιμωρώντας αμείλικτα όσους υπερβαίνουν το μέτρο. Στην «Ιλιάδα» του Ομήρου (Α 10-474) εξοργίζεται από την αλαζονική συμπεριφορά του Αγαμέμνονα απέναντι στον ιερέα Χρύση και στέλνει επιδημία στο στρατόπεδο των Αχαιών. Κάτι ανάλογο αφηγείται για τους Αθηναίους ο Πλούταρχος (Περικλής, 35): με το ξέσπασμα του λοιμού ο Περικλής επανδρώνει 150 πλοία και ξανοίγεται στο πέλαγος με προορισμό την Επίδαυρο, εκεί όπου τιμούσαν τον θεραπευτή θεό Απόλλωνα Μαλεάτα και τον Ασκληπιό. Η πολιορκία, ωστόσο, αποτυγχάνει γιατί η μολυσματική νόσος εξαπλώνεται στους Αθηναίους οπλίτες και τους αποδεκατίζει.

Ο θανατηφόρος λοιμός λέγεται ότι ταλαιπώρησε την Αθήνα για πέντε ολόκληρα χρόνια (430-426 π.Χ.), ώσπου, σύμφωνα με την αφήγηση του περιηγητή Παυσανία (Ι, 3, 4), οι Αθηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Δελφικού Απόλλωνα, ο οποίος υποσχέθηκε να τους απαλλάξει. Άλλωστε, σύμφωνα με τις αρχαίες δοξασίες ο αργυρότοξος Φοίβος, εκτός από εκδικητής ή Λοίμιος, υπήρξε και θεραπευτής, Ακέσιος, Ιατρός, Επικούριος.

 

Εικόνα 3: Άγαλμα Απόλλωνα. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. 45. Πεντελικό μάρμαρο. Από την Αθήνα. Θέατρο Διονύσου. Ύψος 1,76. 2ος αι. μ.Χ. 460-450 π.Χ. Τύπος Απόλλων του Ομφαλού.

 

Απόλλων Αλεξίκακος

Μετά το τέλος του λοιμού, οι Αθηναίοι χάρισαν το προσωνύμιο Αλεξίκακος(εκείνος που αποτρέπει το κακό)σε ένα χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, έργο του φημισμένου Πελοποννήσιου γλύπτη Κάλαμι, που προϋπήρχε στημένο στην Αθηναϊκή Αγορά, στον ναό του Πατρώου Απόλλωνα (Παυσανίας Ι, 3, 4). Ένα επιβλητικό μαρμάρινο άγαλμα του 2ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε στο Θέατρο του Διονύσου και φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 3) θεωρείται ότι αντιγράφει εκείνο το αριστουργηματικό έργο του Κάλαμι (460/450 π.Χ.). Ο καθάρσιος θεός παριστάνεται όρθιος και γυμνός. Πατά σταθερά με το δεξί πόδι και προβάλλει το αριστερό, λυγισμένο στο γόνατο. Η πλούσια κυματιστή του κόμη σχηματίζει βοστρύχους στο μέτωπο και δύο πλεξίδες που περιβάλλουν το κεφάλι σαν ταινία. Στο δεξί χέρι υποθέτουμε ότι θα κρατούσε μια φιάλη σπονδής και στο αριστερό θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε το τόξο με το οποίο σκόρπιζε τα δεινά. Το σοβαρό πρόσωπο του Απόλλωνα φέρνει στον νου μας την ουσία του μέτρου και τη σημασία του μηδέν άγαν στη ζωή μας.

Νικητής ο άνθρωπος

Όσοι περνούν σήμερα μπροστά από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ας ρίξουν μια ματιά στην οροφή. Οι τέσσερις θεϊκές μορφές που επιστέφουν το στηθαίο της μνημειακής του πρόσοψης αποτελούν σύγχρονα ομοιώματα αρχαίων έργων (εικ. 4). Ο τοξοβόλος Απόλλων στην αριστερή γωνία (εικ. 5) και στη συνέχεια η Ήρα, ο Άρης και η Ειρήνη με τον Πλούτο εκφράζουν κυρίαρχες δυνάμεις που επιδρούν διαχρονικά στην ιστορία των πολιτισμών. Με την παντοδύναμη γλώσσα των συμβόλων μοιάζουν να αντιστέκονται στον χρόνο, καθώς από κει ψηλά συνεχίζουν να μιλούν ως τις μέρες μας για τη ζωή, τις προκλήσεις, τις απροσδόκητες ανατροπές αλλά και τις αξίεςστην κοσμοαντίληψη του ελληνικού πολιτισμού. Νικητής στο τέλος είναι πάντοτε ο άνθρωπος.

Εικόνα 4: Το στηθαίο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με τα σύγχρονα εκμαγεία.
Εικόνα 5: Εκμαγείο στο στηθαίο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου του λεγόμενου Απόλλωνα Belvedere, ρωμαϊκού αντιγράφου ενός πρωτότυπου έργου του 4ου αιώνα π.Χ., ίσως του Αθηναίου γλύπτη Λεωχάρη.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το μεγαλύτερο μουσείο της Ελλάδας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Με αρχικό προορισμό να δεχθεί το σύνολο των ευρημάτων από ανασκαφές του 19ου αιώνα, κυρίως από την Αττική, αλλά και από άλλες περιοχές της χώρας, σταδιακά πήρε τη μορφή ενός κεντρικού Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και εμπλουτίσθηκε με ευρήματα από όλα τα σημεία του ελληνικού κόσμου. Οι πλούσιες συλλογές του, που αριθμούν περισσότερα από 11.000 εκθέματα, προσφέρουν στον επισκέπτη ένα πανόραμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από τις αρχές της προϊστορίας έως την ύστερη αρχαιότητα.

Επιμέλεια: Γιάννης Πανταζόπουλος