Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

1946-1949: Ενώ στα βουνά μαινόταν ο εμφύλιος

Στην Αθήνα λίγα ήξεραν για το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της Ελλάδας.

1946-1949: Ενώ στα βουνά μαινόταν ο εμφύλιος

Αθήνα, Απόκριες 1946. Ένα νέο «ντάνσινγκ ρεστοράν» κάνει την εμφάνισή του στην πρωτεύουσα, γωνία Ευβοίας 6 και Κυψέλης. Ο τίτλος του; «Ιβοζίμα» – από το αιματοβαμμένο νησί του Ειρηνικού, όπου οι Αμερικανοί και οι Ιάπωνες είχαν πολεμήσει έως θανάτου ούτε έναν χρόνο πριν. Φαίνεται ότι ο πόλεμος είναι μια τόσο φρέσκια ανάμνηση, που ακόμα και τα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας βρίσκονται υπό τη σκιά του. Διότι, εκτός από την Ιβοζίμα, εμφανίζεται ένα ακόμα νυχτερινό κέντρο, στην Αχαρνών 176, που φέρει την ονομασία «Νορμανδία», το οποίο μάλιστα γίνεται πολύ της μόδας. Ο ιδιοκτήτης του συνειδητά το βάφτισε έτσι, θέλοντας να αποδώσει τιμές στη συμμαχική απόβαση του 1944.

Τα απομεινάρια του πολέμου και, κυρίως, η ανέχεια, η έλλειψη αγαθών μα και τα αλλεπάλληλα κρούσματα εμφύλιων συγκρούσεων, όλες αυτές οι στενόχωρες καταστάσεις, ωθούν τελικώς πολύ κόσμο να βγει έξω και να διασκεδάσει όπως και όσο μπορεί. Και αυτό, παρότι οι εφημερίδες της εποχής δημοσιεύουν συνεχώς ειδήσεις για κλοπές, ληστείες, επιθέσεις σε νυχτερινούς διαβάτες. Επικρατεί μια αίσθηση ανομίας στην πρωτεύουσα, παρά την παρουσία ένστολων, αστυνομικών, χωροφυλάκων αλλά και στρατιωτικών. Η ατμόσφαιρα, πολιτικά μιλώντας, είναι έκρυθμη. Βρισκόμαστε λίγες εβδομάδες πριν από τις εθνικές εκλογές που έχουν οριστεί για τις 31 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς. Είναι οι εκλογές από τις οποίες η Αριστερά θα δηλώσει αποχή, ενώ, μία μόλις ημέρα πριν ανοίξουν οι κάλπες για τους άρρενες πολίτες (οι Ελληνίδες θα αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου το 1951), αριστερή αντάρτικη ομάδα, αποτελούμενη από 33 μαχητές, θα εξαπολύσει σφοδρή επίθεση στον Σταθμό Χωροφυλακής Λιτοχώρου Πιερίας, κοντά στην Καστοριά. Αποτέλεσμα; Έντεκα νεκροί (9 χωροφύλακες και 2 εθνοφύλακες). Η επίθεση στο Λιτόχωρο θεωρείται η «επίσημη» έναρξη του εμφύλιου πολέμου, ο οποίος, στρατιωτικά τουλάχιστον, θα λήξει τρεισήμισι χρόνια αργότερα, αρχές Σεπτεμβρίου του 1949, με την επικράτηση του Εθνικού Στρατού εις βάρος του Δημοκρατικού.

Ουσιαστικά, όλη εκείνη την τριετία κατά την οποία τα ελληνικά βουνά βάφονται με αίμα από Έλληνες που σφάζονται μεταξύ τους, η Αθήνα εκμοντερνίζεται διαρκώς, επουλώνει τις δικές της πληγές από την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά και μεγαλώνει.

Η Αθήνα βρίσκεται μακριά από τις εστίες εχθροπραξιών που θα δημιουργηθούν σταδιακά στην επαρχία, τη Θεσσαλία, την Ευρυτανία, την Πελοπόννησο, κυρίως όμως στη Βόρεια Ελλάδα, έχοντας ωστόσο νωπό το τραύμα των εχθροπραξιών του Δεκεμβρίου του '44. Έτσι, οι Αθηναίοι, καθώς μπαίνει και η άνοιξη για τα καλά και ο καιρός ζεσταίνει, ξεσκάνε. Στον Κήπο του Μουσείου συγκεντρώνεται όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας, με τον Βαγγέλη Κανελλίδη στο βιολί και τον Μπάμπη Μπερκέτη στο σαξόφωνο να ψυχαγωγούν τον κόσμο. Την ίδια περίοδο ανοίγει και το κέντρο «Τριάνα», στη λεωφόρο Συγγρού 170, το οποίο θα γράψει τη δική του ιστορία στους ξενύχτηδες της μεταπολεμικής Αθήνας της περιόδου του Εμφυλίου. Με ιδιαίτερη επισημότητα γιορτάζεται στην πόλη η πρώτη σύνοδος της Βουλής μετά το 1936, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 13 Μαΐου του 1946. Δέκα χρόνια...

Η αφίσα για την ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι, όπου πρωταγωνιστούσε η Έλλη Λαμπέτη. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.

Η ρευστή, έκρυθμη πολιτική κατάσταση και οι εντεινόμενες συμπλοκές μεταξύ ανταρτών και στρατιωτικών τμημάτων δεν είναι τα μόνα που απασχολούν τους Αθηναίους εκείνη την εποχή. Για παράδειγμα, οι καπνιστές αγοράζουν τα τσιγάρα τους με το δελτίο ακόμα, ενώ η τιμή φτάνει τις 1.050 δρχ. Μονάχα που τα τσιγάρα του δελτίου είναι «στούκας», έτσι αρκετοί απαρνούνται αυτά που μοιράζει το κράτος και αναζητούν την τύχη τους στη «μαύρη αγορά». Αρχές του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς καταχωρίζονται στις εφημερίδες οι πρώτες διαφημίσεις καπνοβιομηχανιών, όπως τα τσιγάρα Καπερνάρου και Μαργαρίτη.

Έχοντας εφοδιαστεί με κάπως πιο αξιοπρεπή τσιγάρα, πολλοί Αθηναίοι συρρέουν στο βαριετέ «Όαση» που βρίσκεται στο Ζάππειο. Η μεγάλη ατραξιόν είναι η Ντιριντάουα, αλλά και η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Νίκος Γούναρης. Ειδικά η Βλαχοπούλου επιδίδεται σε ερμηνείες τραγουδιών που χαρακτηρίζονται «ελαφρά τζαζ». Οι Αθηναίοι σχηματίζουν ουρές για να μπούνε στην Όαση, η οποία σημειώνει ρεκόρ εισπράξεων: μέσα σε μία ημέρα κάνει 17 εκατομμύρια δραχμές. Θα ανοίξουν και άλλα κέντρα διασκέδασης, όχι μόνο για τους αστούς αλλά και για τους πιο λαϊκούς τύπους, ειδικά στην οδό Αχιλλέως, στο Μεταξουργείο, όπου και η ταβέρνα «Κληματαριά».

Άλλοι προτιμούν το σινεμά, ανακαλύπτοντας μια νέα, εγχώρια σταρ ονόματι Έλλη Λαμπέτη στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι. Όσοι ξυπνούν νωρίς, ανοίγουν τα ραδιόφωνά τους, διότι από τις 7:15 έως τις 7:30 (ένα τέταρτο μόλις) μεταδίδονται μαθήματα γυμναστικής.

Πρόγραμμα από το Βαριετέ Όασις στο οποίο τότε μεσουρανούσαν οι Καίτη Ντιριντάουα, Ρένα Βλαχοπούλου και ο Νίκος Γούναρης. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.

Σήμερα φαντάζει ως μια αθώα, ρομαντική εποχή. Δεν ήταν. «Εις την διασταύρωσιν των οδών Πατησίων και Λήμνου ευρέθη τεμαχισμένο βρέφος, το οποίον είχαν φάει προφανώς σκύλοι» γράφει μια εφημερίδα. Η είδηση στέκει μέχρι σήμερα ως αίνιγμα· κανένας δεν έμαθε τι ακριβώς συνέβη στο άτυχο εκείνο βρέφος. Ο γνωστός αθηναιογράφος Γιάννης Καιροφύλας γράφει στο βιβλίο του Η Αθήνα μετά τον πόλεμο (Φιλιππότης): «Η Αθήνα περνάει εκείνη την εποχή μια περίοδο περίεργου ευδαιμονισμού, ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα ζει εφιαλτικές μέρες. Έχει επισημάνει το φαινόμενο αυτό ο μεγάλος χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος στη στήλη του στις εφημερίδες "Το Βήμα" και "Τα Νέα", ότι αμέριμνη η πρωτεύουσα απολαμβάνει τα αγαθά της πιο αδιατάρακτης ειρήνης. Γράφει μάλιστα χαρακτηριστικά: "Πού να φανταστεί ο ανύποπτος ξένος που έρχεται στην πόλη μας ότι λίγα βήματα παραέξω μαίνεται ο πόλεμος; Και τι πόλεμος... Ο Κωστάκης βάλλει εναντίον του Μιχαλάκη και ο Μιχαλάκης ανταποδίδει τα πυρά του Κωστάκη. [...] Κι εμείς –υπογραμμίζει ο μεγάλος των ελληνικών γραμμάτων Παύλος Παλαιολόγος– εμείς... Κέφι που το 'χουμε, μη βασκαθούμε... Κατάμεστο το κοσμικό καρνέ μας. Νεόφερτη κούρσα σταματά έξω από την πόρτα σας και η εύθυμη συντροφιά σας εισβάλλει με θορύβους χαράς στο σπίτι για να σας παρασύρει στην εκδρομή του Σουνίου"».

Ουσιαστικά, όλη εκείνη την τριετία κατά την οποία τα ελληνικά βουνά βάφονται με αίμα από Έλληνες που σφάζονται μεταξύ τους, η Αθήνα εκμοντερνίζεται διαρκώς, επουλώνει τις δικές της πληγές από την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά και μεγαλώνει. Οι γονείς που έχουν στρατευμένα παιδιά αγωνιούν βεβαίως, ειδικά όταν, τέλη του 1946, ανακοινώνεται η ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού, που σημαίνει ότι οι αντάρτες εκσυγχρονίζονται, αναδιοργανώνονται, άρα ο πόλεμος θα ενταθεί κι άλλο ή, τον Φεβρουάριο του 1948, όταν ο Δημοκρατικός Στρατός βομβαρδίζει το κέντρο της Θεσσαλονίκης με οβίδες πυροβολικού. Στην πραγματικότητα, όμως, ο εμφύλιος πόλεμος θα είναι αφανής για τους Αθηναίους, κι ας είναι το βασικό θέμα της ταινίας που χαλάει κόσμο μέσα στο 1948, του Οι Γερμανοί ξανάρχονται.

Βούλα Παπαϊωάννου, Παραπήγματα στην Καισαριανή, 1945-46. Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Μέσα στο 1949, με την προσθήκη αμερικανικού εξοπλισμού, κυρίως βομβαρδιστικού καθέτου εφόρμησης που είχε χρησιμοποιηθεί στα νησιά του Ειρηνικού, και την ατυχή απόφαση του Ζαχαριάδη να σταματήσει το «hit and run» και τον ανορθόδοξο πόλεμο και να το γυρίσει σε τακτικό πόλεμο «εκ παρατάξεως», οι περισσότεροι βλέπουν ότι το τέλος του πολέμου δεν αργεί. Έτσι, μέσα στο 1949, η αισιοδοξία επιστρέφει σιγά-σιγά. Ο θεσμός της πώλησης οικοπέδων με δόσεις καθιερώνεται και το κέντρο της Αθήνας γεμίζει με γραφεία επιχειρηματιών που εκποιούν μεγάλες εκτάσεις εντός και εκτός σχεδίου. Οι συγκοινωνίες αναπτύσσονται, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος επεκτείνεται έως την Αττική, ενώ συζητείται να φτάσει σύντομα έως το Νέο Ηράκλειο. Επίσης, γίνεται λόγος για κατάργηση του δελτίου άρτου, οι μεγάλες πείνες της Κατοχής αποτελούν σιγά-σιγά παρελθόν και το νέο πρόβλημα της πόλης είναι τα πολλά αυτοκίνητα και οι οδηγοί που κορνάρουν συνέχεια και επίμονα. Και η διασκέδαση, το ξενύχτι και η μουσική, η «ελαφρά τζαζ» και το λαϊκό άσμα συνεχίζονται, παρά τη φτώχεια. Γι' αυτό και την επόμενη φορά που κάποιοι θα σας ασκήσουν κριτική επειδή, εν μέσω οικονομικής κρίσης, πίνετε ακόμα ένα ποτάκι κάπου στους δρόμους της πόλης κι εσείς αισθανθείτε άσχημα, you better think again...