Εμείς που δεν θα φύγουμε ποτέ

Εμείς που δεν θα φύγουμε ποτέ Facebook Twitter
17

Το βράδυ του Σαββάτου συνάντησα έναν παλιό μου γνωστό / φίλος φίλων, διασταυρωνόμαστε πάντα σε ασύνδετες μεταξύ τους κοινωνικές περιστάσεις / έτσι, βρεθήκαμε ύστερα από πολύ καιρό να μιλάμε για το Παρίσι στον Βυρίνη της οδού Αρχιμήδους (Παγκράτι, πίσω από το Στάδιο) / στον Βυρίνη τα Σάββατα δυσκολευόσουν κάποτε να βρεις τραπέζι, αλλά έχουμε αφήσει πίσω εδώ και καιρό αυτές τις χαρούμενες εποχές / το καλοκαίρι, ο φίλος έκανε το μεγάλο βήμα: αδυνατώντας να βρει δουλειά στην Αθήνα, άρπαξε μια ευκαιρία και έφυγε για τη Γαλλία / τον άκουγα να ξετυλίγει το κουβάρι ευχάριστων και λιγότερο ευχάριστων αναμνήσεων από αυτό το σκάρτο εξάμηνο της υποχρεωτικής ξενιτιάς λίγο πριν από τα σαράντα / τα παλιά μπιστρό, οι νέοι φίλοι, τα πανάκριβα ενοίκια, το φθηνότερο σούπερ μάρκετ (σε σχέση με την Ελλάδα), η νοσταλγία της αθηναϊκής «ανεμελιάς», ο συμβιβασμός με όρους σκληρής, προσωπικής οικονομίας για να «βγει» η εβδομάδα, οι βόλτες σε δρόμους και πλατείες ασύλληπτης ομορφιάς... / η επιλογή να αρχίσεις ξανά τη ζωή σου, αυτό που στο χωριό μου λέμε «να κάνεις restart», έχει πάντα κάτι μυθιστορηματικό, μερικές στιγμές ξεχνιέσαι και βλέπεις τον εαυτό σου σε ρόλο κινηματογραφικού πρωταγωνιστή / (κι όσο μεγαλώνεις η γοητεία του restart, αντί να ξεθωριάζει, όλο και πιο πολύ λαμπυρίζει μέσα στη νύχτα) / και το κυριότερο: η νεανική βεβαιότητα ότι δεν φοβάσαι / το αδιανόητα ευφορικό συναίσθημα πως ορίζεις εσύ την τύχη σου και αντλείς από μέσα σου δυνάμεις άγνωστες, πρωτόγνωρες, για να πάρεις από τη ζωή αυτό που σου αναλογεί (και σου αξίζει) / είναι πολύ ωραία όλα αυτά υπό έναν όρο: να έχεις κατορθώσει να αποστασιοποιηθείς ψυχικά από την περίπλοκη συναισθηματολογία που σε συνδέει με τόπους και ανθρώπους / ναι, ο μισοάδειος Βυρίνης ήταν ένα κάπως στενόχωρο θέαμα, αλλά τουλάχιστον ήταν ο Βυρίνης / όση ομορφιά κι αν εκπέμπει ένα μπιστρό βγαλμένο από τις ονειρικές εικόνες του Ζαν-Πιερ Ζενέ στην Αμελί ή τις μουσικές του Αζναβούρ, πόσα πράγματα με συνδέουν ουσιαστικά μαζί του; / τι σημαίνει για τη ζωή μου αυτό το αψεγάδιαστο σκηνικό και πόσα περισσότερα παίρνω όταν παραγγέλνω στη γλώσσα μου και για χιλιοστή φορά το ίδιο και το ίδιο πιάτο σε μια απλά συμπαθητική ταβέρνα του Παγκρατίου; / οι ίδιες σκέψεις λίγες ώρες μετά, την Κυριακή το πρωί, καθισμένος στο ηλιόλουστο καφέ του Βυζαντινού Μουσείου, διαβάζοντας την εφημερίδα / ναι, δεν ήταν η συγκλονιστική εμπειρία ανάλογων υποδομών στα μεγάλα μουσεία του κόσμου, αλλά ακούστε τι έβλεπε το διψασμένο μάτι μου με μια απλή περιστροφή: δεξιά το υπέρκομψο Σαρόγλειο, το κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών στην οδό Ρηγίλλης, πίσω μου το μαγευτικό μέγαρο της Δουκίσσης της Πλακεντίας, μπροστά ο κήπος του μουσείου με την ανασκαφή και το φρέσκο χώμα και αριστερά το πάρκο Ριζάρη, στο βάθος το Χίλτον / και, κυρίως, η τρυφερότητα του φθινοπωρινού ήλιου που μας μαλάκωνε και μας ξέπλενε από την απανθρωπιά μιας δύσκολης εβδομάδας / αλλά και κάτι ακόμα: όλες αυτές οι μικρές αθηναϊκές (ή ελληνικές) τελετουργίες, ακόμα κι αν το φόντο δεν είναι πάντα αυτό που ονειρευτήκαμε, αισθάνομαι ότι με συνδέουν με ένα αόρατο νήμα με τους παλαιότερους: με τον πατέρα μου, που γεννήθηκε το 1927 και μεγάλωσε σε μια Αθήνα που είμαι καταδικασμένος να πλάθω μέσα από τις αφηγήσεις του και τις τσαλακωμένες φωτογραφίες / με τον παππού μου, που τον φαντάζομαι να ξεφυλλίζει κι αυτός την εφημερίδα του ένα ηλιόλουστο πρωινό στην πλατεία Συντάγματος / αλλά και με τους επόμενους: αυτούς που θα έρθουν μετά από εμάς για να φτιάξουν κάτι δικό τους, μιλώντας τις ίδιες λέξεις με μας / όλοι, αόρατοι πρωταγωνιστές μιας κοινής ιστορίας.

Αθήνα
17

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

15 σχόλια
Ειλικρινά, δυσκολεύτηκα να κατανοήσω την επιθετικότητα ορισμένων αναγνωστών προς το άρθρο αυτό και τον συγγραφέα του. ΄Όπως το βλέπω εγώ, που μένω στην Ελλάδα, στην οποία πολλά αγαπώ και άλλα τόσα με δυσαρεστούν και με πληγώνουν, και που πολλές φορές έχω μπει σε διαδικασία να σκεφτώ τη ζωή έξω, ο άνθρωπος εκφράζει την προσωπική του θέση και θέαση των πραγμάτων. Εκφράζει έναν γνήσιο προβληματισμό. Δεν σημαίνει όμως ότι όλοι λειτουργούν, αισθάνονται, βιώνουν τις καταστάσεις το ίδιο. Βρίσκω τρομερά εύστοχη την αναφορά στην "περίπλοκη συναισθηματολογία που σε συνδέει με τόπους και ανθρώπους". Αυτό που έχω διαπιστώσει είναι ότι αυτή η συνδεσμολογία συναισθητικής υφής, δεν έχει την ίδια περιπλοκότητα, ούτε το ίδιο "χρώμα" και "σχήμα" για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που ριζώνουν βαθιά σε έναν τόπο, ευκολότερα και φυσικότερα στον τόπο καταγωγής τους, εκεί που γνώρισαν τις πρώτες ισχυρές αποτυπωμένες μέσα τους συγκινήσεις. Υπάρχουν και άνθρωποι που θα δεθούν με κάθε τόπο, αρκεί να εγκαταστήσουν σε αυτόν τον εαυτό τους, τις τελετουργίες τους, αρκεί να χτίσουν δεσμούς με ανθρώπους. Προσαρμόζονται ευκολότερα και νιώθουν ότι ανήκουν. Υπάρχουν και οι γνήσιοι κοσμοπολίτες που ενθουσίαζονται με την αλλαγή παραστάσεων, ενώ το ένα, γνώριμο και οικείο μέρος, μπορεί να τους βυθίζει σε κάτι που τους τραβάει πίσω και κάτω, χαμηλά. Δεν θα έμενα στον χαρακτηρισμό μιας ψυχικής διάστασης του κάθε ανθρώπου σχετικά με τον τρόπο που συνδέεται ψυχικά με ανθρώπους και πράγματα, ως δειλίας ή αναπηρίας. Είναι απλά ένα χαρακτηριστικό, σεβαστό, όπως όλα τα άλλα σε κάθε άνθρωπο. Προσωπικά καταλαβαίνω απόλυτα τον συντάκτη του άρθρου. Πόσες φορές δεν βίωσα νοσταλγικά την πόλη μου, έχοντας στο μυαλό μου μια εικόνα της πλασμένη μέσα από τις παραστάσεις που έχω για τις αναμνήσεις της οικογένειάς μου σε αυτή . Άλλοτε πάλι, μια εικόνα πλασμένη από την ιστορική γνώση για την πόλη μου, τις μορφές και τα βλέμματα των ανθρώπων που την κατοίκησαν,άγνωστών μου, όπως τα αντίκρισα σε εκθέσεις μουσείων. Πόσες φορές δεν πικράθηκα με την σημερινή δύσκολη κατάσταση αλλά και δεν αναλογίστηκα το βάρος του δεσμού που με δένει μαζί της. Τέλος, θα ήθελα να πω ότι, κατά τη γνώμη μου, το να αντέχεις να βλέπεις την ομορφιά έχοντας πλήρη γνώση της ασχήμιας μιας πολής, δεν σε κάνει ρομαντικό. Όπως και ότι δεν τρέχει τίποτα να είναι κανείς συναισθηματικός, αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν είναι παράλληλα και λογικός, όπου χρειάζεται.
Κύριε Ρηγόπουλε,παρασυρθήκατε κάπως από την ειλικρινή σας αγάπη γι' αυτήν την πόλη. Το Σαρόγλειο είναι ένα κακό έργο από τα χειρότερα του Νικολούδη (Δες και Δ. Φιλιππίδη ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ). Το Χίλτον τι να πούμε; Το έχουμε αποδεχθεί όπως κάποιος ένα φυσικό του ελάτωμμα. Όσο για την ανασκαφή (αν εννοείτε αυτή της Ρηγίλλης) σκεφτείτε τι στέρησε από την πόλη. Σαν να μην μπορούσε να βρεθεί μια λύση σαν αυτή του Μουσείου της Ακρόπολης. Δεν αναφέρατε - δεν φαίνεται ίσως από το καφέ- το μοναδικό κτήριο του Ωδείου Αθηνών που ρημάζει αβοήθητο. Ο συναισθηματισμός δεν βοηθάει. Η αγάπη είναι αρκετή.
Κύριε Ρηγόπουλε, φαίνεται πράγματι πως δεν έχετε φύγει ποτέ.Διότι αλλιώς θα καταλαβαίνατε πως η "περίπλοκη συναισθηματολογία που σε ενώνει με τόπους και ανθρώπους", όπως πολύ εύγλωττα γράφετε, υπάρχει παντού και πάντα...Στο bistro ή στην pub του εξωτερικού, που θα γίνει το στέκι σου όσο μείνεις στην ξένη χώρα και ο μπάρμαν θα σου φέρνει το ποτό σου χωρίς πλέον να ρωτά, στο σουπερμάρκετ κάτω από το σπίτι σου, όπου ο πωλητής θα σου δίνει τη μάρκα των τσιγάρων σου κατευθείαν μόλις σε δει με ένα χαμόγελα και κυρίως από κάποιους ανθρώπους που θα σε συναντήσουν και που θα γίνουν οι φίλοι μακριά από τους φίλους, η δεύτερη οικογένεια μακριά από την πατρίδα..Όταν λοιπόν θα τα αποχωριστεί κάποιος όλα αυτά, πιστεύετε ότι δεν θα υπάρξει αυτή η "περίπλοκη συναισθηματολογία"; Ή μήπως ότι αυτά τα συναισθήματα έχουν την αποκλειστικότητα να βιώνονται μόνο στον τόπο καταγωγής;Πολλά πράγματα μπορούν λοιπόν να μας συνδέσουν (κάποιους από εμάς έστω) με ένα μπιστρό του εξωτερικού γιατί και εκεί γελάσαμε, κλάψαμε, μοιραστήκαμε τα ποτά μας και την καρδιά μας με ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να μη μας ένωσε το παρελθόν και τα κοινά βιώματα, αλλά μας ένωσε το πάρόν και τα κοινά όνειρα για το μέλλον. Και με μια νέα πατρίδα στην οποία μας δόθηκαν οι ευκαιρίες να εκπληρώσουμε κάποια από τα όνειρά μας.Δεν ωραιοποιώ τη ζωή στο εξωτερικό, υπάρχουν πολλές δυσκολίες και εμπόδια, όμως η ζωή δεν είναι μονόδρομος...είναι δρόμοι πολλοί και ανοιχτοί, με πολιτείες που μας υποδέχονται και ανθρώπους που μας ανοίγουν τις καρδιές τους και τα σπίτια τους, που μας μυούν στην κουλτούρα τους και μας βοηθούν να αντιληφθούμε κάτι πολύ απλό: ότι η ζωή είναι μια παλέττα με όλα τα χρώματα, αρκεί να έχει κανείς διάθεση να τα δεί.Και μάλλον έχετε δίκιο, πρέπει να είναι δειλία ή συναισθηματική αναπηρία ότι το γεγονός ότι εξισώνετε το συναιςθηματικό δέσιμο με ανθρώπους και τόπους, μόνο με τα στενά γεωγραφικά όρια μίας και μόνης πατρίδας. Καθώς και το ότι αναφέρεστε στην εμπειρία του φίλου σας στα ξένα ως "σκάρτο εξάμηνο υποχρεωτικής ξενιτιάς". Έχω την αίσθηση, διαβάζοντας το κείμενό σας, ότι αυτή είναι η δική σας ερμηνεία της παραμονής του εκεί, και όχι η δική του.Η ξενιτιά, ακόμα και αν είναι όντως υποχρεωτική, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στις μέρες μας, μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο πολύ πλουσιότερο σε εμπειρίες, εικόνες και βιώματα, αρνητικά και θετικά, αρκεί να πάει εκεί με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτούς οριζόντες, και ακόμα και εάν επιλέξει να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα. Ο τρόπος που περιγράφετε την εμπειρία του φίλου σας όπως και η ελαφρά ειρωνική διάθεση με την οποία περιγράφετε το "ευφορικό συναίσθημα πως ορίζεις εσύ την τύχη σου", μου δείχνει πως μάλλον είναι πολλά που δεν αντιλαμβάνεστε.Νομίζω πως η καρδιά έχει χώρο για περισσότερες από μία πατρίδες, διαφορετικούς ανθρώπους και πολλά μονοπάτια.Αυτά από μία Ελληνίδα του εξωτερικού που έζησε σε τέσσερεις διαφορετικές πατρίδες (ανάμεσα τους και η Ελλάδα), και πάντα θα νοσταλγεί ένα μπιστρό, μία ταβέρνα, μία pub, μια φθινοπωρινή μέρα και το γέλιο κάποιων ανθρώπων σε κάθε ένα από αυτά τα μέρη...ΥΓ. Διαβάστε λίγο Καββαδία, ίσως με εννοήσετε.
Δεν είναι ούτε η οικονομική αποκατάσταση κι η αποκατάσταση ούτε οι αξιώσεις να βρούμε μία δουλειά ανάλογη της (παρα)μόρφωσής μας (βλ. ελληνικό πανεπιστήμιο) που μας έκανε να φύγουμε. Είναι η απόγνωση κι η αγανάκτηση που ένοιωθε ο καθένας μας, όταν ξυπνούσε το πρωί και δεν είχε λόγο ύπαρξης. Μιλάω με τη μάνα μου στο τηλέφωνο για τη Θεσσαλονίκη, την "Πόλη του φωτός", έτσι την βάφτησα. Νοσταλγώ όλους και όλα όσα έζησα εκεί και παρακαλάω να γυρίσω, έτσι όπως υποσχέθηκα στους δικούς μου τη μέρα που έφυγα. "I'll be back" τους είπα και διαπιστώνω μέρα με τη μέρα ότι ίσως να μη γυρίσω ποτέ. Κι αν τώρα δε με συνδέει τίποτα με τον τόπο που βρίσκομαι, στο μέλλον θα υπάρξουν πράγματα. Και στην Ελλάδα θα γυρνάω κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα σα μακρινός συγγενής, αυτό φοβάμαι. Για όσους δεν το χουν ζήσει λέω απλά ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Νοσταλγώ όλους και όλα όσα έζησα εκεί και παρακαλάω να γυρίσω, έτσι όπως υποσχέθηκα στους δικούς μου τη μέρα που έφυγα. "I'll be back" τους είπα και διαπιστώνω μέρα με τη μέρα ότι ίσως να μη γυρίσω ποτέ.Κλαίω... Νιώθω τα ίδια
Συναισθηματικα αναπηροι δεν ειναι ουτε αυτοι που μενουν, ουτε αυτοι που φευγουν - δεν μπορω να πιστεψω οτι δε νιωθουν τιποτα οσοι αγαπανε τον τοπο τους (και μενουν) και οσοι αποφασιζουν να τον αποχωριστουν.Η περιγραφη του φθινοπωρινου καφε ηταν πανεμορφη.
Με όλη την καλή διάθεση: το σημείωμα εκφράζει μια προσωπική θέση και σε καμία περίπτωση δεν θέλει να «ενοχοποιήσει» κάθε άλλη επιλογή ή στάση, πόσω μάλλον όταν αυτή γίνεται σχεδόν εξ' ανάγκης. Το να σηκωθείς να φύγεις από τον τόπο σου δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση, πονάει ακόμα κι όταν δεν το δείχνουμε. Επομένως, κανένας εκβιασμός και προς τι;ΥΓ. Όσο κι αν δεν το πιστεύετε, αγαπητέ φίλε, αυτό το «συναισθηματικοί ανάπηροι» πηγαίνει σ' αυτούς που μένουν, με πρώτο τον εαυτούλη μου.
Ρε παιδιά, το χώμα είναι πάντα χώμα, οι φίλοι μας θα είναι πάντα φίλοι μας και όλα θα μας λείπούνΑλλά όταν είναι να χορέψεις, θα χορέψείς και μετά θα πας στην Κρήτη και θα χορέψεις και πάλι με τους φίλους σου
Πιστεύω ότι δεν έχει φτάσει ακόμα ο κόμπος στο χτένι για όλους εσάς!Για μερικά παιδιά όμως η φυγή είναι μονόδρομος!Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πονούν!
Είμαι ακριβώς στην ίδια θέση..γιατί όμως μέσα μου αυτό φαίνεται σαν μια ακόμα πολυτέλεια? Έχουμε την πολυτέλεια να μείνουμε και μένουμε. (ευτυχώς). Αυτό δεν το γράφω για να μειώσω το άρθρο απλά έτσι νιώθω πως είναι.