ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Οδός Ευριπίδου

Οδός Ευριπίδου Facebook Twitter
0
Σάββατο, 7.00 μ.μ., περιφερόμαστε στην άδεια Αθήνα.

Περπατάμε στην οδό Αθηνάς - τα ρούχα μας κολλάνε πάνω μας εξαιτίας αυτής της ξαφνικής, ενοχλητικής ζέστη. Κάποιος πετάει την ιδέα να πάμε να φάμε στην Ευριπίδου. «Ρε παιδιά, είστε σίγουροι;», λέω. «Είναι χάλια αυτή η γειτονιά. Αγριεύομαι κάπως», προσθέτω, ενώ χαζεύω μια κλειστή  βιτρίνα με στρατιωτικά. «Έλα μωρέ, αφού θα 'μαστε μαζί, δεν θα 'σαι μόνη σου», μου λένε. Αποφασίζουμε να κόψουμε δρόμο απ' του Ψυρρή - κανείς δεν τολμάει να κατέβει την Ευριπίδου πλέον. Στην οδό Αριστοφάνους κοιτάμε τις άδειες βιτρίνες - οι περισσότερες είναι γεμάτες αφίσες συναυλιών που έχουν γίνει εδώ και καιρό. Κλοτσάμε σκουπίδια και μετράμε ένα ένα τα μέρη που πηγαίναμε πριν από χρόνια -το Vibe, που μετά ονομάστηκε αλλιώς, και το Άσπρο-, κοιτάμε και το πεζούλι που καθόμασταν μια φορά κι έναν καιρό με το ποτό στο χέρι πριν γίνει μπαρ και η τελευταία υπόγα, πριν ξημερώσει η λαμπρή εποχή της τυροκροκέτας και του μπουζουκιού. Το μόνο πράγμα που είναι ανοιχτό είναι ένα μουσουλμανικό καφενείο με επιγραφές στα αραβικά. Φτάνουμε στην ταβέρνα - είναι 8 η ώρα, Σάββατο, και τα τραπέζια είναι όλα άδεια, μόνο ένα ζευγάρι στο βάθος τελειώνει μια χωριάτικη σαλάτα. Καθόμαστε στη γωνία. Μια κυρία γύρω στα 40 με φουσκωτά πλατινέ μαλλιά και φόρμα μάς φέρνει φαγητό. Κοιτάει μια εμάς μια τον δρόμο, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι δεν θα της πάθουμε τίποτα. Δίπλα στις γλάστρες που είναι πάνω στην άσφαλτο εμφανίζεται ένα πρεζόνι, μας κοιτάει μες στην ντάγκλα για κάνα τρίλεπτο, μέχρι που η κυρία τον διώχνει. Εκείνος αράζει σε ένα πεζούλι στην άλλη πλευρά του δρόμου, στα σκαλιά ενός ερειπωμένου νεοκλασικού, δίπλα σε ένα ξέχειλο σκουπιδοντενεκέ. Μπροστά μας κατηφορίζουν ορδές μεταναστών -όλοι άντρες- που τραβάνε κατά την πλατεία Κουμμουνδούρου, μπροστά από έναν Κινέζο που έχει βγει στο κατώφλι του μαγαζιού του και χαζεύει την κίνηση. Σε λίγο εμφανίζεται δεύτερο πρεζόνι πίσω από τη γλάστρα - πλέει κυριολεκτικά μέσα σε ένα κίτρινο φούτερ και πίνει ένα κόκκινο υγρό από ένα διάφανο μπουκάλι. Φωνάζει διάφορα ακατάληπτα. Σκέφτομαι πρώτα το τηλέφωνό μου, μετά το πορτοφόλι μου και μετά με πιάνουν οι τύψεις που σκέφτομαι έτσι και αρχίζω να μιλάω ακατάπαυστα. Αισθάνομαι αμήχανα, απ' ό,τι φαίνεται ειδικεύομαι στην αμηχανία ήταν - πάντα το φόρτε μου εξάλλου. Η κυρία φωνάζει έναν άντρα που βγαίνει από την κουζίνα με άσπρη ποδιά. «Φύγε, ρε!» φωνάζει εκείνος στο πρεζόνι και μετά κάθεται έξω και κοιτάει δεξιά κι αριστερά για να προστατέψει τους πελάτες. Εκείνη σκουπίζει το πάτωμα αναστατωμένη και μουρμουράει κινηματογραφικά: «Να ξέρατε τι βλέπουν τα μάτια μας εδώ». Στην ίδια ταβέρνα τρία χρόνια πριν τρώγαμε ανάμεσα σε γεμάτα τραπέζια. Από πάνω μας έπαιζε μουσική ένας κλαριτζής: ένας τύπος με χρυσά δαχτυλίδια του πέταγε δεκάευρα για παραγγελιές και χόρευε μόνος του στον διάδρομο. Στενοχωριέμαι όταν σκέφτομαι πώς ήταν αυτή η γειτονιά το 2005. Η Ευριπίδου ήταν, για μένα τουλάχιστον, ο ωραιότερος δρόμος της Αθήνας, την κατηφόριζα κι ένιωθα ζωντανή. Σφουγγαράδικα, διαλυμένα βιβλιοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν φυτά, βετέξ και παραδείσια πουλιά συνυπήρχαν με γκαλερί, μπαρ, εκδοτικούς οίκους και τον ναό του Άι-Γιάννη στην Κολώνα, ένα μικρό εκκλησάκι με έναν αρχαίο κίονα στη μέση του, που υψώνεται μάλιστα πάνω από τη στέγη του. Οι μυρωδιές της μου προκαλούσαν σχεδόν εφηβικό ενθουσιασμό: μπούκοβο και μοσχοκάρυδο, μυρωδιά παστού ψαριού και παστουρμά μαζί με σκόνη και αλεύρι. Τώρα μυρίζει μόνο σκουπίδια και κατουρλίλα. Φεύγουμε σχεδόν τρέχοντας από κάτι στενά στου Ψυρρή. Όταν φτάνουμε στην πλατεία Ηρώων, ένας κράχτης προσπαθεί να μας πείσει να μπούμε σε ένα μαγαζί με ναργιλέδες. «Άι στο διάολο κι εσύ » σκέφτομαι στενοχωρημένη.

0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ